Ο σύνδεσμος “όταν” εμπεριέχει το χρονικό “ότε” και το υποθετικό “αν”. Άρα είναι χρονικός και υποθετικός, μια διάσταση λησμονημένη στη νέα ελληνική αλλά απολύτως κρίσιμη για το κείμενο που ακολουθεί.
Εδώ και τρία χρόνια, από το πρώτο μνημόνιο ακόμα, οι ελληνικές κυβερνήσεις κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να κερδίσουν χρόνο οι πιστωτές μας εις βάρος της χώρας.
Εδώ και τρία χρόνια, από το πρώτο μνημόνιο ακόμα, οι ελληνικές κυβερνήσεις κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να κερδίσουν χρόνο οι πιστωτές μας εις βάρος της χώρας.
Κλωτσούν παρακάτω το σενάριο κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας που θα εκδηλωθεί μάλλον ως μια οξύτατη κρίση ρευστότητας προς το εσωτερικό και το εξωτερικό. Έτσι οι ξένοι πιστωτές- επίσημος και ιδιωτικός τομέας- επιτυγχάνουν αφενός να οχυρωθούν απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, αφετέρου, μαζί με το ντόπιο κατεστημένο, να υφαρπάξουν στις χαμηλότερες δυνατές τιμές το δημόσιο πλούτο, έχοντας ως προίκα και ένα πάμφθηνο εργατικό δυναμικό με έναν άφθονο εφεδρικό στρατό.
Το πρώτο μνημόνιο αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο αυτής της κομμένης και ραμμένης στα μέτρα των πιστωτών μας πολιτικής. Ακολουθήθηκε από το μεσοπρόθεσμο, το μνημόνιο ΙΙ και το PSI, που ακύρωσε και έστρεψε εναντίον της ελληνικής οικονομίας την... αναγκαία, από χρόνια πριν, αναδιάρθρωση χρέους.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η συμφωνία της συνόδου κορυφής του περυσινού Οκτωβρίου, που κλήθηκε να υλοποιήσει η κυβέρνηση Παπαδήμου και τώρα η κυβέρνηση Σαμαρά προέβλεπε κάτι πολύ σαφές: οι Ευρωπαίοι εταίροι- θεωρώντας ότι έχουν οχυρωθεί επαρκώς απέναντι στον “ελληνικό κίνδυνο”- ανέλαβαν να καλύψουν τις εξωτερικές υποχρεώσεις της χώρας και να απεμπλακούν από την παροχή χρημάτων για τις εσωτερικές της ανάγκες, με ανταλλάγματα για τους ίδιους, την προνομιακή πρόσβασή τους στα όποια πρωτογενή μας πλεονάσματα, όποτε αυτά επιτευχθούν και φυσικά τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου.
Επισείοντας την πλήρη υλοποίηση αυτής της συμφωνίας, δηλαδή τη μη απόδοση ούτε ευρώ για τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας, το ευρωπαϊκό και εγχώριο οικονομικό- πολιτικό κατεστημένο εκβιάζει ξανά τον ελληνικό λαό και τους βουλευτές της συμπολίτευσης ώστε να περάσει το νέο πακέτο μέτρων περαιτέρω φτωχοποίησης διά της εσωτερικής υποτίμησης και το ξεπούλημα όλων των εν δυνάμει δημοσίων αναπτυξιακών εργαλείων.
Η αποδοχή του νέου εκβιασμού ωστόσο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο σενάριο που αποτελεί το εργαλείο του εκβιασμού: στη ραγδαία επιδείνωση αρχικά και κατάρρευση, αργότερα, της χώρας. Η λήψη και των νέων μέτρων θα οδηγήσει σε δύο βασικούς άξονες αποτελεσμάτων: στο πολιτικό επίπεδο ο ελληνικός λαός θα κατηγοριοποιηθεί οριστικά ως μη πρεσβεύων συστημική πολιτική “απειλή”. Κάθε νέα επιτυχία της στρατηγικής του σοκ, του φόβου και της ενοχοποίησης του λαού αποδυναμώνει ακόμα και για το μέλλον, τη διαπραγματευτική θέση της χώρας και ενισχύει τη συγκυβέρνηση της μνημονιακής παλινόρθωσης. Εμπεδώνει τους πολιτικούς σχεδιασμούς του κατεστημένου και το αίσθημα ασφάλειάς του.
