ΜΕ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ: Κρυφό Σχολειό δεν υπήρξε ποτέ!Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ: Την οικτρή κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι υπόδουλοι ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, εξαιτίας της άγνοιας και της αμάθειας που επέβαλε η Εκκλησία, η οποία προωθούσε μόνο τα θρησκευτικά μαθήματα, μας την αποκαλύπτει ο Ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» (1806). Στο εν λόγω κείμενο του ένθερμου Έλληνα πατριώτη και επαναστάτη διαφωτιστή καταγγέλλεται πώς η θρησκευτική εκπαίδευση διαιώνιζε το καθεστώς δουλείας που είχε επιβληθεί: «Εσείς, ω αθάνατοι ψυχαί των ...ελευθέρων προγόνων μου, ενδυναμώσατε τώρα τον ζήλον μου με τα ηρωικά σας εντάλματα, δια να εκφράσω καθώς πρέπει τα της Ελευθερίας κάλλη εις τους απογόνους σας. Και συ, ιερά Πατρίς, εγκαρδίωσον και στερέωσον την προς σε αγάπην μου με την ενθύμησιν των παλαιών τερατουργημάτων σου, δια να παραστήσω με σαφήνειαν εις τα τέκνα σου τα φοβεράς χρείας σου και να ενθουσιάσω τας ελληνικάς των καρδίας με τον θείον σου έρωτα» (7).
«Αυταί αι τυραννίαι, ω Έλληνες, είναι συνθεμέναι από θεοκρατίαν και ολιγαρχίαν» (94).
«Η δε θεοκρατία είναι ο κλήρος. (α) Οι ιερείς αγαπητοί μου, φυλάττοντες ένα σκοπόν, καθόλου διάφορον από τους λοιπούς συμπολίτας, πάντοτε επροσπάθησαν με το μέσον της θεότητος να καταδυναστεύσουν τους συμπολίτας των καθώς μέχρι της σήμερον με την αμάθειαν και κακομάθησιν επέτυχον του σκοπού των. Αυτοί, καλύπτοντες με τίτλον αγιότητος τα πλέον φανερά ψεύματα, εγέμισαν τους αδύνατους νόας του λαού από μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ώστε όπου αντί να ονομάσουν ψεύμα το αδύνατον, το ονομάζουν άγιον…» (95).
«Από τότε λοιπόν έως εις τους 364 μετά Χριστόν, όπου διεμοιράσθη το Ρωμαϊκόν βασίλειον εις Ανατολικόν και Δυτικόν, οι Έλληνες υπόκειντο εις φοβεράν τυραννίαν και έπαθον ανήκουστα βάσανα και ταλαιπωρίας από τους διαφόρους σκληροτάτους ιμπεράτωρας οπού η Ρώμη τους έπεμπεν. Δεν εδύναντο να ελευθερώσι από τοιούτον ζυγόν (αγκαλά και τα ήθη των να μην ήτον παντάπασιν διεφθαρμένα και να υπόκειντο εις ξένην αρχήν) επειδή η επικράτεια ήτον μεγαλωτάτη και δεν υπέφερον όλοι εξ ίσου τας δυστυχίας και εξακολούθως δεν ημπορούσαν να ενωθούν όλοι μαζί δια να εξολοθρεύσουν τους τυράννους των (α). Από τότε λοιπόν όπου εστερεώθη ο χριστιανισμός έως εις τους 1453, αντίς να αυξήσουν τα μέσα της ελευθερώσεώς των, φευ! εσμικρύνοντο. Η δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε και μάταιος ζήλος των ιερέων και πατριαρχών κατεκυρίευσεν τας ψυχάς των βασιλέων, οι οποίοι, αντίς να επιμελούντο εις το να διοικώσι τον λάον καθώς έπρεπε, άλλο δεν εστοχάζοντο παρά να φιλονικώσι και να κτίζωσιν εκκλησίας. Τότε εις την Ελλάδα εφάνησαν τρεις κυριότητες: η Τυραννία, το Ιερατείον και η Ευγένεια, αι οποίαι δια ένδεκα αιώνας σχεδόν κατέφθειραν τους Έλληνας και κατερήμωσαν την Ελλάδα. Η ματαιότης των πατριαρχών και παπών επροξένησεν το σχίσμα ανάμεσον ημών και των λατίνων. Και η δεισιδαιμονία ήνωσεν εις αυτό εν μίσος φοβερόν μέχρι της σήμερον.
