# #

10 Νοε 2011

«Αναμνήσεις από τα μπουρδέλα της δεκαετίας του ’50».



Οταν το σώμα γερνάει, η μνήμη ξυπνάει ανέξοδα. Η δεκαετία του ’50, που όπως φαίνεται ξαναγυρνάμε εκεί, είναι το πεδίο όπου ακούγεται η φωνή «Μνήμη θυμήσου και αφηγήσου». Ενα ολίγων σελίδων βιβλίο, με τον παιχνιδιάρικο τίτλο «Μπουρδελολογίες» και με διπλούς υπότιτλους.
Πού είναι  η ερημιά; Μέσα ή έξω από τα «σπίτια»; Πάντως,  ο σκύλος την επιτείνει
Πού είναι η ερημιά; Μέσα ή έξω από τα «σπίτια»; Πάντως, ο σκύλος την επιτείνει Του εξωφύλλου: «Αναμνήσεις από τα μπουρδέλα της δεκαετίας του ’50». Και της πέμπτης σελίδας: «Ηδυπαθήματα. Ιστορικά ενθυμήματα και νεανικά παραπατήματα».

Συγγραφέας του, ένας σύγχρονος σατιρικός, αγκαλιασμένος με το παρελθόν του, ο οποίος «βρίσκεται ήδη στα τρίτα -ήντα της ηλικίας του», όπως προτιμά να μιλάει για την ηλικία του, ο Γιώργος Α. Κουρμούσης.