Στο οικονομικό επίπεδο, θα επιβεβαιώσει και θα επιδεινώσει την αποτυχία του οικονομικού προγράμματος σε ό,τι αφορά τους ρητούς και διακεκηρυγμένους στόχους του - δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς- μεταφέροντας το βάρος της “ενοχής” για την αποτυχία στο λαό και σε ένα αναλώσιμο τμήμα της εγχώριας πολιτικής ελίτ.
Οι δύο παραπάνω άξονες αποτελεσμάτων πιθανότατα θα αποτελέσουν τις βάσεις για το σενάριο ραγδαίας επιδείνωσης αρχικά και κατάρρευσης αργότερα: σε αυτό το σενάριο, οι “απηυδισμένοι” Ευρωπαίοι από τις διαρκείς “ελληνικές αποτυχίες”, θα κάνουν το μοιραίοόπως θα αποδειχθεί και για τους ίδιους, λάθος και θα “αποσυρθούν” από τις εσωτερικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να προκληθεί μια μεγάλη κρίση εσωτερικής ρευστότητας. Η επιδείνωση αυτή μάλλον δε θα λάβει το χαρακτήρα μιας στάσης πληρωμών προς τα έξω αλλά μιας εξαιρετικά εκτεταμένης εσωτερικής στάσης πληρωμών που θα φτάσει έως του επιπέδου αδυναμίας λειτουργίας βασικών κρατικών υποδομών, συμπεριλαμβάνοντας ίσως και τμήματα του εγχωρίου τραπεζικού τομέα. Οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι επίσης ραγδαίες.
Ένα μεγάλο τμήμα του λαού αντιμετωπίζοντας την άμεση, δραματική έλλειψη ρευστότητας και τη μη λειτουργία πολύ κρισίμων κρατικών υποδομών μπορεί σε εκείνη τη φάση να μεταστραφεί και από τη στήριξη στο ευρώ να απαιτήσει εθνικό νόμισμα. Η όποια τότε ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει: θα μείνουμε με κάθε κόστος, ακόμα και αυτό ενός επιδεινουμένου φαύλου κύκλου στο ευρώ ή θα κάνουμε το άλμα εκτός, προς το εθνικό νόμισμα;
Είναι το παραπάνω, το πιθανότερο σενάριο; η “λογική” λέει όχι. Το ευρώ ήδη τείνει προς την αποσύνθεση. Η κρίση από τη στιγμή που θα σαρώσει τα τελευταία αδύναμα, ισπανικά φράγματα θα σκάσει ορμητικά στην πόρτα της Γαλλίας περνώντας από την Ιταλία και κατόπιν θα χτυπήσει τη Γερμανία. Από αυτή τη σκοπιά, η προώθηση από τον ξένο παράγοντα του σεναρίου της ελληνικής κατάρρευσης απλά θα επιβεβαιώσει τους φόβους ή “φόβους” για την επισημοποίηση της εκκίνησης αποσύνθεσης του ευρώ. Άρα με κάθε τρόπο η επιδείνωση της κρίσης στην Ελλάδα θα πρέπει να εμποδιστεί και από μια τιμωρητική πολιτική θα πρέπει να επανέλθουμε τουλάχιστον στη συζήτηση με βάση την πραγματικότητα της μνημονιακής αποτυχίας να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ηγεσίες πολύ ικανότερες από τις σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες έσυραν τους λαούς της ηπείρου και του κόσμου σε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές, που κάθε “λογική” ανάλυση απέκλειε. Επιπλέον, το παρόν ευρωπαϊκό κατεστημένο κάθε άλλο παρά ικανό ή πρόθυμο αποδείχθηκε να περιορίσει έστω την κρίση.
Σήμερα λοιπόν υπάρχουν δυο βασικές αναγκαιότητες: η μια είναι να δώσουν ο λαός και η αριστερά μάχη για να αποτύχει η κυβέρνηση. Τυχόν κυβερνητική επιτυχία θα ενισχύσει περαιτέρω την οχύρωση και την κερδοσκοπία τμήματος των πιστωτών μας εις βάρος του λαού. Τα μέτρα δεν πρέπει να περάσουν. Πρέπει να συγκροτήσουμε άμεσα ένα μεγάλο, ενιαίο και πολύπλευρο αγωνιστικό μέτωπο ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Εκεί πρέπει να δώσει -και- η αριστερά την προσοχή της αντί σε εσωστρεφείς διαδικασίες.
