"Ξέρω πως θα σου φανεί δύσκολο, αλλά προσπάθησε να με καταλάβεις. Δεν άντεχα άλλο αυτήν την μυρωδιά πτώματος που βγαίνει από το δωμάτιο σου. Έχεις να βγεις δέκα μέρες, ούτε για νερό δεν έρχεσαι στην κουζίνα και δεν σε έχω ακούσει να πηγαίνεις στην τουαλέτα ούτε μια φορά τελευταία. Σ'αγαπώ πολύ και θα συνεχίσω να σ'αγαπώ αλλά η βρώμα είναι ανυπόφορη. Γιαυτό σήμερα μάζεψα όλα τα πράγματά μου - δεν είχα και πολλά εξάλλου- και μετακομίζω στην Μίνα. Μην την κατηγορήσεις σε παρακαλώ ,δεν φταίει σε τίποτα. Τα χρήματα στο φάκελο είναι για τα κοινόχρηστα και το μερίδιο μου για το ενοίκιο. Σ'ευχαριστώ για όλα.
Η συγκάτοικος σου."
Αυτό το μήνυμα υπήρχε κάτω από ...την κλειστή πόρτα του δωματίου μου.
Η συγκάτοικος σου."
Αυτό το μήνυμα υπήρχε κάτω από ...την κλειστή πόρτα του δωματίου μου.
Δεν μπορούσα να ανοίξω το φάκελο και να το διαβάσω γιατί ήμουν πεθαμένος. Εδώ και 10 μέρες. Από καρδιά υποπτεύομαι. 32 χρονών. Έτρωγα κάθε μέρα Μακ-ντόλαντς,πίτσες, σουβλάκια ή δρακουλίνια με κοκα-κόλες και γυμναστική είχα να κάνω από το γυμνάσιο.
Νέος θα μου πείτε,αλλά τι να κάνεις που έτσι τα φέρνει η ζωή, πλήρωσα και εγώ τα λάθη μου. Τουλάχιστον έζησα μια ζωή σε αντίθεση με τόσους άτυχους που δεν είχαν μια ευκαιρία να γεννηθούν.
Τον τελευταίο καιρό δεν είχα κανένα φίλο να με επισκεφτεί και δεν έβγαινα από το σπίτι παρά μόνο για φαγητό. Χρήματα κέρδιζα από μια ιντερνετική επιχείρηση που είχα στήσει οπότε δεν χρειαζόταν να ψάξω για δουλειά σε κάποιο γραφείο. Γονείς δεν γνώρισα και η θεία Νίτσα που με μεγάλωσε πέθανε πέρσι από καρκίνο η κακομοίρα.
Σκέφτομαι πόσο ακόμα καιρός πρέπει να περάσει για να με βρεί κάποιος να με βάλει σε μια κασέλα. Όχι ότι με ενοχλεί εδώ που βρίσκομαι αλλά με κάνει να απορώ. Πέρα από τη βρώμα, το θέαμα είναι ενοχλητικό άσε που τα σκουλήκια κάνουν πάρτι τρικούβερτο. Εντάξει, δεν υπήρξα αρκετά εμφανίσιμος, αλλά αυτή η μπλεδίλα στο πρόσωπο μου και τα άσπρα σκουληκάκια που μπαινοβγαίνουν στα μάτια μου με αδικούν. Είχα και εγώ τις κατακτήσεις μου.
Η τελευταία μου σχέση ήταν πριν δώδεκα χρόνια -το θυμάμαι σαν χθες- και κράτησε ακριβώς δύο εβδομάδες. Ααααχ τι ωραίες μέρες τότε.Σαν να ζούσα μια άλλη ζωή, πιο αληθινή ,πιο γεμάτη και γλυκιά σαν από γεύση κατακόκκινης φράουλας με σαντιγί. Πηγαίναμε χέρι-χέρι βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης και φιλιόμασταν τρυφερά κάθε πέντε λεπτά ενώ εγώ πασπάτευα τα χαριτωμένα,πλούσια βυζιά της και πότε πότε τον ζουμερό πισινό της.
Δεν κατάλαβα γιατί με παράτησε τόσο σύντομα και ποτέ δεν πίστεψα τον -τότε- συνάδελφο μου τον Γιώργο όταν μου είπε ότι την επόμενη μέρα του χωρισμού μας φιλιόταν σε ένα κλαμπ με τον Ζήση που έγινε αργότερα μοντέλο στην Αθήνα για το Ελληνικό Vogue.