»Αφού λέγω το Ιερατείον ηθέλησε να ενώση τα εκκλησιαστικά εντάλματα με τους πολιτικούς νόμους, δια να τιμάται εν ταυτώ και να ορίζη, χωρίς δυσκολίαν εκατάλαβεν ότι αναγκαίον ήτον πρότερον να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν, δια να στερεώση καλλιότερα τον σκοπόν του. Και ούτως επροσπάθησεν να εσβήση κάθε σπουδήν εις την Ελλάδα και υπερασπίσθη την αμάθειαν. Αι επιστήμαι, οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν εξωρίσθησαν. Άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλο δεν ημπορούσε να αναγνώση ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων. Και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και δεισιδαιμονίαν υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των χωρίς να ηξεύρουν το διατί. Ένας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλούνια ανθρώπων. Ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη και πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα όταν κυριεύσης τας ψυχάς των απλών και αμαθών λαών× οι οποίοι τόσον απομωρώνονται, όπου τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται ένα όφιν ξύλινον ή ένα χαλκούν λέοντα. Εις τοιαύτην κατάστασιν, αδελφοί μου, ευρίσκετο η Ελλάς όταν προ 453 χρόνων από την σήμερον η αυτή δεισιδαιμονία και η αμάθεια είχεν αναβιβάσει εις υψηλόν θρόνον ένα αχρείον αιθίοπα, ο οποίος ώρμησε με τα άρματα του ψεύδους και της πλάνης και εκυρίευσεν σχεδόν το τέταρτον της γης» (105 έως 108).
Ο Ανώνυμος Έλλην, όταν έγραφε το 1806 το φλογερό του κείμενο που χρόνια αργότερα θα γινόταν το ιδεολογικό μανιφέστο της Επανάστασης του 1821, αγνοούσε εντελώς την «ηρωική» προσπάθεια του Κλήρου να μορφώσει τους υπόδουλους. Αγνοεί επίσης εντελώς τις όποιες, έστω και φήμες, περί ύπαρξης «κρυφών σχολειών» στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ή αλλού. Αντιθέτως περιγράφει με σαφήνεια την εικόνα μίας μεσαιωνικής εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και χρεώνει αποκλειστικά και μόνο στην Ανατολική Εκκλησία την αμάθεια του λαού εξαιτίας των σκοταδιστικών ιεροδιδασκαλείων της. Τα ίδια έγραφε και ο Bartholdy:
«Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμονία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους ανθρώπους. Όσες φορές βρέθηκα πλάι σε καλόγερους διαπίστωσα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πως είναι ιδιοτελείς, φιλοχρήματοι, μοχθηροί, απελέκητοι και απίθανα ρυπαροί. Είναι οι βδέλλες που απομυζούν το αίμα του λαού και βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να αρπάζουν για λογαριασμό τους το καλύτερο» [Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ1΄, σελίδα 194, εκδόσεις «Στάχυ», Έκτη Έκδοση, Αθήνα 1999.]
