Έμενε σε ένα φτωχό δυαράκι κάτω από την Ακρόπολη.Στο σπίτι τηςδεν είχε βάλει ποτέ κανέναν.
Στη διάρκεια της ημέρας την έβλεπες να κάθεται μονάχη της στο τραπεζάκι κάποιου καφενείου, να πίνει τον καφέ της, να μηρυκάζει την θλίψη της,να ηλεκτρίζεται στην θέα των απόμαχων της ζωής και να καπνίζει τα κόκκινα τσιγάρα της.
Οι άνθρωποι του θεάματος, όπως πάντα, δεν κατάλαβαν τίποτα μέσα στην ατσαλάκωτη
ηθελημένη υπεραισιοδοξία των λινών κουστουμιών τους.
Δεν της φέρθηκαν καλά,δεν εκτίμησαν το ταλέντο της, δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τον αρχαίο ...σπαραγμό της.
Όλο κάτι ρόλους υπηρέτριας και σπιτονοικοκυράς της έδιναν.
Πρόσωπα λαικά, χωρίς φύλλο και επιθυμίες,που είχαν κάνει την αυτοθυσία δεύτερη φύση.
Πρόσωπα που κανείς δεν υπολόγιζε αν ζουν ή πεθαίνουν.
Πρόσωπα της υπομονής, που οι άλλοι γύρω, οι καινούριοι κυρίαρχοι των σπιτιών,
σπάγανε πλάκα με τις αντιδράσεις τους.
Το κοινό γελούσε και ξεκαρδιζόταν με τις γκριμάτσες του προσώπου της και τις αγριοφωνάρες της, ποτέ όμως αυτοί δεν είχαν σταθεί να παρατηρήσουν
τα αιώνια λυπημένα μάτια της.
Ποτέ όλοι αυτοί δεν είχαν αναρωτηθεί αν τα πρόσωπα που υποδυόταν νιώθουν λύπη ή χαρά.
Με ό,τι κι αν έκανε γελούσαν,όταν θύμωνε γελούσαν, όταν χαιρόταν γελούσαν,
όταν έκλαιγε γελούσαν.
Αυτήν την ίδια και τα πρόσωπα που υποδυόταν δεν τα θεωρούσαν ανθρώπους ζωντανούς. Ήταν οι απαραίτητες καρικατούρες για να γεμίζουν τα κενά
της νόμιμης και επίσημης δράσης των συζύγων και των ερωτευμένων.
Αυτή όμως δεν είχε πάρει μέρος σε τέτοιου είδους παιχνίδια.
Είχε αποχωρήσει στη γωνιά της και σαν λαβωμένο θηρίο παρατηρούσε έκθαμβη
τα απελπισμένα καμώματα των άλλων που νόμιζαν ότι θα δώσουν κάποιο νόημα στη ζωή τους.
Ήταν φυσικό λοιπόν όλοι αυτοί οι καινούριοι υπερδραστήριοι με τα σπορ αυτοκίνητα,
να μην σέβονται την στάση της ζωής της και να την θεωρούν κωμικό πρόσωπο.
Γι' αυτό της έδιναν πάντα τους ρόλους ενός χρήσιμου παρείσακτου που, ενώ νομίζει ότι είναι εκτός παιχνιδιού, γίνεται το γελαστό σκιάχτρο τους και το προς αποφυγήν παράδειγμα.
Αυτή όμως δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν,δεν έδειξε ποτέ την αηδία της για τις νοικοκυρεμένες ψυχές τους.
Πάντα ήταν ντυμένη ευπρεπώς και στις κοινωνικές συναναστροφές νευρική αλλά συνεπέστατη.
Το μόνο σημάδι που φανέρωνε την βαθιά της αντίθεση ήταν το κόκκινο πακέτο των τσιγάρων της.
Μέσα στις συναναστροφές έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τους ομοίους της.
Οι καιροί ήταν και είναι σκληροίκαι κανείς δεν έδειχνε και δεν δείχνει αυτό που πραγματικά πιστεύει και σκέφτεται.
Προς το τέλος της ζωής της άνθρωποι σοφοί εκτιμήσανε τη λύπη και το παράπονό της.
Τράβηξαν την μάσκα του θηλυκού παλιάτσου από το πρόσωπό της και άφησαν να ηχήσει μέσα στην έρημη χώρα σπαραχτικά η τραγική δύναμη του ταλέντου της.
Μόλις που κάτι πρόλαβε να παίξει με το αληθινό της πρόσωπο, μόλις που κάτι πρόλαβε να διαβάσει στο ραδιόφωνο με την αληθινή της φωνή, όμως κι αυτά τα λίγα, τα ελάχιστα, στάθηκαν υπεραρκετά για να αιχμαλωτίσουν την μνήμη μας μια για πάντα.
Ύστερα από λίγο, όπως συνήθως συμβαίνει σ' αυτόν τον άχαρο τόπο, ένα πρωί την βρήκαν νεκρή καθισμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, πεσμένη με το μισό της σώμα πάνω στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, να 'χει το χέρι της τεντωμένο για να πιάσει τα κόκκινα τσιγάρα της που το απόγευμα τα είχε ακουμπήσει στην άλλη άκρη.
Γιώργος Μανιώτης
Σαν σήμερα, το 1985, έφυγε
από τη ζωή η Σαπφώ Νοταρά.
........................................................................
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
''Sante 15 συγγραφείς
και ένα μυθικό τσιγάρο''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.