Ποιοί πιέζουν λοιπόν για να περάσει η επέκταση της δανειακής από την βουλή;
Μα αυτοί που θέλουν νομιμοποίηση των εγκλημάτων τους!
Πως θα απαιτήσει δικαιοσύνη για το έγκλημα του μνημονίου με μία επέκταση δανειακής που θα συγκεντρώσει άνω των 180 ψήφων στο κοινοβούλιο;
Όχι βέβαια. Είναι δόλιοι και η κυβερνηση δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα που θα την πληρώσει ακριβά ο Ελληνικός λαός.
Μα αυτοί που θέλουν νομιμοποίηση των εγκλημάτων τους!
ΝΟΜΙΚΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΣ Ο ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ.
Αυτοί που απέκρυψαν την μήτρα του κακού τον Μάιο του 2010 από το κοινοβούλιο, πιέζουν τώρα για τη νομιμοποίηση της, μέσω της …επέκτασης!
Σαμαράς, Βενιζέλος και Ποτάμι θέλουν με νύχια και με δόντια να υπερψηφίσουν την επέκταση της δανειακής με αυξημένη πλειοψηφία για να ξεπλύνουν το έγκλημα τους και να γλιτώσουν τις εξεταστικές.
Η κυβέρνηση δεν πρέπει να πέσει σε αυτή την βρώμικη παγίδα.
Πως θα απαιτήσει δικαιοσύνη για το έγκλημα του μνημονίου με μία επέκταση δανειακής που θα συγκεντρώσει άνω των 180 ψήφων στο κοινοβούλιο;
ΜΙΛΑΕΙ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΝΥΧΤΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΑΝΕΙΑΚΗΣ ΜΕ ΠΝΠ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ… ΑΛΤΣΧΑΙΜΕΡ!
Ε, λοιπόν, δεν πάσχουμε όλοι από την βαριά αυτή νόσο κύριε Βενιζέλε.
Μετά το άρθρο – παρέμβαση του καθηγητή Γ. Κασιμάτη, κανονικά θα έπρεπε να σταματήσει η όποια συζήτηση για την δήθεν αναγκαιότητα της έλευσης της επέκτασης προς ψήφιση.
Ειδικά όταν η πίεση ασκείται από τον άνθρωπο που δικαιολόγησε την μη έγκριση της κύριας δανειακής, της μήτρας όλων των δεινών δηλαδή, τον Μάιο του 2010. Τον άνθρωπο που μεθόδευσε ακόμα και την τροποποίηση της δανειακής ως πράξη νομοθετικού περιεχομένου στον νόμο για το… Αλτσχάιμερ!
Τον κατά παραγγελία συνταγματολόγο δηλαδή, Ευάγγελο Βενιζέλο.
Πως ειναι δυνατόν λοιπόν να απαιτούν κάποιοι την έγκριση της απλής επέκτασης από την βουλή, όταν δεν έχει περάσει η κύρια σύμβαση;
Είναι νομικά αγράμματοι;
Όχι βέβαια. Είναι δόλιοι και η κυβερνηση δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα που θα την πληρώσει ακριβά ο Ελληνικός λαός.
Διότι υπάρχουν κάποιοι που δεν ξεχνούν.
Δεν ξεχνούν ότι τότε οι μόνοι που μίλησαν ηταν ο Πάνος Καμμένος, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Ειδικά ο νυν ΠτΔ, είχε μια ιστορική αντιπαράθεση – μαντέψτε με ποιόν – μα φυσικά με τον εξαιρετικό κύριο Αλιβιζάτο!
