Αυτήν την αγάπη για τα γλυκά και το ταλέντο της στην παρασκευή τους, την είχαν μάθει όλοι πια.
Ο κύριος Μάριος, που είχε το μαγαζί στη γωνία, πρώτος και καλύτερος. Την άφηνε να μπαίνει στην κουζίνα του και έφτιαχναν μαζί όλων των ειδών τα γλυκά. Από λαχανικά, μέχρι και εσπεριδοειδή. Λεμόνι, καρότο, μελιτζανάκι, ακόμα και από άνθη ιβίσκου.
Ο κύριος Μάριος είχε εντυπωσιαστεί από το ταλέντο της και επειδή έβλεπε ότι ο κόσμος τρελαινόταν για τα γλυκά της Ειρήνης, της πρότεινε να συνεργαστούν και της έδωσε πολύ καλά λεφτά. Η Ειρήνη δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό γιατί θα συνδύαζε τη λατρεία της για τα γλυκά με την επιβίωσή της.
Ως πότε θα τη συντηρούσαν οι γείτονες...
Δεν είχε διαμαρτυρηθεί κανένας, τη λάτρευαν όλοι, αλλά δεν της άρεσε πια, ολόκληρη κοπέλα, να κάθεται και να τη συντηρούν οι άλλοι.
Άρχισε λοιπόν να δουλεύει στον κύριο Μάριο και κάθε μέρα ριχνόταν στην κουζίνα με πολλή χαρά και δημιουργούσε τα γλυκά του παραδείσου.
Έτσι τα έλεγαν όλοι στη γειτονιά, αλλά όχι μόνο στη γειτονιά. Τα γλυκά της έγιναν περιζήτητα σε όλη την Πόλη. Η Ειρήνη δεν είχε ταλέντο μόνο στην παρασκευή των γλυκών, αλλά είχε και πολύ ...
επιχειρηματικό μυαλό, όπως αποδείχτηκε αργότερα.
επιχειρηματικό μυαλό, όπως αποδείχτηκε αργότερα.
Έπιασε μια μέρα τον κύριο Μάριο και του είπε: "Κύριε Μάριε, θέλω να σας μιλήσω για κάτι."
Ο κύριος Μάριος πρασίνισε, νόμιζε ότι η Ειρήνη θα του ζητούσε να φύγει από το μαγαζί, για να πάει σε κάποιο μεγαλύτερο, στο Πέρα.
"Κύριε Μάριε, έχω μία ιδέα για να βγάλουμε περισσότερα λεφτά. Πρέπει να μεγαλώσουμε λίγο το χώρο και να βάλουμε πιο πολλά τραπέζια στη σάλα, γιατί έρχεται κόσμος που θέλει να κάτσει και επειδή δεν έχει ελεύθερο τραπέζι, αναγκάζεται να φύγει. Σκέφτηκα λοιπόν να πάρουμε το διπλανό μαγαζί που πωλείται, να ανοίξουμε μια πόρτα και να το επεκτείνουμε. Χωρίς να σε ρωτήσω, μίλησα με τον ιδιοκτήτη και πήρα πολύ καλή προσφορά για την αγορά, δεδομένου ότι κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί εδώ και ένα χρόνο για να το αγοράσει".
Ο κύριος Μάριος σάστισε. Δεν πίστευε σε αυτά που άκουγε.
Το μόνο που κατάφερε να πει ήταν: "Ερηνάκι μου, δεν ξέρω αν μπορώ να διαθέσω τόσα λεφτά για να αγοράσουμε το διπλανό μαγαζί."
"Και ποιος σου είπε ότι θέλω λεφτά; Εσύ μου ζήτησες λεφτά όταν με έβαλες στο μαγαζί και σχεδόν μοιράζεσαι μαζί μου, κάθε μέρα από τότε, όλες τις εισπράξεις. Σε παρακαλώ, κύριε Μάριε, τα λεφτά θα τα βάλω εγώ, έχω βγάλει αρκετά τόσο καιρό και εμείς θα είμαστε όπως πάντα συνέταιροι."
Ο κύριος Μάριος δεν ήξερε τι να κάνει, ήθελε να τις φιλήσει τα χέρια, όχι τόσο γιατί έκανε χρυσή την επιχείρησή του, όσο γιατί βρήκε την κόρη που πάντα ήθελε στα μελιά καλοσυνάτα μάτια της Ειρήνης. Το λάτρευε αυτό το κορίτσι.
