# #

13 Απρ 2013

Άντε κι ένα πρωινό σαββατιάτικο ανεκδοτάκι που σας (μας) αφορά...!!!



 Ήταν ένας Έλληνας, ένας γερμανός και ένας άλλος, και λέει ο Γερμανός στον Έλληνα, «αν θες να ζήσεις κι άλλο πρέπει να πληρώσεις».

 «Και γιατί λέει ο Έλληνας πρέπει να πληρώσω, για να ζήσω κι άλλο;» «Γιατί όλοι πληρώνουν για να ζούνε», του λέει ο Γερμανός.

 «Δεν πληρώνω» λέει ο Έλληνας, «να πληρώσει ο άλλος». «Θα πληρώσει και ο άλλος, λέει ο Γερμανός».
 «Να πληρώσει πρώτος», λέει ο Έλληνας.

 «Θα πληρώσει αν μάθουμε ποιος είναι ο άλλος. Δεν ξέρουμε τίποτα γι αυτόν παρά μόνο ότι είναι ο άλλος. Μέχρι τότε πλήρωσε εσύ», λέει ο Γερμανός. «Δεν πληρώνω, αν δεν πληρώσει ο άλλος» επιμένει ο Έλληνας. Και τότε, του λέει ο γερμανός, «Ωραία, εγώ είμαι ο άλλος και  μόλις πλήρωσα, στον Γερμανό. Τώρα είναι η σειρά σου να πληρώσεις, Έλληνα».

 Δεν γελάσατε;
 Δεν είναι αστείο ανέκδοτο; Δεν το καταλάβατε;  Ωραία θα προσπαθήσουμε με ένα δεύτερο.

 Ήταν ένας Γιώργος, ένας Βενιζέλος και ένας άλλος...

 Λέει ο άλλος, «ένας από τους δυο σας, για να ζήσει κι άλλο πρέπει να με πληρώσει».   Πετιέται ο Βενιζέλος και δείχνοντας τον Γιώργο, λέει, «αυτός κύριε, αυτός να πληρώσει». «Και γιατί εγώ;» αναρωτιέται ο Γιώργος. «Γιατί δεν υπάρχει άλλος να πληρώσει», απαντά ο Βενιζέλος. 
«Ένας από τους δύο πρέπει να δώσει λεφτά, στον άλλον. Εφόσον εγώ τα ζητάω εσύ πρέπει να τα δώσεις. Δεν υπάρχει άλλος». Ο Γιώργος λέει, «να τα δώσει ο άλλος». «Αα όχι», λέει ο άλλος. «Δεν την ξαναπατάω όπως το προηγούμενο ανέκδοτο, που έκανα τον κομπάρσο και χρησιμοποιήθηκα από τον γερμανό, για δικό του όφελος. Σε αυτό το ανέκδοτο θέλω να έχω πρωταγωνιστικό ρόλο. Είστε σοσιαλιστές βρείτε τα».
 «Αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο», λέει ο Βενιζέλος. «Και εγώ είμαι από άλλο ανέκδοτο», λέει ο άλλος. «Ε τότε και εγώ είμαι από άλλο ανέκδοτο», λέει ο Γιώργος. «Δεν πάμε να φύγουμε να πάμε στα ανέκδοτά μας. Τι θέλουμε σε ξένα ανέκδοτα». Και έφυγαν και οι τρείς γελώντας.

Μπορεί εσείς να μην γελάσατε αλλά γέλασαν τουλάχιστον, οι πρωταγωνιστές του ανέκδοτου.
 Και μάλλον είναι η πρώτη φορά που γελάνε αυτοί που παίζουν σε ένα ανέκδοτο και όχι αυτοί που το λένε ή το ακούνε.
Ο στόχος όμως αυτού το κειμένου δεν είναι να γελάνε οι πρωταγωνιστές του ανέκδοτου, αλλά οι αναγνώστες, γι αυτό συνεχίζουμε…

Ήταν ένας Έλληνας, και ήταν και ένας που δεν ήταν Έλληνας. Και έψαχναν στο δάσος να βρούνε έναν τρίτο για να θέσει ερώτημα, για να προχωρήσει το ανέκδοτο.