Αξίζει πραγματικά να διαβάσετε την αντιπαράθεση αυτή που την παραθέτουμε με την τότε αλληλουχία της:
ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
του
ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
18/07/2010
Όλοι, νομίζω, οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι το Σύνταγμα, θεμελιώδης νόμος και, άρα, κανονιστικό έρεισμα της όλης έννομης τάξης, δεν μπορεί να ερμηνεύεται και, πολύ περισσότερο, να εφαρμόζεται ως εκκρεμές πολιτικής αμηχανίας. Συνακόλουθα, η ευκαιριακή και ανεύθυνη επίκλησή του προκειμένου, δήθεν, να τεκμηριωθούν και να ενισχυθούν, από νομική άποψη, επιχειρήματα στην κονίστρα μιας αμιγώς πολιτικής διαμάχης υποσκάπτει, με ιδιαίτερα επικίνδυνες συνέπειες, τον θεσμικό του θώρακα. Επειδή όμως άπαντες –ιδίως δε εκείνοι που ο κατά περίπτωση ειδικός ρόλος τους στη δημόσια ζωή, υπό την ευρεία του όρου έννοια, το επιβάλλει- οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα πρέπει να μην παραβλέπουμε και τούτο: Είναι εξίσου χρέος μας να μην ανεχόμαστε, ενδίδοντας συνήθως στα κελεύσματα της πολιτικής συγκυρίας, παραβιάσεις του Συντάγματος και, α fortiori, συμπτώματα πραγματικής κατάλυσής του.
. Η παρατήρηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, επειδή έχουμε βιώσει την, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, πιο κραυγαλέα παραβίαση του ισχύοντος Συντάγματος, με αφορμή τα νομοθετικά μέτρα που θεσπίζονται για την εκτέλεση του περιβόητου Μνημονίου. Ειδικότερα:
Α. Κατά το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει». Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς που ν’ αμφισβητεί πως συμφωνίες ή συμβάσεις δανεισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν, κατ’ εξοχήν, περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος. Και κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατό, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να συγκριθούν με τις συμβάσεις απλοποιημένης μορφής, για τις οποίες αρκεί η υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού. Άρα τέτοιες συμβάσεις, για να ισχύσουν, απαιτούν τυπικό νόμο κύρωσής τους, δηλαδή αποφασιστική παρέμβαση της Βουλής. Υπό διαφορετική εκδοχή –ήτοι χωρίς κυρωτικό νόμο- είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.
Β. Κι όμως, στις 6.5.2010 ψηφίσθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του πρώτου άρθρου παρ. 4 και του τρίτου άρθρου του 3845/2010, ως προς τα μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες προβλέπουν αντιστοίχως: 1. «Παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εφαρμοστεί το πρόγραμμα της προηγούμενης παραγράφου. Τα μνημόνια, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση.». Και 2. «Η ισχύς των συμβάσεων του άρθρου πρώτου αρχίζει από την ημερομηνία υπογραφής τους…». Σαν να μην έφθανε αυτό μία μέρα μετά, στις 7.5.2010, στον παντελώς μάλιστα άσχετο με το θέμα ν. 3847/2010 «Επανακαθορισμός επιδομάτων εορτών!», ψηφίσθηκε, ως παρ. 9 του άρθρου μόνου, τροπολογία του ν. 3845/2010 με το εξής περιεχόμενο: «Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου πρώτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/Α΄) αντί της λέξης «κύρωση» τίθενται οι λέξεις «συζήτηση και ενημέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους»!
Γ. Με απλές λέξεις μέσα στις ως άνω διατάξεις εμφιλοχωρούν, σε διάστημα μιας μέρας, δύο προφανείς παραβιάσεις του Συντάγματος. Και μάλιστα η δεύτερη πιο κραυγαλέα από την πρώτη. Συγκεκριμένα η μεν ρύθμιση του ν. 3845/2010 παραβιάζει το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι ορίζει πως τέτοιας σημασίας και βαρύτητας συμβάσεις ισχύουν πριν καν κυρωθούν από τη Βουλή, μόλις δηλαδή υπογραφούν από τον Υπουργό Οικονομικών. Η δε ρύθμιση του ν. 3847/2010 «αποτελειώνει», κυριολεκτικά, το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος αφού, τροποποιώντας την προηγούμενη, ορίζει ότι δεν απαιτείται καν κύρωση των συμβάσεων αυτών από τη Βουλή. Απλώς εισάγονται στη Βουλή για ενημέρωσή της!