 Ενας καθωσπρέπει κύριος, χωρίς τίποτα επάνω του το δαιμονικόν και το ανήθικον. Μόνον ολίγον κερδοσκόπος της χαμένης μπουρδελότσαρκας των φοιτητικών του χρόνων, όταν ακόμη τα μπουρδέλα ήταν η κομμουνιστική διεθνής των πορνών στην...
πράξη, όταν, δηλαδή, λειτουργούσαν με όρους κοινοβίου.
Φτώχεια
Ας φωτίσουμε τη δεκαετία. Ολα είναι φτωχά, όλοι είναι φτωχοί. Ασκοπες βόλτες στους αθηναϊκούς δρόμους, χαζολογήματα στις βιτρίνες των μαγαζιών, χασίματα σε σινέ φωτογραφίες «σήμερον» και «προσεχώς». Καφενεία: της οδού Σόλωνος από το ύψος της Νομικής ώς την πλατεία Κάνιγγος. Φωκίωνος Νέγρη σε κάτοψη, όπου ξεχώριζαν τα τραπεζάκια του Λαμέρα. Γωνία Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους: ο πρώτος όροφος του μπιλιαρδάδικου του Μαυροκέφαλου, με τις επιγραφές: «Απαγορεύονται τα κάθετα χτυπήματα», «Μη βλασφημείτε τα θεία», «Μη πτύετε επί του δαπέδου». Αλλά και τα ζαχαροπλαστεία «Πικαντίλλυ», «Ρωσσικόν» του Γιάκοβλεφ, η ομονοιακή «Χορτοφαγία-Γαλακτοτροφία».
Πιο ψηλά, προς την οδό Σταδίου, που πάντα ανηφόριζε και ανηφορίζει ακόμη από διαδηλωτές, το πατάρι του Λουμίδη, με άπαντας τους πολιτικούς, τους λογοτέχνας και τους δημοσιογράφους. Το θρυλικό και θρυλώδες «Ζόναρς» και το διπλανό αδελφάκι του, σύμμαχο κι αυτό της συνεύρεσης, με πρωτοστατούντας τους Χατζιδάκι, Γκάτσο, Ελύτη -τότε ήταν όλοι τους νέοι, πολύ νέοι. Ο Μπάμπης του κολωνακιώτικου «Βυζαντίου», το γκαρσόν που επινοούσε νέα ονόματα σε ποτά και αναψυκτικά, για να μπουν στην κατηγορία του ευπώλητου. Είδατε, η φαντασία δεν είναι μόνον ίδιον των καλλιτεχνών.
Η αδρεναλίνη δεν είχε τις ταχύτητες της τεχνολογίας των υπολογιστών, γιατί, όταν επιστρέφουμε στην Αθήνα του ’50, πρέπει να σκεφτόμαστε μία μεταπολεμική πόλη, με τα σημάδια ακόμη του πολέμου και του εμφυλίου αναγνωρίσιμα. Από αυτά τα αθηναϊκά συμφραζόμενα, βγαίνει ο Γιώργος Α. Κουρμούσης και οι «Μπουρδελολογίες» του. Ανθρωπος της γεμάτης ζωής και της σπάταλης διασκέδασης, σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, μετά επισκέφτηκε εβδομήντα οκτώ ξένες χώρες και ογδόντα δύο ελληνικά νησιά.
Τα μπουρδέλα ανήκουν στην κατηγορία των κοινόβιων, που καταργήθηκαν με νόμο του κράτους, στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στα «σπίτια» αυτά, συνήθως ισόγεια ή διώροφα, δούλευαν πέντε με έξι πουτάνες, οι οποίες παρακολουθούνταν από την αστυνομία ηθών, την αστιατρική υπηρεσία και την εφορία. Αποτελούσαν μία παρακμιακή βερσιόν των σαλονιών-μπουρδέλων της μπελ επόκ, στις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη στις οδούς Αβέρωφ, Ακομινάτου, Βερανζέρου, Ουγκώ, Ζήνωνος, Ηπείρου, Κουμουνδούρου, Μενάνδρου, Μυλλέρου, Σατωβριάνδου, Σωκράτους, Φαβιέρου.
Η αίθουσα αναμονής ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με καρέκλες γύρω γύρω. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με παλιοκαιρινή και συνήθως ξεφτισμένη ταπετσαρία. Δεν έλειπαν οι αναπαραγωγές από κλασικά έργα: της Γενοβέφας, της Ωραίας του Πέραν, της Πεντάμορφης και του Τέρατος, της Γκόλφως. Μύριζε πατσουλί, τσιγαρίλα, σκορδαλιά. Το χειμώνα, έκαιγε ένα μαγκάλι με πυρήνα ελιάς. Οι πελάτες που σύχναζαν, ήταν άνδρες των σωμάτων ασφαλείας, εργάτες του μόχθου, υπάλληλοι, αγρότες, συνταξιούχοι, φοιτητές, ξεσκολισμένοι μαθητές… Αναλόγως της εμφάνισης, της ψυχολογικής κατάστασης, της ηλικίας και των βίτσιων του καθενός, είχαν δημιουργηθεί οι τύποι: ο βαρύμαγκας, ο ντροπαλός, ο πρωτάρης, ο ανώμαλος, ο φαντάρος.
«Μπουρδέλο το κάναμε!»
Ο εσωτερικός κανονισμός των μπουρδέλων δεν υπάκουε στη φράση-καραμέλα «Μπουρδέλο το κάναμε!». Υπήρχε κάθετη διοίκηση, αν και κοινόβιο: η διευθύντρια, κοινώς ματρόνα, και η επιστάτις, κοινώς τσατσά. Η δεύτερη ήταν συνήθως ηλικιωμένη πουτάνα, που είχε κάνει τα χιλιόμετρά της. Φρόντιζε για την καθαριότητα, σωφρόνιζε τους ατάκτους επαγγελματίας, μάζευε τις μάρκες και αυτές τις μάρκες τις εξαργύρωναν, μετά το πέρας της βάρδιας, τα κορίτσια. Ο νταβατζής ερχόταν αργά και διακριτικά, όταν η πόλη της εργασίας κοιμόταν. Εκοβε κίνηση, έπαιρνε το κορίτσι του και βεβαίως το χρήμα που του αναλογούσε.
Να περάσουμε και στα ενδότερα, στο «βωμό της θυσίας», όπως χαρακτηριζόταν συνθηματικά; Κρεβάτι, σκληρό και ανθεκτικό, στρωσίδια που άλλαζαν πριν από κάθε πελάτη. Στους τοίχους ρεπροντιξιόν «ροζ» αισθητικής, κρεμάστρα για τα ρούχα, κομοδίνο με μία γλάστρα, όπου «φύονταν» ψεύτικα λουλούδια, ένα σταχτοδοχείο, ένα αμπαζούρ που χαμήλωνε το φως. Οι πιο ψαγμένες πουτάνες είχαν σ’ ένα ραφάκι και ορισμένα βιβλία, όπως «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι», «Η κόκκινη κουρτίνα», «Πριν προφτάσει ν’ ανθίσει», «Το κάστρο», «Τα άνθη του κακού», «Το μαρτύριο του Αγίου Χριστοφόρου».
Βέβαια, η πράξη είχε, κατά τη διάρκειά της και μετά από αυτήν, τα απαραίτητα σύνεργα. Το προφυλακτικό, η χρήση του οποίου ήταν προαιρετική… Οι γνωστές μάρκες εκείνης της εποχής άκουγαν στο όνομα «Μπεμπέκα», «Αλεπουδίτσα», «Σίλβερ Τέξας», «Οκέυ», «Σκουφίτσα». Το χαρτί τουαλέτας πανάκριβο, γι’ αυτό αντ’ αυτού χρησιμοποιούνταν κυρίως χαρτί εφημερίδας. Το κλύσμα, το λεγόμενο πουάρ ή «αχλάδι», διά καθαρισμόν. Απολυμαντικό, αντισηπτικό, αποστειρωτικό το περμαγκανάτ, με το καφετί και αποκρουστικό χρώμα του. Τέλος, οι πεοκουλούρες, σε περίπτωση που το πέος ήταν μεγάλο, προλάμβαναν τραυματισμούς του κόλπου. Τα αφροδίσια έπαιρναν και έδιναν: σύφιλη, βλεννόρροια, κονδυλώματα, λευκόρροια, σαπρόφυτα, αιδοιόφθειρες.
Η περίπτωση του Γιώργου Α. Κουρμούση ανήκε στην κατηγορία «Καλώς τα πουλάκια μας» ή «Καλώς τους τακτικούς», γιατί σπάνια, λόγω αψιλίας, προχωρούσε στην πράξη: «Σπανίως μας έδιωχναν αμέσως, εκτός αν κάναμε φασαρία, γιατί ήθελαν το μαγαζί να δείχνει κάποιο μπούγιο». *
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, Φωτ.: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.