Γεννήθηκε τη 1η Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη Σύρου. Τις γυμνασιακές σπουδές του τις τέλειωσε στην Αθήνα. Προοριζόμενος για τον ιερατικό κλάδο αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, στα 17 του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, κοντά σ' ένα θείο του σιταρέμπορα για να εντρυφήσει στα μυστικά του ...εμπορίου. Όμως (ευτυχώς) αποδείχτηκεν ακατάλληλος μέσα στο δίμηνο κι επέστρεψεν άρον-άρον στη πρωτεύουσα, που εργάστηκε σαν αντιγραφέας συμβολαίων. Πήρε μέρος και σ' ερασιτεχνικές παραστάσεις, ενώ παράλληλα φοιτούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου.
Συνεργάστηκε με ποικίλα πεζά κι έμμετρα, στα τότε περιοδικά της εποχής: ΡΑΜΠΑΓΑ, ΑΣΜΟΔΑΙΟ, ΑΣΤΥ & ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ. Το 1883 εξέδωσε δική του σατιρική εφημερίδα, τον ΡΩΜΗΟ, που όμως τον σταμάτησε για ένα χρόνο, για να δώσει πτυχιακές εξετάσεις. Η απόρριψη του (επίσης ευτυχώς) απ' αυτές τον έκαμε να εγκαταλείψει οριστικά κάθε βλέψη για πτυχίο και ν' αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σάτιρα. Ξανάβγαλε τον "ΡΩΜΗΟ" στις 2 Απρίλη 1883 και τον κυκλοφορούσε τακτικά μέχρι λίγο πριν τον θάνατό του, ως τις 17 Νοέμβρη 1918 -36 χρόνια κι 8 μήνες-, και για 1444 συνολικά τεύχη. Έγραψεν επίσης κι εύθυμα μονόπρακτα, που γνώρισαν μεγάλην επιτυχία.
Το 1873 γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου -από τη Πόλη-, την ερωτεύτηκε και παρά τις ...
αντίξοες -αρχικά- συνθήκες τη παντρεύτηκε το 1881. Ζήσανε μια θαυμάσια οικογενειακή κι ευτυχισμένη ζωή, αποκτήσανε 5 παιδιά, πράγμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, -κι όχι άδικα- ιδεώδες. Τύπος δειλός, μελαγχολικός, αφηρημένος, μετριόφρων, μύωψ, αλλά ευφυέστατος και λογιώτατος, άφησε πίσω του πολλά και θαυμάσια "ανέκδοτα". Παροιμιώδεις ήτανε οι καλλιτεχνικές του συγκεντρώσεις, στο σπίτι του, της Οδού Πινακωτών 15 (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) και πολλάκις οι εφημερίδες της τότε εποχής, κάμανε στην άκρη σημαντικά γεγονότα, για να αφιερώσουνε πεντάστηλα, καλύπτοντας τέτοια... δρώμενα.
Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ' όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με τη πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος. Πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, σ' ηλικία 66 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού παρακαλώ. Η Πολιτεία τονε βράβευσε μετά θάνατον και με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος. Στον τάφο του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.
_____________________________________
Λίγο Μελάνι... *
Λίγο μελάνι και χαρτί και λίγοι πάλι στίχοι
είναι το μόνο δώρο μου οπού θα σου χαρίσω...
Καλά που μου 'δωσε κι αυτούς η ακριβή μου τύχη,
γιατί αλλιώς δε θα 'ξερα πως να σε χαιρετήσω.
Ως τώρα άλλο τίποτα απ' το δικό μου χέρι,
παρά πολλούς νερόβραστους και κρύους στίχους είδες.
Αλλά κι οι στίχοι που και που, καμμιά φορά, ποιος ξέρει,
αν έχουν δώρα ζηλευτά και ζωντανές ελπίδες.
Οι ευτυχίες που 'ψαλλα τόσες φορές για σένα
αν έξαφνα φτερούγιζαν με την αυγή μπροστά σου,
θα έβλεπες τι είχανε οι στίχοι μου κρυμένα
κι άλλη χαρά δε θα 'θελε στο κόσμο η καρδιά σου.
* το ποίημα τούτο έκαμε δώρο τη πρωτοχρονιά του 1878, στη μετέπειτα γυναίκα του Μαρία.
Στη Γυναίκα Μου **
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Κι αν με σε κακιώνω στη κακή μου ώρα
κι αρχινά μουρμούρα και κακογλωσσιά,
μου αρέσει να 'χω και ολίγη μπόρα,
μου αρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.