. Επανέρχομαι, τονίζοντας ότι οι προμνημονευόμενες ρυθμίσεις συνεπάγονται πραγματική κατάλυση του Συντάγματος (άρθρο 36 παρ. 2), στο μέτρο ιδίως που τόσο με βάση το περιεχόμενό τους όσο και με βάση τον πρωτοφανή τρόπο ψήφισής τους επιτρέπουν, με απλή υπογραφή Υπουργού, να εντάσσονται στην έννομη τάξη μας και να εφαρμόζονται, erga omnes, κανόνες δικαίου οι οποίοι επιβαρύνουν τόσο επώδυνα το κοινωνικό σύνολο, παρακάμπτοντας –κατά την ηπιότερη έκφραση- τη Βουλή.
Α. Και η μεν Κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει καν συναίσθηση των ευθυνών της για το θεσμικό –και όχι μόνον- ολίσθημα, στο οποίο υπέπεσε. Ευθύνες οι οποίες προκύπτουν και από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 3 (περί λαϊκής κυριαρχίας) και 120 παρ. 2 (περί σεβασμού του Συντάγματος).
Β. Θα περίμενε όμως κανείς κάπως περισσότερη ευαισθησία και παρρησία από «έμπειρους νομικούς» που, παραδόξως, έμειναν αδιάφοροι και σιωπηλοί μπροστά σ’ αυτόν τον κυβερνητικό κατήφορο, για να μην πω τον κυβερνητικό ξεπεσμό. Όταν, ιδίως ορισμένοι απ’ αυτούς, διεκδικούν, όπως είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, ως σήμερα τα εύσημα των υπερασπιστών του «ένα, ένα, τέσσερα» -θεσμικού προγόνου του άρθρου 120 του ισχύοντος Συντάγματος- και όταν, επιπλέον, δεν χάνουν, διαχρονικώς μάλιστα, την ευκαιρία να «ξιφουλκούν» αρθρογραφώντας και μιλώντας δημοσίως, «όλως τυχαίως» όταν βολεύει τις επιλογές του νυν κυβερνώντος Κόμματος. Και μάλιστα για πολύ μικρότερης θεσμικής σημασίας ζητήματα. Όρα π.χ. τη νομική φιλολογία και παραφιλολογία για τις υποθέσεις των «ταυτοτήτων» και του «βασικού μετόχου». Πόσο μελάνι χύθηκε και πόσες φωνές ακούσθηκαν για τις υποθέσεις αυτές! Και πόσο έρχονται σ’ αντίθεση με τη σημερινή εκκωφαντική σιωπή τους για το μείζον ζήτημα ωμής παραβίασης του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος!
«Εν κατακλείδι»: Όλοι μας –ιδίως δε οι «έμπειροι νομικοί» -οφείλουμε να τηρούμε, χωρίς εκπτώσεις, το καθήκον υπεράσπισης του Συντάγματος, αποφεύγοντας την ανεύθυνη πλειοδοσία αντισυνταγματικότητας. Αλλά έχοντας πλήρη συναίσθηση και του ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος και όχι ιδεολογικό σκάφος που ταξιδεύει με σημαίες ευκαιρίας.
Και η ανταπάντηση του Προκόπη Παυλόπουλου:
ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΕΜΜΟΝΗ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
του
ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Μέσα στην πρωτόγνωρη δίνη που προκαλούν, τόσο στο κοινωνικό σύνολο όσο και στους θεσμούς, τα «καυδιανά δίκρανα» της Τρόικας και, κυρίως, του ΔΝΤ, και απέναντι στην σημερινή «εκκωφαντική» σιωπή «πάλαι ποτέ διαλαμψάντων» υπερασπιστών –σε κάθε σημαντική και ασήμαντη ευκαιρία- του Συντάγματος καιρός είναι, νομίζω, να διευκρινίσουμε ορισμένες αυτονόητες έννοιες και θέσεις. Υπό διαφορετική εκδοχή ίσως στο άμεσο μέλλον τεθούν –αν δεν έχει ήδη δρομολογηθεί μια τέτοια τροχιά- εν αμφιβόλλω σημαντικές πτυχές της ίδιας της εθνικής μας κυριαρχίας.