Τα σχολεία που τελούσαν υπό την εποπτεία της Εκκλησίας μόνο κρυφά δεν ήταν, εφόσον γίνονταν εύκολα αντιληπτά. Για παράδειγμα, ο Στέφανος Γκέρλαχ, ιεροκήρυκας και βοηθός καθηγητή στην Τυβίγγη, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1572 ως ένας εκ της πρεσβείας που απέστειλε ο αυτοκράτωρ της Γερμανίας. Και είδε τα εξής:
«Εις μερικάς πόλεις υπάρχουν σχολεία προσηρτημένα εις τας εκκλησίας των Γραικών δεν υπάρχουν τάξεις εις αυτά, ούτε διάφορα μαθήματα. ένας μοναδικός διδάσκαλος διδάσκει τα παιδιά με το ψαλτήριον, το Ωρολόγιον, τας Ακολουθίας και μερικά άλλα βιβλία εν χρήσει εις την Εκκλησίαν» [«Σημειώσεις του Κρουσίου εις την Πατριαρχικήν Ιστορίαν» του Μαλαξού (Turcograecia)].
Αν τα ιεροδιδασκαλεία αυτά ήταν κρυφά, απορίας άξιον είναι πως τα είδε ένας Γερμανός και δεν τα είχαν πάρει είδηση οι Τούρκοι. Ο Ανώνυμος, όπως και οι άλλες ιστορικές πηγές εκείνης της εποχής δεν αναφέρουν πουθενά ότι οι Τούρκοι εμπόδιζαν τη μόρφωση των υπόδουλων χριστιανών.
Τα πρώτα λοιπόν 100 χρόνια οθωμανικής κατοχής σήμαναν έναν νέο μεσαίωνα για τους ελληνόφωνους ρωμιούς, όπως και για τους υπόλοιπους λαούς της αυτοκρατορίας. Στην εποχή αυτή «βασιλεύει η βυζαντινοεκκλησιαστική παράδοση: «το φεουδαρχικό θεοκρατικό πνεύμα και ο αττικισμός» , όπως γράφει ο παιδαγωγός Κ. Σωτηρίου» . Ο έλεγχος της Εκκλησίας γίνεται πλέον πλήρης επί των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Οι δάσκαλοι όχι μόνο έπρεπε να ήταν ιερείς αλλά και διορίζονταν από τους κατά τόπους επισκόπους με γνώμονα ότι θα δίδασκαν αποκλειστικά και μόνο το μάθημα των θρησκευτικών (όπως το λέμε σήμερα): «Ει μεν διδάσκαλοι παρά των οικείων επισκόπων ετάχθησαν επ’ εκκλησίας ευαγγελίζεσθαι τω λαώ τα σωτήρια». [Θεόδωρου Βαλσάμωνος ερώτησιν ΜΑ΄ «Διδάσκαλοι τινες ζητούσι λαβείν από των μαθητών αυτών τον δεκατισμόν και την πρωτοτοκίαν. εικός εστιν ή ου;», πηγή: Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου Δ.Φ., «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», τόμος Α΄, σελίδα LXIV, Αθήνα 1936, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών»].
Η εκπαίδευση περιοριζόταν σε ανάγνωση και γραφή, αμφότερες δε διδάσκονταν μόνο μέσα από τα θρησκευτικά βιβλία.
Ενίοτε οι μαθητές μάθαιναν και πρακτική αριθμητική. Τα μαθηματικά (άλγεβρα – γεωμετρία), απαγορεύονταν ως επιστήμες διαβολικές και ενασχολήσεις μαγικές.
Το μάθημα γινόταν στα ιεροδιδασκαλεία, τα οποία στεγάζονταν σε εκκλησίες και μοναστήρια, όπως και σήμερα τα ιεροδιδασκαλεία των μουσουλμάνων αντίστοιχα στεγάζονται στα τζαμιά: «εν μεν ταις μεγαλοπόλεσι (τα σχολεία στεγάζονταν) παρά τοις μητροπολιτικοίς μεγάροις, εν δαι ταις κωμοπόλεσι και τοις χωρίοις παρά τοις ιεροίς ναοίς και ταις παρακειμέναις Μοναίς, ως αναφέρεται εν τοις σωζομένοις εγγράφοις παρά τω Μαρτίνω Κρουσίω και Στεφάνω Γερλαχίω, οίτινες εν τη «Τουρκογραικία» πλείστας όσας πληροφορίας περί των σχολείων παρά τοις Έλλησιν έχουσιν, οίον, ότι, ως επί το πολύ τα σχολεία ταύτα διευθύνοντο υπό ιερέων ή μοναχών, διδασκόντων, μετά την επί της πινακίδος και της φυλλάδας διδασκαλίαν της αλφαβήτου και του συλλαβισμού, εκκλησιαστικά τινα βιβλία ως αναγνωστικά» [Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου Δ.Φ., «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», τόμος Α΄, σελίδα LXXXI, Αθήνα 1936, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών»].