Δίχως πείσμ' αγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δεν αξίζει διόλου και δεν έχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναίκα, μούτρα σοβαρά
και κλωστή σου κόβω, κάκια σου κρατώ,
επειδή νομίζω πως καμμιά φοράκι η πολλή μπουνάτσα φέρνει εμετό.
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ με γέλια, μα και θυμωμένη
κι αν ποτέ γυρίζω να ιδώ καμμιά,
πάντα όμως κτήμα ιδικό σου μένει
η καρδιά μου όλη και ...η ασχημιά.
** Αξίζει ν' αναφερθεί εδώ το πως γνωρίστηκαν. Η Μαρία με τη μητέρα της έφτασαν απ' τη Πόλη για να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα κι έπειτα, -προσυμφωνημένο με τη μητέρα και τον προστάτη τους Εμμανουήλ Ροδοκανάκη-, να μεταβούνe στο Μάντσεστερ της Αγγλίας για περαιτέρω σπουδές. Στην Αθήνα μένανε σε κάποιο σπίτι που είχε μια κάμαρη κι ο νεαρός 20άχρονος φοιτητής τότε, Σουρής. Εκείνος ανέλαβε να προγυμνάσει στα μαθήματα, τη μικρή 14χρόνη Μαρία. Γρήγορα μεταξύ τους αναπτύχθηκεν αίσθημα και μια μέρα ο Σουρής έγραψε πάνω σε τετράδιό της: "Σ' αγαπώ", έλαβε από κάτω την απάντησή της: "Κι εγώ"! Ευτυχώς το αίσθημα έχαιρε της εγκρίσεως της μητρός της που συμπαθούσε τον νεαρό. Όταν όμως τέλειωσεν η μικρή το γυμνάσιο κι έπρεπε να γίνουνε τα προσυμφωνημένα, τα πράματα είχαν αλλάξει κι όταν πληροφορήσανε τον Ευεργέτη, εκείνος θύμωσε κι απέσυρε την αρωγή του.
Η μικρή δεν αποκαρδιώθηκε. Παραδίδει μαθήματα γαλλικής κι ελληνικής στα κορίτσια φιλικών σπιτιών, ενώ η μητέρα της διορίζεται προϊσταμένη στο τμήμα πωλήσεων των Απόρων Γυναικών. Ο δειλός Σουρής παρηγορεί την αγαπημένη του λέγοντας: "Μη μου στεναχωριέσαι Μαρί μου" -έτσι την έλεγε πάντα-, "έχε μου εμπιστοσύνη και κάτι θα γίνω κι εγώ μια μέρα". Τελικά παντρευτήκανε μετά λίγα έτη -στις 30 Γενάρη 1881- και μια διαρκής τρυφερότητα, μια βαθύτατη εκτίμηση κι αγάπη, τους συνέδεσε. Εκείνη του στάθηκε πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου-συντρόφου, προστάτις και μούσα του. Είχε μεγάλου βαθμού ανεπτυγμένο αίσθημα κοινωνικής και ψυχικής αξιοπρέπειας. Ήταν μητέρα αυστηρή και μαζί στοργική, οικοδέσποινα εκλεκτή προσιτή και συγκαταβατική. Αγαπούσε τον άντρα της σα μεγάλο παιδί -ο Στρατήγης έγραψε κάποτε πως η Μαρί μεγάλωσεν 6 παιδιά- κι ο θάνατός του υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής της. Έζησεν έκτοτε σε μιαν αξιοπρεπή μόνωση. Λιγοστοί άνθρωποι της τέχνης, απο κείνους που άλλοτε φαίδρυναν το φιλολογικό τους σαλόνι, περνούσαν κάποτε να τη δούνε. Η ίδια δε, ζούσε με τις αναμνήσεις της εποχής της, ώσπου πέθανε στις 23 Απρίλη 1934. Ο Παύλος Νιρβάνας έγραψε την επομένη του θανάτου της:
"Ο Σουρής, θα ήτο ως χθες εις τον παράδεισον των ποιητών, ως ένα χαμένο αποπλανημένο παιδί... θα τη ζητούσε διαρκώς 'που είσαι Μαρί, Μαρί μου που είσαι;' όπως κι εις την ζωήν του. Τώρα δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να πενθήση δια τον θάνατόν της ή να χαρή δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η Μαρί του είναι πάλι κοντά του"!