. Κατά πρώτον, ας ξεκαθαρίσουμε τι είναι το Σύνταγμα και ποιο είναι το προς αυτό χρέος μας, αν θέλουμε να προασπίσουμε την κανονιστική του ισχύ και τις συνακόλουθες θεσμικές και πολιτικές δεσμεύσεις που απορρέουν για τον καθένα μας.
Α. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος –ιδίως δε όποιος σέβεται στοιχειωδώς τόσο την διδασκαλία όσο και την προσωπική στάση του αείμνηστου Αρ. Μάνεση, σε κρίσιμες μάλιστα συγκυρίες για τον Τόπο- που ν’ αμφισβητεί ότι:
– Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος, υπερισχύει κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται το εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως αυτοί ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας.
– Ως προς το «σκεπτικισμό» που, ορισμένοι, εκφράζουν σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ Συντάγματος και ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου θα επαναλάβω, για πολλοστή φορά, τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της επέτρεπε να διαθέτει πραγματικό ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλλω την υπεροχή του Συντάγματος. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις –εκείνη των κρατών – μελών και εκείνη της Ε.Ε.- με βάση την κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των κοινοτικών οργάνων, και ιδίως του ΔΕΚ, κατά την οποία θεμέλιο της κοινοτικής έννομης τάξης είναι το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, είναι εντελώς ανεξάρτητη από την υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών – μελών –άρα και της Ελλάδας- να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων τάξεων το Σύνταγμά τους.
Β. Οιαδήποτε άλλη εκδοχή –ακόμη και με ρητή συνταγματική πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει για το Σύνταγμά μας- με βάση επίσης την κοινή νομική λογική αγνοεί τη φύση του κανόνα δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε π.χ., στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας, ότι συντρέχει υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμα κατά τη στιγμή εισόδου της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ. Με τι είδους νομικό συλλογισμό όμως ένας κανόνας δικαίου –άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σε άλλον κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της εθνικής κυριαρχίας; Οι υποστηρικτές του αντιθέτου δεν γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με την νομική ιδιοσυστασία του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatis mutandis, η θεμελιώδης αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «nemo plus juris ad allium transfere potest quam ipse habet»;
. Αλλ’ ας αφήσουμε κατά μέρος το «επίμαχο» ζήτημα της υπεροχής ή μη του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος. Και ας έρθουμε στην τρέχουσα πραγματικότητα που αφορά το Μνημόνιο και τις επιπτώσεις του, θεσμικές και πολιτικές.
Α. Όπως προκύπτει απ’ αυτό τούτο το άρθρο πρώτο του ν. 3845/2010, το Μνημόνιο είναι ένας συνδυασμός συμφωνίας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής και συμφωνίας συνεννόησης στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις οικονομικής πολιτικής για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης. Άρα, ακόμη και με την πιο αυστηρή νομική αντιμετώπιση, πρόκειται για ένα σύμπλεγμα νόμων και διεθνών συμβάσεων, κυρίως «οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις», κατά την έννοια του άρθρου 36 –ιδίως παρ. 2- του Συντάγματος.
Β. Τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία γίνεται, χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση, δεκτό ότι το Σύνταγμα υπερέχει και των κάθε μορφής διεθνών συμβάσεων. Με απλές λέξεις, και όταν ακόμη, δια νόμου, οι διεθνείς συμβάσεις έχουν ενσωματωθεί στην έννομη τάξη μας, όσοι από τους κανόνες τους δεν συμβαδίζουν προς το Σύνταγμα είναι ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι. Κορυφαίος υποστηρικτής της άποψης αυτής υπήρξε ο Αρ. Μάνεσης.
Γ. Υπό τα δεδομένα αυτά οι κανόνες του Μνημονίου, αλλά και των επί μέρους νόμων, συμβάσεων και κανονιστικών πράξεων εφαρμογής του, που δεν συνάδουν προς το Σύνταγμα είναι επίσης ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι.
Τα όσα προεκτέθηκαν αποτελούν για όλους μας –ιδίως δε για εκείνους που υπηρετούν το Συνταγματικό Δίκαιο- κοινό τόπο. Κατά συνέπεια για όλους μας, πολύ περισσότερο τούτες τις κρίσιμες ώρες για την Χώρα, ισχύει το άρθρο 120 παρ. 2 του Συντάγματος: «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».
του
ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
18/07/2010
. Η παρατήρηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, επειδή έχουμε βιώσει την, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, πιο κραυγαλέα παραβίαση του ισχύοντος Συντάγματος, με αφορμή τα νομοθετικά μέτρα που θεσπίζονται για την εκτέλεση του περιβόητου Μνημονίου. Ειδικότερα:
Α. Κατά το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει». Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς που ν’ αμφισβητεί πως συμφωνίες ή συμβάσεις δανεισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν, κατ’ εξοχήν, περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος. Και κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατό, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να συγκριθούν με τις συμβάσεις απλοποιημένης μορφής, για τις οποίες αρκεί η υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού. Άρα τέτοιες συμβάσεις, για να ισχύσουν, απαιτούν τυπικό νόμο κύρωσής τους, δηλαδή αποφασιστική παρέμβαση της Βουλής. Υπό διαφορετική εκδοχή –ήτοι χωρίς κυρωτικό νόμο- είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.
Β. Κι όμως, στις 6.5.2010 ψηφίσθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του πρώτου άρθρου παρ. 4 και του τρίτου άρθρου του 3845/2010, ως προς τα μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες προβλέπουν αντιστοίχως: 1. «Παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εφαρμοστεί το πρόγραμμα της προηγούμενης παραγράφου. Τα μνημόνια, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου, εισάγονται στη Βουλή για κύρωση.». Και 2. «Η ισχύς των συμβάσεων του άρθρου πρώτου αρχίζει από την ημερομηνία υπογραφής τους…». Σαν να μην έφθανε αυτό μία μέρα μετά, στις 7.5.2010, στον παντελώς μάλιστα άσχετο με το θέμα ν. 3847/2010 «Επανακαθορισμός επιδομάτων εορτών!», ψηφίσθηκε, ως παρ. 9 του άρθρου μόνου, τροπολογία του ν. 3845/2010 με το εξής περιεχόμενο: «Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου πρώτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65/Α΄) αντί της λέξης «κύρωση» τίθενται οι λέξεις «συζήτηση και ενημέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από της υπογραφής τους»!
Γ. Με απλές λέξεις μέσα στις ως άνω διατάξεις εμφιλοχωρούν, σε διάστημα μιας μέρας, δύο προφανείς παραβιάσεις του Συντάγματος. Και μάλιστα η δεύτερη πιο κραυγαλέα από την πρώτη. Συγκεκριμένα η μεν ρύθμιση του ν. 3845/2010 παραβιάζει το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι ορίζει πως τέτοιας σημασίας και βαρύτητας συμβάσεις ισχύουν πριν καν κυρωθούν από τη Βουλή, μόλις δηλαδή υπογραφούν από τον Υπουργό Οικονομικών. Η δε ρύθμιση του ν. 3847/2010 «αποτελειώνει», κυριολεκτικά, το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος αφού, τροποποιώντας την προηγούμενη, ορίζει ότι δεν απαιτείται καν κύρωση των συμβάσεων αυτών από τη Βουλή. Απλώς εισάγονται στη Βουλή για ενημέρωσή της!