Το έτος 1810 ο Leake επισκέφτηκε το ιεροδιδασκαλείο των Φαρσάλων, όπου «…λειτουργούσε σχολείο για αγόρια. Η διδασκαλία περιοριζόταν στην ανάγνωση και τη γραφή και γινόταν, όπως στα περισσότερα φτωχά χωριά, στο νάρθηκα της εκκλησίας. Ο δάσκαλος, που συνήθως είναι παπάς, έπαιρνε από κάθε μαθητή 20-30 παράδες το μήνα» [Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ1΄, σελίδα 502, εκδόσεις «Στάχυ», Έκτη Έκδοση, Αθήνα 1999].
Ο φραγκολεβαντίνος τηνιακός γιατρός Marc Philippe Zallony, στο βιβλίο του με τίτλο «Ταξίδι στην Τήνο» που κυκλοφόρησε το 1809 στο Παρίσι, περιγράφει το αυστηρό και σχολαστικό εκκλησιαστικό εκπαιδευτικό καθεστώς που είχαν επιβάλλει στο νησί τόσο οι ρωμιοί ορθόδοξοι, όσο και οι ρωμαιοκαθολικοί καλόγεροι και παπάδες:
«Στα μεγάλα χωριά του νησιού λειτουργούν σχολεία που διευθύνονταν από παπάδες, Έλληνες ή Λατίνους, ανάλογα με την ενορία. Σ’ αυτά τα σχολεία φοιτούσαν και τα παιδιά των γειτονικών χωριών. Πήγαιναν το πρωί, κουβαλώντας την τροφή της ημέρας, και γύριζαν το βράδυ. Στο χωριό Ξινάρα λειτουργούσε γυμνάσιο.
»Η διδασκαλεία στα σχολεία περιοριζόταν στην ανάγνωση διαφόρων θρησκευτικών βιβλίων. Ψαλμοί του Δαυίδ, ακολουθία της Θεοτόκου, συναξάρια κ.λπ. «Όλο το χρόνο δεν κάνουν τίποτα από το να διαβάζουν και να ξαναδιαβάζουν αυτά τα βιβλία χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα. Από τις πολλές επαναλήψεις αποστηθίζουν τα κείμενα»» [Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ1΄, σελίδα 509, εκδόσεις «Στάχυ», Έκτη Έκδοση, Αθήνα 1999].
Τα ορθόδοξα μοναστήρια μάλιστα δέχονταν μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας, να είχαν βγάλει πρώτα γένια, και όχι μικρά παιδιά για να μην σκανδαλίζονται προφανώς οι… «άγιοι πατέρες»: «απηγόρευον την εις αυτά (στα Μοναστήρια) φοίτησιν παίδων λείον εχόντων το πρόσωπον, ήτοι αγενείων» [Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου Δ.Φ., «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», τόμος Α΄, σελίδα LXVI, Αθήνα 1936, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών»].