Η δεύτερη αναγκαιότητα είναι η ετοιμασία κυβερνητικού προγράμματος που, αν ήθελε υλοποιηθεί το σενάριο της ραγδαίας επιδείνωσης, θα αποτρέψει την κατάρρευση και θα θέσει τις βάσεις ανασυγκρότησης της χώρας. Δηλαδή ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα αριστερών, σοσιαλιστών και ορισμένων εν γένει προοδευτικών δυνάμεων, που θα στοχεύει να σταθεροποιήσει άμεσα την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση, να αποκαταστήσει βασικές κρατικές λειτουργίες και να υλοποιήσει ένα σχέδιο βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, μέσα από δημοκρατικό σχεδιασμό και χρήση όλων των δημοσίων και ιδιωτικών αναπτυξιακών εργαλείων.
Επιπλέον όμως, η επέλευση του πιο πάνω σεναρίου επιδείνωσης θα απαιτήσει τη λήψη της κρίσιμης στρατηγικής απόφασης σχετικά με το νόμισμα της χώρας. Τότε θα μετρηθεί η ωριμότητα των πολιτικών δυνάμεων στην πράξη, η αποφασιστικότητα του λαού και θα αποδειχθεί η αξία της θέσης ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ. Το ευρώ τότε, όχι μόνο δε θα είναι φετίχ αλλά ίσως θα είναι και ανεπιθύμητο από μεγάλες λαϊκές μάζες, όπως βεβαίως και από ένα τμήμα του εγχωρίου παρασιτισμού. Από αυτό το τμήμα δηλαδή που θα έχει βρεθεί σε τέτοια θέση ισχύος, χάρη ακριβώς στις μνημονιακές πολιτικές διασφάλισης- υποτίθεται- της παραμονής μας στο ευρώ, ώστε να μπορεί να κερδοσκοπήσει περαιτέρω, χάρη στη μετάβαση από το ένα νόμισμα στο άλλο. Εκεί είναι που θα αποδειχθεί ότι το δεξιό και αριστερό, το υπεύθυνο και το ανεύθυνο δεν ταυτίζονται με το δίλημμα ευρώ ή δραχμή αλλά με το ερώτημα με ποια πολιτική εντός ευρώ και με ποια εκτός ευρώ.
Τότε είναι που η αριστερά, θα κριθεί, διότι πολύ πιθανά θα κληθεί να κυβερνήσει, μέσα σε περιβάλλον γενικευμένης κρίσης και οξύτατης έντασης. Για αυτά τα καθήκοντα πρέπει να ετοιμαστεί από τώρα, καθώς ίσως να βρίσκονται πολύ πιο κοντά από όσο εικάζουμε.
Το πρώτο μνημόνιο αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο αυτής της κομμένης και ραμμένης στα μέτρα των πιστωτών μας πολιτικής. Ακολουθήθηκε από το μεσοπρόθεσμο, το μνημόνιο ΙΙ και το PSI, που ακύρωσε και έστρεψε εναντίον της ελληνικής οικονομίας την... αναγκαία, από χρόνια πριν, αναδιάρθρωση χρέους.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η συμφωνία της συνόδου κορυφής του περυσινού Οκτωβρίου, που κλήθηκε να υλοποιήσει η κυβέρνηση Παπαδήμου και τώρα η κυβέρνηση Σαμαρά προέβλεπε κάτι πολύ σαφές: οι Ευρωπαίοι εταίροι- θεωρώντας ότι έχουν οχυρωθεί επαρκώς απέναντι στον “ελληνικό κίνδυνο”- ανέλαβαν να καλύψουν τις εξωτερικές υποχρεώσεις της χώρας και να απεμπλακούν από την παροχή χρημάτων για τις εσωτερικές της ανάγκες, με ανταλλάγματα για τους ίδιους, την προνομιακή πρόσβασή τους στα όποια πρωτογενή μας πλεονάσματα, όποτε αυτά επιτευχθούν και φυσικά τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου.