Οι Ήρωες
Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους
έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά
κι άγνωστα τα 'θαψαν στην ερημιά.
Κανείς δε ξέρει που τα 'χουν θάψει,
κανείς δε πήγε για να τα κλάψει,
κανείς δεν έκαψε γι' αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έπλεξε γι' αυτά στεφάνι.
Ανώνυμ' ήρωες, άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ' αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.
Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
και φάροι Νίκης για μια μητέρα.
Στον Ίσκιο Μου
Βρε ίσκιε μου γιατί μ' ακολουθείς;
Δε μ' αφήνεις μόνο μου να τρέχω;
Βρε ίσκιε μου, δε πας να μου χαθείς,
πρέπει κι εσένα σύντροφο να έχω;
Πότε στραβό σε βλέπω πότε ίσο,
πότε μακρύ σα σούβλα, πότε νάνο,
τη μια πηγαίνεις μπρος, την άλλη πίσω
σε απαντώ εδώ, εκεί σε χάνω.
Χωρίς να βλέπεις, πιάνεις ότι πιάνω,
με οδηγείς αλλά και σ' οδηγώ.
Και τέλος πάντων κάνεις ότι κάνω
και είσαι άλλος, δεύτερος, εγώ.
Βρε ίσκιε μου, γιατί μ' ακολουθείς;
Βρε ίσκιε μου δε πας να μου χαθείς...
Σε απαντώ στο σπίτι και στο δρόμο
και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο.
Η Ζωγραφιά Μου
Μπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Κούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.
Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.
Μακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σα το Χριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.
Μούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σα πεθαμένη.
Κανένα χρώμα
δε της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.
Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.
Ο Ρωμηός Στον Παράδεισο
Θεούλη μου, τι σου 'λθε να μ' αγιάσεις;
νομίζεις πως θα μ' έμελλε καθόλου,
αν ήθελες κι εμένα να κολάσεις
και μ' έστελνες παρέα του διαβόλου;
Μ' αρέσει ο Παράδεισος, αλήθεια,
χωρίς δουλειά σκοτώνω το καιρό
βλέπω αγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ακούω και τραγούδια θεϊκά,
μα, έλα που δεν έχετε συνήθεια,
να λέτε κι ένα δυο πολιτικά!
Συ κυβερνάς για πάντα με γαλήνη
κι ώρα απ' το θρόνο σου δε πέφτεις...
Ας ήταν δυνατόν Θεός να γίνει
και άλλος σαν εσένα, λίγο ψεύτης,
να μοιρασθεί των ουρανών τ' ασκέρι,
να πάνε και μ' εκείνον οι μισοί,
να 'ρχεται αυτός, να πέφτεις συ,
να γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μα όλα εδώ είναι τακτικά,
ο ουρανός Θεό εσένα ξέρει,
και δε μιλούν πολιτικά!
Εδώ που μ' ησυχία όλοι ζούνε,
για μένα είναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικά τ' αυτιά μου ας ακούνε,
κι ας είμαι και στη κόλαση, χαλάλι!
Αν είχες εις το νου να με κολάσεις,
και μ' έφερες κοντά σου για ποινή,
να! κόλαση για 'με αληθινή...
Μα, φθάνει πια, Θεέ μου, μη με σκάσεις,
και διώξε με στο λέω παστρικά,
γιατί αλλιώς στιγμή δε θα 'συχάσεις...
Μονάχος θα μιλώ πολιτικά!
Εις Τα Θεμέλια Του Φρενοκομείου
(Το φρενοκομείο χτίστηκε με κληροδότημα του Χίου φιλάνθρωπου Τζωρτζή Δρομοκαΐτη (που πέθανε το 1880) έξω από την Αθήνα, κοντά στη Μονή Δαφνίου, γι' αυτό πολλοί το λένε και "Δαφνί". Ο Σουρής δεν άφησε την ευκαιρία που του 'δινε το γεγονός και το ...καυτηρίασε δεόντως... Απρίλης 1884)
Ω Εορτή των Εορτών... Ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του 'Αστεως πολίτης
να βάλει στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
με μια χρυσήν επιγραφή "Ζωρζής Δρομοκαΐτης".
Ναι! τώρα πρέπει στολισμός με δάφνες και μυρσίνες,
ναι! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια και ρετσίνες.
Φρενοκομείο κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
α! ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
και τώρα μέσα στου Δαφνιού τη τόση πρασινάδα
θα βρίσκουμε παρηγοριά κι η μνήμη του θα ζει.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!