 Βρίσκουν ένα ξυλοκόπο και τον ρωτάνε, «ψάχνουμε έναν τρίτο να μας ρωτήσει κάτι, θέλεις;», «όχι ευχαριστώ», λέει ο ξυλοκόπος, «την τελευταία φορά που μπήκα σε ανέκδοτο με έφαγε μια αρκούδα».
 «Και αφού σε έφαγε, πως είσαι εδώ τώρα», ρωτάει αυτός που δεν ήταν Έλληνας. «Α δεν υπάρχει πρόβλημα να είμαι σε αυτό το ανέκδοτο. Στο άλλο δεν πρέπει να είμαι, γιατί εκεί τρώγομαι από την αρκούδα. Εδώ δεν με τρώει κανείς. Κάνω την δουλειά μου όπως την ξέρω».
 «Α πολύ ωραία λέει ο Έλληνας. Και τι θα κάνεις στο ανέκδοτό μας, ξυλοκόπε;». «Θα κόβω ξύλα και θα έρθετε εσείς οι δύο, θα έχουμε έναν διάλογο και στο τέλος, ο ένας από τους δύο θα πει, «καλύτερα με τον λαγό… και θα τελειώσει το ανέκδοτο».

 Ούτε κι αυτό σας άρεσε;
 Δεν έβγαλε πολύ γέλιο.
 Μήπως δεν το διαβάσατε σωστά;
 Μήπως δεν έχετε αίσθηση του χιούμορ;
 Τέλος πάντων. Συνεχίζουμε με ένα ακόμη.

 Ήταν στο δάσος ένας λαγός και ένας λαός.
  Και λέει ο λαγός στον λαό: «το ανέκδοτο με τον άλλο το ξέρεις»;
 «Το ξέρω», του λέει ο λαός και φεύγει. «Γιατί φεύγεις», τον ρωτάει ο λαγός. «Δεν μου αρέσουν  τα ανέκδοτα», λέει ο λαός.
 «Δεν είμαι ψώνιο σαν κι εσένα που παίζεις συνεχώς, σε ανέκδοτα ακόμη και με το λιοντάρι πιάνεις κουβέντες».
«Καλά», του λέει ο λαγός. «Εσύ είσαι πολύ σοβαρός. Άιντε πλήρωσε κάνα χαράτσι και μετά έλα να τα ξαναπούμε».
 Σε αυτό το ανέκδοτο ο λαός είναι ο ελληνικός. Όπως και ο λαγός. Επίσης δεν υπάρχει άλλος.

Αισθάνομαι ότι ούτε αυτό σας άρεσε, κάτι που με απογοητεύει και θα βάλω τα δυνατά μου να πω κάτι που θα γελάσουμε όλοι μαζί, όπως λένε.

Ήταν ένας τραπεζίτης, ένας δημοσιογράφος και ένας άνεργος. Και λέει ο τραπεζίτης, «κάποιος από τους δύο σας για να ΜΗΝ ζήσει πρέπει να πληρώσει». Και λέει ο δημοσιογράφος «σίγουρα δεν είμαι εγώ αυτός». Και λέει ο άνεργος:
 «Δεν ξέρω αν εννοείτε εμένα, αλλά εγώ ήμουν ξυλοκόπος και απολύθηκα. Και περιμένω μόλις ξαναειπωθεί ανέκδοτο με δάσος να ξαναπιάσω δουλειά. Έχω έναν γνωστό που λέει ανέκδοτα με δάση»… 
Και λέει ο Δημοσιογράφος, δείχνοντας τον άνεργο, «αυτός πρέπει να πληρώσει για να ΜΗΝ ζήσει».  Και λέει ο τραπεζίτης, με αυστηρό ύφος  στον δημοσιογράφο, «και εσύ ζεις χωρίς να πληρώνεις, άρα θα πληρώσει ο άνεργος για να μην ζει. Που έτσι κι αλλιώς δεν πληρώνει και  ζει»

 Αισθάνομαι ότι ούτε με αυτό γελάσατε;
Ούτε καν μειδιάσατε;
 Τότε διαβάστε το τελευταίο.

Ήταν  1 εκ άνεργοι, επίσημοι  και ήταν και  ένα στα τρία μαγαζιά κλειστά, και ήταν και χαράτσια, και φόροι πολλοί και έκτακτοι  και τακτικοί και δάνεια τραπέζης και δόσεις πιστωτικής κάρτας και δόσεις αυτοκινήτου και λογαριασμοί και εκβιασμοί και τρόμος και δακρυγόνα και ακρίβεια και απόγνωση και φτώχεια και εξαθλίωση και κατάθλιψη και αυτοκτονίες και χρέη πολλά και γκρίνια και μαυρίλα και ήταν και ένας ελληνικός και ένας λαός, που έβλεπαν, που χάζευαν, που έχαφταν και περίμεναν…

Ελπίζω με αυτό να γελάσατε και ως πρωταγωνιστές και ως αναγνώστες.


(το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού Unfollow)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.