Επισείοντας την πλήρη υλοποίηση αυτής της συμφωνίας, δηλαδή τη μη απόδοση ούτε ευρώ για τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας, το ευρωπαϊκό και εγχώριο οικονομικό- πολιτικό κατεστημένο εκβιάζει ξανά τον ελληνικό λαό και τους βουλευτές της συμπολίτευσης ώστε να περάσει το νέο πακέτο μέτρων περαιτέρω φτωχοποίησης διά της εσωτερικής υποτίμησης και το ξεπούλημα όλων των εν δυνάμει δημοσίων αναπτυξιακών εργαλείων.
Η αποδοχή του νέου εκβιασμού ωστόσο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο σενάριο που αποτελεί το εργαλείο του εκβιασμού: στη ραγδαία επιδείνωση αρχικά και κατάρρευση, αργότερα, της χώρας. Η λήψη και των νέων μέτρων θα οδηγήσει σε δύο βασικούς άξονες αποτελεσμάτων: στο πολιτικό επίπεδο ο ελληνικός λαός θα κατηγοριοποιηθεί οριστικά ως μη πρεσβεύων συστημική πολιτική “απειλή”. Κάθε νέα επιτυχία της στρατηγικής του σοκ, του φόβου και της ενοχοποίησης του λαού αποδυναμώνει ακόμα και για το μέλλον, τη διαπραγματευτική θέση της χώρας και ενισχύει τη συγκυβέρνηση της μνημονιακής παλινόρθωσης. Εμπεδώνει τους πολιτικούς σχεδιασμούς του κατεστημένου και το αίσθημα ασφάλειάς του.
Στο οικονομικό επίπεδο, θα επιβεβαιώσει και θα επιδεινώσει την αποτυχία του οικονομικού προγράμματος σε ό,τι αφορά τους ρητούς και διακεκηρυγμένους στόχους του - δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς- μεταφέροντας το βάρος της “ενοχής” για την αποτυχία στο λαό και σε ένα αναλώσιμο τμήμα της εγχώριας πολιτικής ελίτ.
Οι δύο παραπάνω άξονες αποτελεσμάτων πιθανότατα θα αποτελέσουν τις βάσεις για το σενάριο ραγδαίας επιδείνωσης αρχικά και κατάρρευσης αργότερα: σε αυτό το σενάριο, οι “απηυδισμένοι” Ευρωπαίοι από τις διαρκείς “ελληνικές αποτυχίες”, θα κάνουν το μοιραίοόπως θα αποδειχθεί και για τους ίδιους, λάθος και θα “αποσυρθούν” από τις εσωτερικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να προκληθεί μια μεγάλη κρίση εσωτερικής ρευστότητας. Η επιδείνωση αυτή μάλλον δε θα λάβει το χαρακτήρα μιας στάσης πληρωμών προς τα έξω αλλά μιας εξαιρετικά εκτεταμένης εσωτερικής στάσης πληρωμών που θα φτάσει έως του επιπέδου αδυναμίας λειτουργίας βασικών κρατικών υποδομών, συμπεριλαμβάνοντας ίσως και τμήματα του εγχωρίου τραπεζικού τομέα. Οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι επίσης ραγδαίες.
Ένα μεγάλο τμήμα του λαού αντιμετωπίζοντας την άμεση, δραματική έλλειψη ρευστότητας και τη μη λειτουργία πολύ κρισίμων κρατικών υποδομών μπορεί σε εκείνη τη φάση να μεταστραφεί και από τη στήριξη στο ευρώ να απαιτήσει εθνικό νόμισμα. Η όποια τότε ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει: θα μείνουμε με κάθε κόστος, ακόμα και αυτό ενός επιδεινουμένου φαύλου κύκλου στο ευρώ ή θα κάνουμε το άλμα εκτός, προς το εθνικό νόμισμα;
Είναι το παραπάνω, το πιθανότερο σενάριο; η “λογική” λέει όχι. Το ευρώ ήδη τείνει προς την αποσύνθεση. Η κρίση από τη στιγμή που θα σαρώσει τα τελευταία αδύναμα, ισπανικά φράγματα θα σκάσει ορμητικά στην πόρτα της Γαλλίας περνώντας από την Ιταλία και κατόπιν θα χτυπήσει τη Γερμανία. Από αυτή τη σκοπιά, η προώθηση από τον ξένο παράγοντα του σεναρίου της ελληνικής κατάρρευσης απλά θα επιβεβαιώσει τους φόβους ή “φόβους” για την επισημοποίηση της εκκίνησης αποσύνθεσης του ευρώ. Άρα με κάθε τρόπο η επιδείνωση της κρίσης στην Ελλάδα θα πρέπει να εμποδιστεί και από μια τιμωρητική πολιτική θα πρέπει να επανέλθουμε τουλάχιστον στη συζήτηση με βάση την πραγματικότητα της μνημονιακής αποτυχίας να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ηγεσίες πολύ ικανότερες από τις σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες έσυραν τους λαούς της ηπείρου και του κόσμου σε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές, που κάθε “λογική” ανάλυση απέκλειε. Επιπλέον, το παρόν ευρωπαϊκό κατεστημένο κάθε άλλο παρά ικανό ή πρόθυμο αποδείχθηκε να περιορίσει έστω την κρίση.
