Ο Αυγουστής ήταν γύρω στα 45 σε χρόνια και στα 100 σε κιλά. Ξανθός με μεσαίο ύψος έτσι ώστε τα κιλά του σε συνδυασμό με το ύψος του, τον έκαναν να φαίνεται χοντρός. Το σκαρί του δεν ήταν δα και τυπικό δείγμα κρητικού. Άσε που ούτε καν μουστάκι δεν είχε, και είχε και φακίδες στο πρόσωπο. Έμενε πια στα Χανιά αλλά καταγόταν από ένα ορεινό χωριό στη μέση του νομού..
Όσοι τον ρωτούσαν με τι ασχολείται, έπαιρναν την τυπική του απάντηση:
” Γαμησέ τα φίλε, ασφάλειες πουλάω και στις μέρες μας κανείς δεν θέλει τις γαμημένες τις ασφάλειες. Νομίζουν οι άνθρωποι ότι θα είναι πάντα καλά και θα ζήσουνε αιώνια”.
Εκείνο το απόγευμα του Μαρτίου, ψυχοσάββατο ήταν, είχε ανέβει με το αυτοκίνητό του στο χωριό.Ανέβηκε για να συνεννοηθεί με το γαμπρό του για μια περίφραξη στο πατρικό του, αλλά...
μέρα που ήταν σκέφτηκε να πάει ν’ ανάψει ένα κερί και στον τάφο των γονιών του. Πέρασε λοιπόν με το αμάξι του το παλιό στενό γεφυράκι και πάρκαρε έξω ακριβώς από τον παλιό μαντρότοιχο του νεκροταφείου του Αη Μάμα.
Ο Αυγουστής δε χρώσταγε καλή κουβέντα για τους ανθρώπους γύρω του. Βέβαια και οι περισσότεροι δεν γούσταραν, έτσι πικρόχολος όπως ήταν, να τον κάνουν παρέα. Κάποτε κάποιος δάσκαλός του στο γυμνάσιο του είχε πει ότι η παχυσαρκία (από τότε ήταν χοντρούλης), είναι μια ασυνείδητη προσπάθεια του ανθρώπου να στήσει φράχτη γύρω του που να κρατάει σε απόσταση τους άλλους.
Μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι γι αυτόν χωρίζονταν απλοϊκά σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που τα έδιναν και αυτούς που τα έπαιρναν. Κι αυτός συγχιζόταν γιατί ήθελε μεν ν’ ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, αλλά αυτή η γαμημένη η τύχη του δεν του έκανε τη χάρη, όπως έλεγε.
Μπορεί όμως τον Αυγουστή να μην τον πολυενδιέφεραν οι ζωντανοί, αλλά είχε πάντα ένα ενδιαφέρον και μια τρυφερότητα για τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι δεν ανήκαν σε κατηγορίες. Κλεισμένοι μέσα στα μνήματά τους, του φαίνονταν ακίνδυνοι μιας και οι καιροί που μπορούσαν να προκαλούν θλίψεις είχαν πια περάσει γι αυτούς.
Όταν περνούσε την πόρτα του νεκροταφείου, ένιωθε μια περίεργη μελαγχολική αγαλλίαση καθώς ήταν κυκλωμένος παντού από τον θάνατο. Μαρμάρινοι σταυροί, ονόματα, ολιγόλογα χαράγματα στους τάφους και φωτογραφίες των θαμμένων, τον έκαναν να πλάθει ιστορίες για τη ζωή αυτών που τώρα βρίσκονταν κάτω από τα μάρμαρα και να αναρωτιέται πώς να ήταν άραγε οι τελευταίες τους στιγμές και τι ένιωθαν καθώς περνούσαν το κατώφλι της ζωής.

Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, ο παπα Μανόλης, εφημέριος του νεκροταφείου, μόλις είχε τελειώσει και τις τελευταίες ευχές που είχε διαβάσει σε όσα μνήματα τον είχαν καλέσει και μπήκε στο μικρό ναό να βγάλει το πετραχήλι και να φύγει στη συνέχεια για το χωριό. Οι γυναίκες που είχαν πάει στα μνήματα των δικών τους να τα καθαρίσουν και να ανάψουν τα καντήλια, έβαλαν σε σακουλάκια τα  διαβασμένα κόλυβα και αποχωρούσαν σιγά-σιγά γιατί σε λίγο η νύχτα θα ερχόταν και στο οροπέδιο του χωριού.
Ο Αυγουστής αφού πρώτα πέρασε από το μνήμα των δικών του ανθρώπων, στη συνέχεια  άρχισε για πολλοστή φορά ένα ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα στενά διαδρομάκια, ανταλλάσσοντας άκεφα μερικές καλησπέρες με τις γυναίκες που αποχωρούσαν με τις ματιές στο χώμα και αμίλητες.
Ρηνιώ Σταυρ…., ετών 77, αγαπημένη μάνα και γιαγιά.
Αντωνία Καρπ…. Έφυγε από κοντά μας στα 56, δασκάλα
Αμέσως μετά παρατήρησε μια νεοφερμένη.
Γιαννούλα Μαρ….ετών 37…θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας.
Κάτι σα να τον τσίμπησε. Δεν είχε μάθει για το θάνατο της Γιαννούλας. Η Γιαννούλα ήταν μια γειτονοπούλα του, έμενε δυο δρόμους πιο πάνω, και πάντα αποτελούσε για τον Αυγουστή ένα ανομολόγητο πόθο. Πόσες φορές δεν είχε αισθανθεί στο γυμνάσιο την επιθυμία να την πλησιάσει και να της μιλήσει. Πάντα την έπνιγε όμως με τη σκέψη: ” Δε γαμιέται. Τι τύχη να έχω τώρα εγώ με δαύτηνε;”
Είχε μάθει ότι η Γιαννούλα είχε νοσηλευτεί στο Ηράκλειο για κάτι γυναικολογικά, αλλά κανείς δεν του είχε πει ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
Τι έκπληξη όμως ήταν κι αυτή δυο μνήματα παρακάτω.
Ευτύχης Διακ….ετών 61, και στο μάρμαρο το δίστιχο:
Τον Χάρο ταπεινώνουνε οι άντρες σα θα σβήσουν
γιατί στα μάτια τον κοιτούν, τα βλέφαρα πριν κλείσουν.
Ο Ευτύχης, ήταν ένα θεριό μέχρι εκεί πάνω. Λαουτιέρης καλός αλλά και μαντιναδολόγος. Αλλά πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος που ο Αυγουστής εκτιμούσε πολύ. Στην πραγματικότητα ο Ευτύχης ήταν ανοιχτόκαρδος και κοινωνικός και γλεντοκόπος. Το αντίθετο του Αυγουστή και ίσως γι αυτό ο Αυγουστής να τον θαύμαζε. Γιατί συγκέντρωνε όσα χαρακτηριστικά δεν είχε αυτός.
Κι από τι να πέθανε άραγε; Το δεκαπενταύγουστο που τον είδε στο πανηγύρι φαινόταν μια χαρά. Και για να τούχουν γράψει τέτοιο επιτύμβιο, πάει να πει ότι αντιμετώπισε παλικαρίσια το θάνατο.
Με τούτες τις σκέψεις ο Αυγουστής στο ξανθό του κεφάλι, σήκωσε τα μάτια για να προλάβει μόλις να δει ένα περιστέρι που ξετρύπωσε βιαστικά από το γειτονικό κυπαρίσι με ένα γουργούρισμα και πέταξε μακριά. Και αμέσως και δεύτερο και τρίτο που έκαναν το ίδιο.
”Μπα σε καλό τους, σα να θέλουν να μου πουν κάτι”, σκέφτηκε.