Έτσι και έγινε λοιπόν. Αγόρασαν το διπλανό μαγαζί, έφτιαξαν μία τεράστια σάλα με όμορφες καρέκλες και τραπέζια και στους τοίχους έβαλαν όμορφα κάδρα με τοπία από όλη την Πόλη. Δεν υπήρχε άνθρωπος στην Πόλη αλλά και από τα περίχωρα, που να μην είχε φάει γλυκό από τα χέρια της Ειρήνης. Και κάθε μέρα διαφορετικό γλυκό και κάθε μέρα να της ζητάνε παραγγελίες για γιορτές, για γάμους, για βαφτίσια, για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Η Ειρήνη ήταν τρισευτυχισμένη, είχε βρει τον προορισμό της.
Αλλά καμιά φορά, η ζωή έχει άλλα σχέδια.
Οι Τούρκοι έκαναν πάντα ό,τι μπορούσαν για να δυσκολέψουν τη ζωή των Ελλήνων αλλά και άλλων μειονοτήτων στην Πόλη. Αυτό ήταν κάτι που το ήξεραν όλοι και περίμεναν κάθε φορά τι άλλο θα κάνουν για να τους δυσκολέψουν τη ζωή.
Έβαζαν απίστευτους φόρους έως και τριπλάσιους κάποια στιγμή από την αξία της περιουσίας των Ελλήνων, το λεγόμενο βαρλίκι, έκαναν κατά καιρούς αυθαίρετες απελάσεις ομογενών και δη σημαινόντων προσώπων, απαγόρευαν την εξάσκηση πολλών επαγγελμάτων σε Έλληνες, έκαναν επεμβάσεις στις εκλογές των ομογενειακών ιδρυμάτων και πολλά άλλα.
Εκείνη η μέρα όμως θα ήταν το αποκορύφωμα.
Τον τελευταίο καιρό, κάπως είχαν ηρεμήσει τα πράγματα και οι σχέσεις Τούρκων και Ελλήνων ήταν κάπως καλύτερες. Κανείς δε φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε.
Ξυπνάει λοιπόν η Ειρήνη και πάει στο μαγαζί της με χαρά γιατί είχε πάρα πολλή δουλειά. Ο κύριος Μάριος δε θα ερχόταν εκείνη την ημέρα, διότι ήταν λίγο αδιάθετος, οπότε έπρεπε να ξεκινήσει από νωρίς για να προλάβει.
Η πελάτισσα θα ερχόταν περίπου κατά τις τέσσερις το απόγευμα, για να πάρει τα γλυκά.
Όλη την ημέρα, πότε στην κουζίνα έφτιαχνε γλυκά, πότε σέρβιρε τον κόσμο που ερχόταν, πότε καθάριζε και πέρασε η μέρα χωρίς να το καταλάβει. Κοιτάζει κάποια στιγμή το ρολόι, πέντε η ώρα.
"Μπα", σκέφτηκε, "πού είναι η κυρία Θεώνη για να πάρει τα γλυκά για τους αρραβώνες της κόρης της".
Ξαφνικά, ακούει φασαρία έξω και βλέπει τον κύριο Στέφανο, που έχει το μανάβικο πιο κάτω, να φωνάζει και να τρέχει σαν τρελός.
"Κλείστε τα μαγαζιά σας και φύγετε γρήγορα! 'Ερχονται οι Τούρκοι και καίνε μαγαζιά και σφάζουν Ελληνες".
"Σφαγή, σφαγή!".
Η Ειρηνη, δεν πρόλαβε να καταλάβει τι συνέβαινε, όταν ξαφνικά βλέπει μια ομάδα Τούρκων να μπαίνει στο μαγαζί του κυρ - Διονύση απέναντι και να του βάζει φωτιά.
Άρχισε να τρέχει χωρίς σταματημό για το σπίτι του κυρίου Μάριου και τρελές σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό της. Έβλεπε παντού στον δρόμο της, σπασμένα μαγαζιά, καμμένα σπίτια, ανθρώπους να κλαίνε και να φωνάζουν πάνω από ακρωτηριασμένα κορμιά συγγενών τους.