Σήμερα λοιπόν υπάρχουν δυο βασικές αναγκαιότητες: η μια είναι να δώσουν ο λαός και η αριστερά μάχη για να αποτύχει η κυβέρνηση. Τυχόν κυβερνητική επιτυχία θα ενισχύσει περαιτέρω την οχύρωση και την κερδοσκοπία τμήματος των πιστωτών μας εις βάρος του λαού. Τα μέτρα δεν πρέπει να περάσουν. Πρέπει να συγκροτήσουμε άμεσα ένα μεγάλο, ενιαίο και πολύπλευρο αγωνιστικό μέτωπο ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Εκεί πρέπει να δώσει -και- η αριστερά την προσοχή της αντί σε εσωστρεφείς διαδικασίες.
Η δεύτερη αναγκαιότητα είναι η ετοιμασία κυβερνητικού προγράμματος που, αν ήθελε υλοποιηθεί το σενάριο της ραγδαίας επιδείνωσης, θα αποτρέψει την κατάρρευση και θα θέσει τις βάσεις ανασυγκρότησης της χώρας. Δηλαδή ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα αριστερών, σοσιαλιστών και ορισμένων εν γένει προοδευτικών δυνάμεων, που θα στοχεύει να σταθεροποιήσει άμεσα την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση, να αποκαταστήσει βασικές κρατικές λειτουργίες και να υλοποιήσει ένα σχέδιο βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, μέσα από δημοκρατικό σχεδιασμό και χρήση όλων των δημοσίων και ιδιωτικών αναπτυξιακών εργαλείων.
Επιπλέον όμως, η επέλευση του πιο πάνω σεναρίου επιδείνωσης θα απαιτήσει τη λήψη της κρίσιμης στρατηγικής απόφασης σχετικά με το νόμισμα της χώρας. Τότε θα μετρηθεί η ωριμότητα των πολιτικών δυνάμεων στην πράξη, η αποφασιστικότητα του λαού και θα αποδειχθεί η αξία της θέσης ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ. Το ευρώ τότε, όχι μόνο δε θα είναι φετίχ αλλά ίσως θα είναι και ανεπιθύμητο από μεγάλες λαϊκές μάζες, όπως βεβαίως και από ένα τμήμα του εγχωρίου παρασιτισμού. Από αυτό το τμήμα δηλαδή που θα έχει βρεθεί σε τέτοια θέση ισχύος, χάρη ακριβώς στις μνημονιακές πολιτικές διασφάλισης- υποτίθεται- της παραμονής μας στο ευρώ, ώστε να μπορεί να κερδοσκοπήσει περαιτέρω, χάρη στη μετάβαση από το ένα νόμισμα στο άλλο. Εκεί είναι που θα αποδειχθεί ότι το δεξιό και αριστερό, το υπεύθυνο και το ανεύθυνο δεν ταυτίζονται με το δίλημμα ευρώ ή δραχμή αλλά με το ερώτημα με ποια πολιτική εντός ευρώ και με ποια εκτός ευρώ.
Τότε είναι που η αριστερά, θα κριθεί, διότι πολύ πιθανά θα κληθεί να κυβερνήσει, μέσα σε περιβάλλον γενικευμένης κρίσης και οξύτατης έντασης. Για αυτά τα καθήκοντα πρέπει να ετοιμαστεί από τώρα, καθώς ίσως να βρίσκονται πολύ πιο κοντά από όσο εικάζουμε.
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.