”Αλλά τι να μου πουν τα  γαμημένα κωλοπερίστερα, για τον Ευτύχη;”
Λες και είχε δοθεί όμως ένα αόρατο και ανήκουστο σύνθημα, δεκάδες περιστέρια πέταξαν μακριά από το χώρο του νεκροταφείου με δυνατό κουκούρισμα.
Τότε ο Αυγουστής είδε και κατάλαβε γιατί πετάρισαν τα περιστέρια φοβισμένα.
Από τη μια άκρη του μικρού διαδρόμου που βρισκόταν, ερχόταν προς το μέρος του μια φιγούρα.
Ήταν γυναικεία, ντυμένη με ένα άσπρο μακρύ φόρεμα. Το πρόσωπο ήταν θολό παρόλο που η απόσταση δεν ήταν πάνω από τρία μέτρα. Όμως το χαμόγελο που ήταν κρεμασμένο σ’ αυτό το πρόσωπο δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν της Γιαννούλας.
Ναι, του χαμογελούσε και του έγνεφε με κείνα τα οστέινα χέρια των πεθαμένων. Τα δικά της χέρια  ήταν καλυμμένα με μανίκια από διαφανή άσπρη οργάντζα  που άφηνε να φανούν τα οστέινα χέρια της. Τα μαλλιά της όμως είχαν μακρύνει κάπως κατά πως συμβαίνει στους πεθαμένους και κυμάτιζαν γύρω από το θολό πρόσωπο και του φαίνονταν σαν φιδάκια που σάλευαν.
Η Γιαννούλα τον καλούσε, όπως φαντασιωνόταν πάντα ο Αυγουστής ότι θα συνέβαινε μια μέρα. Αλλά τον καλούσε μόνο τώρα που ήταν πεθαμένη.
Ένα κρύο ποτάμι κύλησε στην πλάτη του και μπήκε μέσα στα εσώρουχά του. Η χοντρή κοιλίτσα του ρίγησε κάνα δυο φορές από φόβο. Μα δεν ήταν καθαρός φόβος. Ήταν φόβος ανακατεμένος με πόθο.
Έκανε για πρώτη φορά στη ζωή του ένα βήμα θαρραλέο προς τη Γιαννούλα, άπλωσε το χέρι του και την ακούμπησε στο στήθος. Το στήθος εκείνο που πάντα ήθελε ν’ ακουμπήσει και να χαϊδέψει. Όμως αμέσως το τράβηξε. Δεν ήταν γυναικεία χυμώδης σάρκα αυτό που ακούμπησε. Ήταν σκελετός σκληρός και κρύος.
Το πλάσμα που το ταυτοποιούσε στο μυαλό του σαν Γιαννούλα, έκανε μια κίνηση να του συγκρατήσει το χέρι.
Έκανε ο Αυγουστής να φωνάξει αλλά δεν υπήρχε πια φωνή στο λαρύγγι του. Μόνο ψέλλισε η σκέφτηκε ότι ψέλλισε: ”Γιατί τώρα Γιαννούλα; Γιατί τώρα το γαμημένο κάλεσμα;”
Είχε πάρει το μάτι του ότι ο παπα Μανόλης έκλεινε την πόρτα του ναού για να φύγει. Αν μπορούσε να κατευθυνθεί προς την άλλη μεριά του διαδρόμου που βρισκόταν ο ναός και να πάει κοντά στον παπα Μανόλη, ίσως τούτη η εφιαλτική αλλά και ποθητή Γιαννούλα να διαλυόταν από την παρουσία του ιερωμένου. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι ποθαμένοι με τους ποθαμένους. Και τότε ο Αυγουστής έκανε να οπισθοχωρήσει τρικλίζοντας, χωρίς ωστόσο να αποστρέφει το πρόσωπό του από την οπτασία της Γιαννούλας.
Στο τρίτο βήμα που έκανε, αισθάνθηκε κάτι να τον ακουμπάει στον ώμο. Γύρισε το κεφάλι του και τα μάτια του γούρλωσαν ενώ τραβήχτηκε κάθε σταγόνα αίματος από το πρόσωπό του.