Θέλει λαμπρόν Μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
παιάνας κι αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!...
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες, με γνώση κι ένας Χιώτης
κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
πως μέσα στην Ελλάδα μας που πλημμυρούν τα φώτα,
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνει πρώτα-πρώτα.
Το Παραπαίον Γήρας
Τας τρίχας άσπρης κεφαλής
σκοπόν τας έχουν προσβολής
κι ειν' εμπαιγμός της μοίρας
το παραπαίον γήρας.
Όπου το πόδι μου σταθεί
και όπου περπατήσω
σιγά-σιγά μ' ακολουθεί
ο χάρος από πίσω.
Αυτό το έρημο κορμί
το τριγυρίζουν σκύλοι
και "χόρτασες κι εσύ ψωμί"
μου λεν εχθροί και φίλοι.
Ως φάσμα τρέχω της νυκτός
μακράν του δρώντος κόσμου
και όπου τάφος ανοικτός
μου φαίνεται δικός μου.
Και Όμως!
Και όμως ενώ πλέον
εσάπισα παλαίων
εις της ζωής τη πάλη
το γήρας το μισώ
και θέλω και λυσσώ
να γίνω νέος πάλι.
Τεμπελιά
Δεν έχω κέφι για δουλειά,
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα...
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και ολ' η γη δε με χωρεί
κι ο ουρανός ακόμα.
Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ επάνω...
Σ' αυτό τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα ...δίχως να πεθάνω.
Εις Τον Άγγελο Βλάχο
(αφιερωμένο στα 50κοστά γενέθλιά του)
Βλάχε για πες, στη πίστη σου, σε μας τους διαβασμένους
τους ντόπιους και τους ξένους,
πώς τους πενήντα πέρασες της προκοπής σου χρόνους
και δείξε μας τα πλούτη σου και των δαφνών τους κλώνους.
Και γλυκολάλητα πουλιά
τέτοια κελάδησαν λαλιά.
Πενήντα χρόνους έσυρε της Μούσης το χορό,
πενήντα χρόνους σε μικρά ποτήρια του κρασιού
της Κασταλίας έπινε το γάργαρο νερό
πούναι χωνευτικότερο από του Μαρουσιού.
Βιβλία φυλλομέτρησε, άδετα και δεμένα
και μύρισε για βάλσαμο τη μυρωδιά της στάμπας,
με συλλογή και γράψιμο και σκύψιμ' ολοένα
και με τον ήλιο το λαμπρό και με το φως της λάμπας.
Κι απ' τ' όνομα που του 'δωσαν τη χάρη δε τη κόλλησε
Άγγελο τον βαφτίσανε μα κόσμον εδιαβόλισε!
Πενήντα χρόνους οι σοφοί κι οι Νάθαν σύντροφοί του
μα και... Μινίστρος έγινε... δε ξέρω πως του 'φάνη...
κι έσμιξαν κι αδερφώθηκαν στην άσπρη κορυφή του
και διπλωμάτου τρικαντό και ποιητού στεφάνι.
Και λόγους σήμερα πεζούς κι εμμέτρους του διαβάζουν
και στα παλιά του στέφανα καινούριαις δάφναις βάζουν.
Γεράματα χιονάτα
κι ανθοσπαρμένα νειάτα.
Πενήντα χρόνους ν' ακουμπά στων λεξικών το πάχος,
να βλέπει και τη Θάλεια, τον Μάκβεθ, τον Ορέστη...
που τόσους χρόνους νάτανε ψιλικατζής ο Βλάχος,
θάχε κι αμπέλια στη Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.
Πενήντα χρόνους έκαμε πρωτόσχολος στα γράμματα,
μα τώρα θα κατάλαβε κι ο Βλάχος στα γεράματα,
ότι χρωστούν στη Μιχαλού
όσοι σου λεν: Επιμελού
και βασανίζου διαρκώς εφόσον είσαι νέος
γιατ' ύστερα μετανοείς και μένεις κεχηναίος!
Κι είναι πολύ καλύτερα σε τούτο τον αιώνα,
σα νοικοκύρης φρόνιμος να κάθεσαι στ' αβγά σου,
παρά ταις Μούσαις να ζητάς ψηλά στον Ελικώνα
και να κοψομεσιάζεσαι στη ράχη του Πηγάσου.