Κάποιοι μοναχοί έφτασαν να παραγγέλνουν και ακρότητες, οι οποίες στέκουν αιώνια δείγματα χριστιανικής αγάπης και φιλανθρωπίας. Ο Άγιος Αθανάσιος μοναχός που μόναζε στα Μετέωρα και κτήτωρ μονής παραγγέλνει: «παιδιά κοσμικά γράμματα να μη μαθαίνουν. γυναίκα να μην εμβαίνη εμπρός από το διατεταγμένο όρος, μήτε να μην δώσωσι τίποτες να φάγη από τα φαγητά, αν και ήθελε συμβή να αποθάνη από την πείνα» [Πηγή: Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου Δ.Φ., «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», τόμος Α΄, σελίδα LXVI, υποσημείωση 1, Αθήνα 1936, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών»].
Ολόκληρο το εκκλησιαστικό εκπαιδευτικό σύστημα αποσκοπούσε στα χρόνια της τουρκοκρατίας εις το να παράγει αποκλειστικά και μόνο ιερείς ή στελέχη για τον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό (δημοσίους υπαλλήλους δηλαδή, όπως και σήμερα): «οι πλούσιοι γονείς εφρόντιζον είτε εν τοις γνωστοίς σχολείοις να εκπαιδεύωσι τα τέκνα των είτε ιδιωτικώς κατ’ οίκον, ως συνέβαινε παρά τους αρχαίους, δια ιερομονάχων λογίων επί προσδοκία να προαχθώσιν εν τη κοινωνία ή ως γραμματείς εν τοις ύστερον χρόνοις παρά τοις Φαναριώταις, ή να χειροτονηθώσιν αρχιερείς, ως οι πατέρες οι πτωχοί ηύχοντο εις τα τέκνα των: «να τοις αξιώση ο Θεός να βάλωσι πετραχήλι». διότι οι ιερείς ήσαν εξηρημένοι δημοσίων φόρων» [Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου Δ.Φ., «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», τόμος Α΄, σελίδα LXXI, Αθήνα 1936, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών»].
Αν κανείς ήθελε να είναι νόμιμος φοροφυγάς πήγαινε σε ένα μοναστήρι, μάθαινε μερικά κολλυβογράμματα, χειροτονούνταν ιερέας ή ιερομόναχος και… καθάριζε δια παντός με την εφορία. Όσοι πάλι δεν μπορούσαν να γίνουν ιερείς, αφού μάθαιναν γράμματα αναζητούσαν στη συνέχεια μία θέση στο… οθωμανικό κρατικό μηχανισμό (πόσο λίγο έχει αλλάξει η νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας από τότε μέχρι σήμερα): «…πολλοί πτωχοί νέοι απερχόμενοι της πατρίδος των μετ’ ελαχίστων εφοδίων εις Πάτμον, Χίον, Σμύρνην και αλλαχού, υπέμενον παντός είδους στερήσεις, αποφεύγοντες άλλο επάγγελμα, ίνα διορισθώσι παρά τοις διερμηνεύσι του στόλου ή τοις μεγάλοις τοιούτοις, ίνα ανώτερον δημιουργήσωσι στάδιον, ιδίως παράς τοις ηγεμόσι των παραδουναβίων ηγεμονιών, ανερχόμενοι εις τα ποικιλώνυμα αξιώματα, άπερ αναγράφει ο Δ. Φωτεινός εν τη ιστορία της πάλαι Δακίας (Βιέννη 1818-1819 τόμος Γ΄), των οποίων τα κέρδη δεν ήσαν μικρά. Πολλοί προσεκολλώντο εις αρχιερείς ίνα μετ’ ολίγον προστατευόμενοι προαχθώσι και αυτοί εις τοιούτους» [Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου Δ.Φ., «Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας», τόμος Α΄, σελίδα LXXI, Αθήνα 1936, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών»].
Εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε και από πότε μας έχει μείνει το… κουσούρι του διορισμού στο «δημόσιο»!!!