Τον ακουμπούσε στον ώμο, το χέρι του Ευτύχη. Ο Ευτύχης δεν είχε λιώσει καθόλου. Φορούσε το μαύρο του πουκάμισο, την βράκα του και τα μαύρα του στιβάνια. Στο κεφάλι του το κροσσωτό μαύρο μαντήλι. Δεν είχε τίποτα το απειλητικό τούτος ο Ευτύχης. Μάλλον σα να ήθελε να του πει κάτι σα συμβουλή. Σα να ήθελε και να τον ρωτήσει κάτι. Όμως ο Αυγουστής δεν ήταν σε θέση να το παρατηρήσει αυτό.
Αν και του άρεσε να περπατάει στο νεκροταφείο, στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ συμφιλιωθεί αληθινά με το θάνατο. Δεν  είχε προετοιμάσει ποτέ τον εαυτό του να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους νεκρούς.
Το μόνο που μπόρεσε να παρατηρήσει πάνω στον Ευτύχη ήταν το μεγάλο μονόπετρο δαχτυλίδι που φορούσε.
Για μια ακόμα φορά ξύπνησε μέσα του η διάκριση των ανθρώπων σ’ αυτούς που τα δίνουν και σ’ αυτούς που τα παίρνουν.
” Δώστο το γαμημένο σου το δαχτυλίδι ρε Ευτύχη. Αυτά είναι για τους ζωντανούς” και έκανε μια κίνηση να του το τραβήξει από το δάχτυλο.
Ο Ευτύχης ούτε που αγρίεψε, ούτε που σάλεψε από τη θέση του. Σήκωσε μοναχά τη χέρα του και του άρπαξε τον καρπό του δικού του χεριού. Να τον κρατήσει λίγο μαζί του ήθελε. Να κουβεντιάσουνε για τους συχωριανούς τους και να μάθει νέα τους ήθελε.
Ο Αυγουστής προσπάθησε να αποτραβηχτεί αλλά αδύνατο. Το χέρι του λες και είχε θηκιάσει μέσα στα δάχτυλα του ανθρώπου που κάποτε έκαναν το λαγούτο να γλυκολαλεί. Τα γόνατα του Αυγουστή κόπηκαν καθώς το παραπανίσιο βάρος του λες και τον είχε φυτέψει στο χαλικοστρωμένο διαδρομάκι.
Από μακριά άκουσε τη σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου να χτυπάει καθώς ο παπα Μανόλης μην έχοντας πάρει μυρουδιά τι συνέβαινε μερικά μέτρα μακρύτερα, έβγαινε τώρα και έφευγε βάζοντας μάλιστα και το σύρτη. Η καρδιά του Αυγουστή χτύπαγε μ’ ένα τρελλό ρυθμό μέσα στο στήθος του. Ζύγωνε τώρα και η η μορφή της Γιαννούλας από την άλλη μεριά. Ένα τελευταίο τακ τακ τακ, μια ανάμνηση όλης του της ζωής μέσα σε τρια δευτερόλεπτα, και πάει…. αυτό ήταν.
Βρήκαν την άλλη μέρα το πρωί τον Αυγουστή να κείτεται άψυχος κατά γης μ’ έναν υπέρτατο τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά ένα  μονόπετρο δαχτυλίδι που κανείς δεν ήξερε πως βρέθηκε εκεί.
Την ιστορία του Αυγουστή εκείνο το απόβραδο του ψυχοσάββατου, την διηγήθηκε η νυχτερινή αύρα που κατέβαινε από τις Μαδάρες και τα είδε όλα, στα λιόδεντρα του οροπέδιου, κι απ’ τα λιόδεντρα την άκουσα κι εγώ ένα σούρουπο του Αυγούστου που είχα πάρει το δρόμο για τον Άη Μάμα, ένα χρόνο ύστερα.