Πενήντα χρόνους μάθησις, σοφία και σπουδή,
αλλ' όμως εύκολα μ' αυτά δε βγάζεις το καρβέλι
κι ακούς τον Πτωχοπρόδρομο να πικροκελαηδεί:
Ανάθεμα τα γράμματα Χριστέ, και που τα θέλει!
Aνέκδοτα Από Τη Ζωή Του:
Κάθε μέρα σχεδόν δέχονταν στο σπίτι τους, όλη την αφρόκρεμα του τότε φιλολογικού χώρου. Μέσα λοιπόν σε τούτο το σαλόνι, -αλλά κι αλλού- συχνά συνέβαιναν διάφορα και μερικά εκ των οποίων θα τα μεταφέρω εδώ γιατί πραγματικά πιστεύω πως αξίζουνε τον κόπο.
1). πνευματιστικές συνεδριάσεις: Αφορμή για να ξεκινήσουνε στάθηκε η απώλεια ενός μάρσιπου περιέχοντος επιτραπέζια σκεύη, γεγονός μάλιστα που ο Σουρής τραγούδησε σε στίχους:
Ω τεθλιμένη σύζυγος και τέκνα προσφιλή
του ταλαιπώρου Έλληνος και βλάμη Φασουλή
ο δυστυχής μας μάρσιπος εχάθη δια πάντα
και τόσα επροκάλεσε περίεργα συμβάντα
και τώρα σας πληροφορώ πως από 'δω και πέρα
σερβίτσια πια δε θα 'χωμε να κάνουμε βεγγέρα.
ούτε σαν πριν θα δίνουμε στο σπιτικό μας μπάλους
στα σερκλ-Ανγκλαί, στα ντιστεγκέ και σ' όλους τους μεγάλους.
Αποφάσισε λοιπόν να καταφύγει στις μαντικές επινεύσεις των ...πνευμάτων. Η συντροφιά τοποθετήθηκε γύρω από το μαγικό τραπεζάκι, σκοτεινά κι ακούμπησε τα δάχτυλά της, περιμένοντας το πνεύμα του ...του Βίκτωρος Ουγκώ, που από συναδελφική αλληλεγγύη θ' αποκάλυπτε τον κλέφτη του μάρσιπου. Αλλά ο Γάλλος ρομαντικός -πιθανώς γιατί ο Σουρής δεν ήτο κατάλληλα προετοιμασμένος και καθαρμένος-, δε φάνηκεν αντάξιος των ... προσδοκιών.
................................. αρχίζω να βογγώ
κι εξαίφνης εμφανίζεται ο ποιητής Ουγκώ.
Περί μαρσίπου τον ρωτώ εν πάση ψυχραιμία,
αλλ' ου φωνή κι ακρόασις κι απάντηση καμμία.
Τον ερωτώ και δεύτερον με βλέμμα σκυθρωπόν
κι εκείνος αλά Γαλλικά το στρίβει σιωπών.
Ξαναβογγώ λοιπόν κι εγώ και νάσου ο Σαιξπήρος,
μου λέγει δε, πως ένδοξος ως ποιητής θα γίνω,
και μετά θάνατον κι εγώ αθάνατος θα μείνω
κι ουδέ να χάνομαι ποσώς για μία παλιοτσάντα,
αφού θα στήσει κι εις εμέ το Έθνος ανδριάντα.
Αλλ' ο Σουρής επέμενε για τα χαμένα μαχαιροπήρουνα κι ο μεγάλος δραματουργός ερεθίστηκε και ...
Δίχως καν μια λέξη να προφέρει
σηκώνει κατεπάνω μου το φοβερό του χέρι
κι ενώ αργά εσήμαινε το εκκρεμές τρισήμισυ,
μου έδωσ' ένα φάσκελο να το 'χω για ενθύμηση.
Το "τραπεζάκι" έγινεν από τότε η τακτική τους απασχόληση. Προσπάθησαν μάλιστα να επαναλάβουνε τα πειράματά τους και με το ...μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Οι κρότοι ήτανε τόσο δυνατοί που ακουγόντανε στο δρόμο. Η γειτονιά είχεν αναστατωθεί κι ονόμασε το σπίτι, "σπίτι των φαντασμάτων"!