Μου στοίχισε πολύ αυτός ο χωρισμός. Με έπιασε κατάθλιψη και αναγκάστηκα να πάω σε ψυχολόγο. Κομπογιαννίτης. Μου έδωσε να πάρω κάτι άχρηστα φάρμακα(Τζουρεγκλέ 2000ΜΤ) και για δύο μήνες κυκλοφορούσα σαν ζόμπι στην Εγνατία και στην Τσιμισκή. Έκανα γνωριμίες όμως. Γνώρισα τον τρελό που γυρνούσε ασταμάτητα το κέντρο της Θεσσαλονίκης πάνω κάτω και χτυπούσε παλαμάκια χωρίς λόγο. Τον τρελό της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του ΑΠΘ που καθόταν στην είσοδο της και έβριζε τον Θεό. Ήταν και ένας τρελός πάρα πολύ έξυπνος που μου εξιστορούσε κάτι θεωρίες για το σύμπαν και το υπερπέραν τόσο άρτια ανεπτυγμένες που μια φορά του είπα "Τι κάνεις εσύ εδώ; Μήπως θα έπρεπε να διδάσκεις στο ΜΙΤ;". Τον έχανα όμως που και που, κοιτούσε τον ουρανό καθώς έκαιγε το τσιγάρο του και σώπαινε σαν να σκεφτόταν τη λύση του τελευταίου θεωρήματος του Φερμάτ ή της εικασίας του Γκόλντμπαχ.
Τον τελευταίο καιρό πριν τα τινάξω, με είχε πιάσει μια μανία να διαβάσω όλα τα κλασσικά μυθιστορήματα του κόσμου. Όχι ότι είμαι κανένας φλώρος αλλά να , πρέπει να είχα διαισθανθεί ότι το τέλος πλησιάζει και προσπαθούσα ,μάλλον, να ρουφήξω ό,τι γνώση μπορούσα από την παγκόσμια κληρονομιά.
Τον τελευταίο καιρό δεν είχα κανένα φίλο να με επισκεφτεί και δεν έβγαινα από το σπίτι παρά μόνο για φαγητό. Χρήματα κέρδιζα από μια ιντερνετική επιχείρηση που είχα στήσει οπότε δεν χρειαζόταν να ψάξω για δουλειά σε κάποιο γραφείο. Γονείς δεν γνώρισα και η θεία Νίτσα που με μεγάλωσε πέθανε πέρσι από καρκίνο η κακομοίρα.
Σκέφτομαι πόσο ακόμα καιρός πρέπει να περάσει για να με βρεί κάποιος να με βάλει σε μια κασέλα. Όχι ότι με ενοχλεί εδώ που βρίσκομαι αλλά με κάνει να απορώ. Πέρα από τη βρώμα, το θέαμα είναι ενοχλητικό άσε που τα σκουλήκια κάνουν πάρτι τρικούβερτο. Εντάξει, δεν υπήρξα αρκετά εμφανίσιμος, αλλά αυτή η μπλεδίλα στο πρόσωπο μου και τα άσπρα σκουληκάκια που μπαινοβγαίνουν στα μάτια μου με αδικούν. Είχα και εγώ τις κατακτήσεις μου.
Η τελευταία μου σχέση ήταν πριν δώδεκα χρόνια -το θυμάμαι σαν χθες- και κράτησε ακριβώς δύο εβδομάδες. Ααααχ τι ωραίες μέρες τότε.Σαν να ζούσα μια άλλη ζωή, πιο αληθινή ,πιο γεμάτη και γλυκιά σαν από γεύση κατακόκκινης φράουλας με σαντιγί. Πηγαίναμε χέρι-χέρι βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης και φιλιόμασταν τρυφερά κάθε πέντε λεπτά ενώ εγώ πασπάτευα τα χαριτωμένα,πλούσια βυζιά της και πότε πότε τον ζουμερό πισινό της.
Δεν κατάλαβα γιατί με παράτησε τόσο σύντομα και ποτέ δεν πίστεψα τον -τότε- συνάδελφο μου τον Γιώργο όταν μου είπε ότι την επόμενη μέρα του χωρισμού μας φιλιόταν σε ένα κλαμπ με τον Ζήση που έγινε αργότερα μοντέλο στην Αθήνα για το Ελληνικό Vogue.