. Επανέρχομαι, τονίζοντας ότι οι προμνημονευόμενες ρυθμίσεις συνεπάγονται πραγματική κατάλυση του Συντάγματος (άρθρο 36 παρ. 2), στο μέτρο ιδίως που τόσο με βάση το περιεχόμενό τους όσο και με βάση τον πρωτοφανή τρόπο ψήφισής τους επιτρέπουν, με απλή υπογραφή Υπουργού, να εντάσσονται στην έννομη τάξη μας και να εφαρμόζονται, erga omnes, κανόνες δικαίου οι οποίοι επιβαρύνουν τόσο επώδυνα το κοινωνικό σύνολο, παρακάμπτοντας –κατά την ηπιότερη έκφραση- τη Βουλή.
Α. Και η μεν Κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει καν συναίσθηση των ευθυνών της για το θεσμικό –και όχι μόνον- ολίσθημα, στο οποίο υπέπεσε. Ευθύνες οι οποίες προκύπτουν και από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 3 (περί λαϊκής κυριαρχίας) και 120 παρ. 2 (περί σεβασμού του Συντάγματος).
Β. Θα περίμενε όμως κανείς κάπως περισσότερη ευαισθησία και παρρησία από «έμπειρους νομικούς» που, παραδόξως, έμειναν αδιάφοροι και σιωπηλοί μπροστά σ’ αυτόν τον κυβερνητικό κατήφορο, για να μην πω τον κυβερνητικό ξεπεσμό. Όταν, ιδίως ορισμένοι απ’ αυτούς, διεκδικούν, όπως είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, ως σήμερα τα εύσημα των υπερασπιστών του «ένα, ένα, τέσσερα» -θεσμικού προγόνου του άρθρου 120 του ισχύοντος Συντάγματος- και όταν, επιπλέον, δεν χάνουν, διαχρονικώς μάλιστα, την ευκαιρία να «ξιφουλκούν» αρθρογραφώντας και μιλώντας δημοσίως, «όλως τυχαίως» όταν βολεύει τις επιλογές του νυν κυβερνώντος Κόμματος. Και μάλιστα για πολύ μικρότερης θεσμικής σημασίας ζητήματα. Όρα π.χ. τη νομική φιλολογία και παραφιλολογία για τις υποθέσεις των «ταυτοτήτων» και του «βασικού μετόχου». Πόσο μελάνι χύθηκε και πόσες φωνές ακούσθηκαν για τις υποθέσεις αυτές! Και πόσο έρχονται σ’ αντίθεση με τη σημερινή εκκωφαντική σιωπή τους για το μείζον ζήτημα ωμής παραβίασης του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος!
«Εν κατακλείδι»: Όλοι μας –ιδίως δε οι «έμπειροι νομικοί» -οφείλουμε να τηρούμε, χωρίς εκπτώσεις, το καθήκον υπεράσπισης του Συντάγματος, αποφεύγοντας την ανεύθυνη πλειοδοσία αντισυνταγματικότητας. Αλλά έχοντας πλήρη συναίσθηση και του ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος και όχι ιδεολογικό σκάφος που ταξιδεύει με σημαίες ευκαιρίας.
του
ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
. Κατά πρώτον, ας ξεκαθαρίσουμε τι είναι το Σύνταγμα και ποιο είναι το προς αυτό χρέος μας, αν θέλουμε να προασπίσουμε την κανονιστική του ισχύ και τις συνακόλουθες θεσμικές και πολιτικές δεσμεύσεις που απορρέουν για τον καθένα μας.
Α. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος –ιδίως δε όποιος σέβεται στοιχειωδώς τόσο την διδασκαλία όσο και την προσωπική στάση του αείμνηστου Αρ. Μάνεση, σε κρίσιμες μάλιστα συγκυρίες για τον Τόπο- που ν’ αμφισβητεί ότι:
– Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος, υπερισχύει κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται το εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως αυτοί ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας.