Μια φορά, το πνεύμα του ...Τολστόϊ τους ανήγγειλε πως σε ορισμένο σπίτι της οδού Καποδιστρίου, πέθαινε κείνη την ώρα, Ρώσος ιερέας, που 'χεν ανάγκη βοηθείας. Μερικοί τρέξαν εκεί κι όντως εξακρίβωσαν πως υπήρχε Ρώσος παπάς, που όμως ήτο θαυμάσια στην υγεία του και μάλιστα τους κυνήγησεν άσχημα, γιατί του χαλάσανε τον ύπνο.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος, καλούσεν επί πολλήν ώρα τα πνεύματα των συγγενών του, Φαναριωτών. Αλλά κι ο Στρατήγης ανυπομονούσε να μάθει για κάποιο θείο του Σωτήρη, που πνίγηκε και θυμωμένος από την ανυπομονησία, στράφηκε στον Μάνο με τραχύτητα:
-"Εξαντλήσατε, τέλος πάντων, το γενεαλογικόν σας δένδρον για να ρωτήσουμε κι εμείς τους συγγενείς μας"; Αν δεν παρέμβαινε ο Δαμβέργης, μ' ένα λογοπαίγνιο που 'φερε γέλια, θα μπορούσανε και να 'χανε μαλώσει σοβαρά.
'Αλλοι πίστευαν με φανατισμό κι άλλοι, όπως ο Σουρής, απλά διασκεδάζανε και φυσικά, γινόντουσαν πολλές πλάκες σκηνοθετημένες και μη. Πάντως η φήμη των συγκεντρώσεων αυτών ήτανε τέτοια, που κάποτε, ήρθε ειδικώς από τη Κόρινθο κι ένας δικολάβος που 'χε τη μονομανία ν' αναζητά χαμένους θησαυρούς. Το "τραπεζάκι" του υπέδειξεν ένα υπόγειο στα Γαυγάμηλα της ...Ασσυρίας.
Τελικά είχανε πάρει τέτοιαν έκταση που όπως προείπα, οι εφημερίδες παρέκαμπταν τα κοσμικά, για να καταγράφουνε τα δρώμενα στο σαλόνι του Σουρή. Το ...κακό σταμάτησεν αργότερα, όταν με τη παρέμβαση γιατρών τρομάξανε πως θα καταλήξουνε στο Δρομοκαΐτειο.
2). ανέκδοτά του: Η μυωπία του ήταν μια από τις αιτίες της φυσικής του δειλίας. Δε τολμούσε να μπει σε καφενείο με κόσμο, δίσταζε να διασχίσει τον δρόμο, τρόμαζε να περάσει ανάμεσα από καρέκλες και πάγκους. Στο στρατό απαλλάχτηκε, γιατί κάνοντας μεταβολή, λίγον έλειψε να βγάλει το μάτι του αξιωματικού του με τη ξιφολόγχη. Συχνά χαιρετούσε στ' ανοιχτά παράθυρα, αιγινήτικα κανάτια, που τα νόμιζε για γειτόνισσές του.
Κάποτε τονε γρατζούνισεν άσχημα η γάτα του, κοιμισμένη στον καναπέ, γιατί τηνε πέρασε για ...εφημερίδα και την άρπαξε να τη ...διαβάσει. Εξ ίσου συχνά νόμιζε τους ρασοφόρους σπουδαστές της Ριζαρείου, για μαυροφορεμένα κορίτσια του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου κι έψαχνε κάτω από το ράσο με τα μάτια του να δει λιγάκι γάμπα, που ήταν η αδυναμία του.
Στη γιορτή του, αγαπούσε να δέχεται για δώρα, γλυκά, αντίθετα τον εκνεύριζε να του στέλνουνε λουλούδια:
-"Για πριμαντόνα με περάσανε" θύμωνε!
Κάποτε αποφάσισε να πάει για λουτρά στη Κυλλήνη. Κουβάλησεν ένα τεράστιο μπαούλο, στο οποίον όμως είχε βάλει μέσα μόνον ένα νυχτικό και μια ...τσατσάρα. Στο γυρισμό μάλιστα, ξέχασε το νυχτικό και επέστρεψε κουβαλώντας τη ...μπαουλάρα με τη τσατσάρα μόνο μέσα της!
Κάποτε ο Σκουλούδης είπε στον Σουρή, έχοντας υπ' όψη του την ευρύτατη κυκλοφορία του "ΡΩΜΗΟΥ" που όμως πουλιότανε φτηνά:
-"Αν είχατε γεννηθεί Γάλλος, θα ήσαστε εκατομμυριούχος".
Κι ο Σουρής απάντησεν ετοιμόλογα:
-"Καλύτερα θα ήταν αν οι Γάλλοι είχανε γεννηθεί ...Έλληνες".
http://www.peri-grafis.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.