Το ίδιο καθεστώς συνεχίστηκε μέχρι και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, οπότε οι ιδέες του Διαφωτισμού άρχισαν να φτάνουν με τους ξενιτεμένους Έλληνες δειλά – δειλά και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οπότε συντελέσθηκε μία άνθιση των θετικών επιστημών. Βεβαίως, όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, η Εκκλησία έκανε τα πάντα για να εμποδίσει τις επιστημονικές (λογικές) σπουδές. Εδώ θα πρέπει να πούμε, ότι στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι πλέον «γραμματισμένοι» από τους λαούς που ζούσανε εντός των συνόρων της ήταν οι Έλληνες. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτιμούνταν στις σημαντικές κρατικές θέσεις, σε αντίθεση με τους κατά συντριπτική πλειοψηφία αγράμματους και αστοιχείωτους Τούρκους. Οι Έλληνες «προσελαμβάνοντο ως ανώτεροι υπάλληλοι της τουρκικής κυβερνήσεως, ήτις απετελείτο, ως λέγει ο πολύς Χάμμερ εν τη «ιστορία του Οθωμανικού Κράτους», υπό αγραμμάτων μεν, αλλά μεγάλην επιτηδειότητα εχόντων Τούρκων» . Συμπεραίνουμε λοιπόν για μία ακόμη φορά, ότι και πριν το πρώτο ξέσπασμα του Διαφωτισμού, οι Έλληνες μπορούσαν ελεύθερα να μαθητεύουν στα ιεροδιδασκαλεία της Εκκλησίας όχι από κάποια φιλανθρωπία ή φιλομάθεια του κατακτητή, αλλά διότι ήταν απαραίτητοι ως «γραμματιζούμενοι» κρατικοί υπάλληλοι πρωτίστως στους ίδιους τους Οθωμανούς.
Χωρίς τους ρωμιούς (Έλληνες) «γραμματικούς» ήταν αδύνατο να κυβερνηθεί η αχανής αυτοκρατορία. Πριν μάλιστα από το ξέσπασμα του Διαφωτισμού συμβαίνει μία έξαρση στη συγγραφή δοκιμίων, κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου, από τους γραμματισμένους ρωμιούς, οι οποίοι αποτελούσαν τη δυναμική τάξη του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού. Σε 2.000 περίπου ανέρχονται τα βιβλία που γράφτηκαν τότε, εκ των οποίων τα ¾ είναι θρησκευτικής ύλης. Δικαιολογημένο ως φαινόμενο, αν κρίνει κανείς πως η μόνη εκπαίδευση που επιτρεπόταν ήταν η θρησκευτική, και κάθε ανησυχία πνεύματος ήταν εγκλωβισμένη στην (περιορισμένη και μόνη προσιτή), εκκλησιαστική βιβλιογραφία. Αυτά όμως συνέβαιναν στις υπόδουλες ελληνικές χώρες. Αντίθετα, οι ξενιτεμένοι Έλληνες είχαν ήδη προσανατολιστεί στην πατρώα Ελληνική Φιλοσοφία και Παιδεία, κρατώντας αδιάκοπη τη συνέχεια από τον Πλήθωνα και τους νεοπλατωνικούς του Μυστρά του 15ου αιώνα.
[Θα ακολουθήσει σειρά άρθρων με την ιστορία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τον αγώνα των Διαφωτιστών να μορφώσουν τον υπόδουλο ελληνικό λαό και τον μανιασμένο πόλεμο που εξαπέλυσε η Εκκλησία ενάντια σε όσους προσπαθούσαν να φτιάξουν σχολεία και να προετοιμάσουν τους Έλληνες για την εθνική απελευθέρωση. Πολλοί αναγνώστες μας ίσως σοκαριστούν από τα στοιχεία που θα παραθέσουμε και από τα εγκλήματα της Εκκλησίας κατά του Ελληνικού Έθνους και της πατρίδας. Ωστόσο, είναι αδύνατον πλέον να σιωπούμε... Ήρθε η ώρα να πούμε όλες τις αλήθειες, γιατί πατριωτικό είναι το αληθινό!]

πηγη