– Ως προς το «σκεπτικισμό» που, ορισμένοι, εκφράζουν σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ Συντάγματος και ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου θα επαναλάβω, για πολλοστή φορά, τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της επέτρεπε να διαθέτει πραγματικό ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλλω την υπεροχή του Συντάγματος. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις –εκείνη των κρατών – μελών και εκείνη της Ε.Ε.- με βάση την κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των κοινοτικών οργάνων, και ιδίως του ΔΕΚ, κατά την οποία θεμέλιο της κοινοτικής έννομης τάξης είναι το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, είναι εντελώς ανεξάρτητη από την υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών – μελών –άρα και της Ελλάδας- να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων τάξεων το Σύνταγμά τους.
Β. Οιαδήποτε άλλη εκδοχή –ακόμη και με ρητή συνταγματική πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει για το Σύνταγμά μας- με βάση επίσης την κοινή νομική λογική αγνοεί τη φύση του κανόνα δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε π.χ., στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας, ότι συντρέχει υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμα κατά τη στιγμή εισόδου της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ. Με τι είδους νομικό συλλογισμό όμως ένας κανόνας δικαίου –άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σε άλλον κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της εθνικής κυριαρχίας; Οι υποστηρικτές του αντιθέτου δεν γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με την νομική ιδιοσυστασία του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatis mutandis, η θεμελιώδης αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «nemo plus juris ad allium transfere potest quam ipse habet»;
. Αλλ’ ας αφήσουμε κατά μέρος το «επίμαχο» ζήτημα της υπεροχής ή μη του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος. Και ας έρθουμε στην τρέχουσα πραγματικότητα που αφορά το Μνημόνιο και τις επιπτώσεις του, θεσμικές και πολιτικές.
Α. Όπως προκύπτει απ’ αυτό τούτο το άρθρο πρώτο του ν. 3845/2010, το Μνημόνιο είναι ένας συνδυασμός συμφωνίας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής και συμφωνίας συνεννόησης στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις οικονομικής πολιτικής για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης. Άρα, ακόμη και με την πιο αυστηρή νομική αντιμετώπιση, πρόκειται για ένα σύμπλεγμα νόμων και διεθνών συμβάσεων, κυρίως «οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις», κατά την έννοια του άρθρου 36 –ιδίως παρ. 2- του Συντάγματος.
Β. Τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία γίνεται, χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση, δεκτό ότι το Σύνταγμα υπερέχει και των κάθε μορφής διεθνών συμβάσεων. Με απλές λέξεις, και όταν ακόμη, δια νόμου, οι διεθνείς συμβάσεις έχουν ενσωματωθεί στην έννομη τάξη μας, όσοι από τους κανόνες τους δεν συμβαδίζουν προς το Σύνταγμα είναι ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι. Κορυφαίος υποστηρικτής της άποψης αυτής υπήρξε ο Αρ. Μάνεσης.
Γ. Υπό τα δεδομένα αυτά οι κανόνες του Μνημονίου, αλλά και των επί μέρους νόμων, συμβάσεων και κανονιστικών πράξεων εφαρμογής του, που δεν συνάδουν προς το Σύνταγμα είναι επίσης ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι.
Τα όσα προεκτέθηκαν αποτελούν για όλους μας –ιδίως δε για εκείνους που υπηρετούν το Συνταγματικό Δίκαιο- κοινό τόπο. Κατά συνέπεια για όλους μας, πολύ περισσότερο τούτες τις κρίσιμες ώρες για την Χώρα, ισχύει το άρθρο 120 παρ. 2 του Συντάγματος: «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».
ΓΕΛΑΝΕ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ..................
ΑπάντησηΔιαγραφή