Απόλυτη φρίκη!
Και μία απαίσια μυρωδιά παντού, καμένης σάρκας και αίματος.
Βρίσκει πεταμένο κάτω ένα μαχαίρι και χωρίς δεύτερη σκέψη το παίρνει και το κρύβει μέσα στα ρούχα της. Φτάνει στην πόρτα του κυρίου Μάριου και τη βλέπει σπασμένη. Τα πόδια της έτρεμαν. Δεν ήθελε να μπει μέσα, από το φόβο τι θα αντίκριζε.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή από πίσω της.
"Ερηνάκι!"
Γυρίζει και βλέπει τον κύριο Μάριο, τσακισμένο και κατάχλωμο.
"Είσαι καλά; Τι έγινε;"
"Άστα κοριτσάκι μου, δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο".
Έπεφταν πάνω στους ανθρώπους σαν να ήταν ζώα πεινασμένα και τους ξέσκιζαν τα σωθικά, έπαιρναν κοπέλες από τα σπίτια τους και τις έσερναν μαζί τους, έκαιγαν περιουσίες.
"Τι έπαθαν και φρένιασαν ξαφνικά, τόσο καιρό καλά δεν ήμασταν;"
"Τι να σου πω κύριε Μάριε, πρέπει να φύγουμε από εδώ! Δεν έχει περάσει το κακό ακόμα".
Τον πήρε από το χέρι, σχεδόν τον τράβαγε και κρύφτηκαν σε ένα καμμένο σπίτι.
"Εδώ δεν κινδυνεύουμε για απόψε, πέρασε από εδώ το κακό".
Το κακό!
Εκείνων των ημερών ο απολογισμός, βαρύς.
Με στρατιωτική πειθαρχία, κινούμενος ο τουρκικός όχλος, ο οποίος ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα, κινήθηκε κατά παντός του ελληνικού. Μέσα σε δέκα ώρες περίπου, καταστράφηκαν ολοσχερώς χιλιάδες σπίτια, καταστήματα, φαρμακεία, σχολεία, εφημερίδες, ξενοδοχεία, εργοστάσια και πολλά ζαχαροπλαστεία. Μαζί και αυτό της Ειρήνης και του κυρίου Μάριου.
Την επόμενη μέρα που ξύπνησαν, έμαθαν ότι το κακό είχε συμβεί σ' όλες τις κοινότητες, σ' όλες τις γειτονιές, σ' όλα τα καταστήματα, σ' όλες τις αγορές, όπου υπήρχε Έλληνας. Σκοτώθηκαν πολλοί και εκατοντάδες άλλοι, κακοποιήθηκαν βάναυσα.Ιδιαίτερο μίσος επέδειξαν κατά των ιερωμένων. Βεβήλωσαν τάφους. Ζημιές εκατομμυρίων, χαμένες ζωές, κακοποιημένες ψυχές και όλα αυτά γιατί;
Η Ειρήνη έζησε και ο κύριος Μάριος, αλλά η ζωή τους δεν ήταν ποτέ η ίδια, όχι γιατί έχασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν αλλά γιατί από εκείνη τη στιγμή μπήκε ο φόβος στις καρδιές τους και δεν ένιωθαν την Πόλη σπίτι τους πια.
Ίσως και αυτό να ήταν το ζητούμενο και ο σκοπός αυτής της επίθεσης που ονομάστηκε "Σεπτεμβριανά". Είχε έρθει η αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της Πόλης.
Έτσι και η Ειρήνη με τον κύριο Μάριο και μαζί τους και άλλοι Έλληνες, αποφάσισαν να φύγουν για την Ελλάδα.
Δεν ξέρω εκεί αν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά τουλάχιστον δε θα ζούσαν με τον φόβο ή έτσι νόμιζαν τουλάχιστον.
ΥΓ. Αυτά τα γεγονότα νιώθω σαν να τα έζησα, με γεμίζουν θλίψη, αλλά με κάνουν και να πεισμώνω με όποιον θέλει να με κάνει να σκύψω το κεφάλι. Πολλοί από τους ανθρώπους που τα έζησαν τα κατάφεραν και συνέχισαν, πολλοί όχι.
Εμείς όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.