Μου στοίχισε πολύ αυτός ο χωρισμός. Με έπιασε κατάθλιψη και αναγκάστηκα να πάω σε ψυχολόγο. Κομπογιαννίτης. Μου έδωσε να πάρω κάτι άχρηστα φάρμακα(Τζουρεγκλέ 2000ΜΤ) και για δύο μήνες κυκλοφορούσα σαν ζόμπι στην Εγνατία και στην Τσιμισκή. Έκανα γνωριμίες όμως. Γνώρισα τον τρελό που γυρνούσε ασταμάτητα το κέντρο της Θεσσαλονίκης πάνω κάτω και χτυπούσε παλαμάκια χωρίς λόγο. Τον τρελό της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του ΑΠΘ που καθόταν στην είσοδο της και έβριζε τον Θεό. Ήταν και ένας τρελός πάρα πολύ έξυπνος που μου εξιστορούσε κάτι θεωρίες για το σύμπαν και το υπερπέραν τόσο άρτια ανεπτυγμένες που μια φορά του είπα "Τι κάνεις εσύ εδώ; Μήπως θα έπρεπε να διδάσκεις στο ΜΙΤ;". Τον έχανα όμως που και που, κοιτούσε τον ουρανό καθώς έκαιγε το τσιγάρο του και σώπαινε σαν να σκεφτόταν τη λύση του τελευταίου θεωρήματος του Φερμάτ ή της εικασίας του Γκόλντμπαχ.
Τον τελευταίο καιρό πριν τα τινάξω, με είχε πιάσει μια μανία να διαβάσω όλα τα κλασσικά μυθιστορήματα του κόσμου. Όχι ότι είμαι κανένας φλώρος αλλά να , πρέπει να είχα διαισθανθεί ότι το τέλος πλησιάζει και προσπαθούσα ,μάλλον, να ρουφήξω ό,τι γνώση μπορούσα από την παγκόσμια κληρονομιά.
Εκεί κάπου λοιπόν , διάβασα ότι την ζωή πρέπει να την ζήσεις από την αρχή προς το τέλος αλλά βγάζει νόημα μόνο ανάποδα. Τώρα που τελείωσε και την βλέπω ανάποδα δεν βλέπω και κάποιο σπουδαίο νόημα.
Ή μάλλον για να είμαι ακριβής δεν βλέπω κανένα νόημα. Το μόνο που ξέρω ότι το ίχνος μου σε αυτόν τον κόσμο είναι τόσο απογοητευτικά μηδαμινό. Πέθανα και ταυτόχρονα κανείς δεν νοιάζεται αν ζω ή αν έζησα ποτέ. Οι περισσότεροι έχουν κάποιους να τους θυμούνται για 50-60 χρόνια τουλάχιστον. Εγώ το συντόμευσα με τη ζωή που ακολούθησα.Μηδέν.
Μου περνάει απ'το μυαλό , όμως , ότι δεν έχει σημασία τελικά γιατί ακόμα και ο Ηλίας Ψινάκης να έχεις γεννηθεί, κάποια στιγμή ,ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια, πάλι δεν θα σε θυμάται κανείς.
Μου περνάει απ'το μυαλό , όμως , ότι δεν έχει σημασία τελικά γιατί ακόμα και ο Ηλίας Ψινάκης να έχεις γεννηθεί, κάποια στιγμή ,ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια, πάλι δεν θα σε θυμάται κανείς.
Και εσύ σούπερ σταρ, που σε αναγνωρίζουν στο δρόμο ή σου ζητάνε να υπογράψεις το τελευταίο σου βιβλίο, όσο καταπληκτικός και να είσαι το μόνο που θα μείνει στο τέλος από σένα θα είναι μια ταφόπλακα με το όνομα σου άντε και μερικές γραμμές από κάποια εξυπνάδα που είπες κάποτε.
Ίσως, αν είσαι τυχερός, να περάσει κάποτε από το νεκροταφείο που βρίσκονται τα κόκαλα σου κάποιος πιτσιρίκος που μόλις έθαψε τον παππού του ,να δει κατά λάθος το όνομα σου σκαλισμένο στην πέτρα και να σκεφτεί: "Για δες, αυτός κάποτε ήτανε ζωντανός!".
Thank you Aristofani για την αναδημοσίευση. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πιο εύστοχη επιλογή φωτογραφίας να συνοδεύει το κείμενο. Νομίζω δείχνει ακριβώς το νόημα και την ουσία του κειμένου. Επίσης θα ήθελα να σ'ευχαριστήσω για τις τρεις τελείες που πρόσθεσες στον τίτλο. Ιδιοφυές. Καλή συνέχεια στο θεάρεστο έργο σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή