ΛΥΚΟΣ
Την ένοιωσε, δεν την είδε. Πρώτα την ένοιωσε. Όπως ο λύκος το θήραμα. Πλησίασε με τον αέρα που υπόσχεται θύελλες. Την μύρισε. Αυτή τη μυρωδιά κάτω απ το άρωμα. Η βασανιστική ισορροπία που παίζει με την μικρή φλέβα στο λαιμό. Άρωμα, γυναίκα. Γυναίκα άρωμα.Γυναίκα. Κι αυτός λύκος.
"Γειά σου είμαι η Κατερίνα. Από δω ο Γιάννος"
Γύρισε και την είδε. Αυτή ήταν η Κατερίνα. Και αυτός κάποιος. Κάποιος που τη συνόδευε. Αυτή ήταν λοιπόν η Κατερίνα. Γνωστή ηθοποιός. Με τον αέρα της. Παιδί κάποιας παλιάς θύελλας. Μάνα κάποιας καινούριας.
Έλαμπε. Σταύρωσε τα τεράστια πόδια της και πάνω της σταυρώθηκαν τα βλέματα του κόσμου. Άπλωσε τα χέρια της σαν υπόσχεση και σε λίγο το γέλιο της. Γέλαγε. Μισόκλεινε τα μάτια και ..γέλαγε. Δυό μικρές ρυτίδες εμφανίζονταν σε κάθε μάτι. Ήταν σίγουρος πως αγνοούσε την ομορφιά τους. Τη φοβόταν. Πόσο όμορφη ήταν.
Χάθηκε μέσα στην κουβέντα της μεγάλης παρέας και ύστερα αναδύθηκε. Με τα μαύρα της μαλλιά, με το γέλιο της, με το κλάμα της. Ναι το κλάμα της. Κανένας δεν τον καταλάβαινε. Μόνο αυτός. Ο λύκος.
Γύρισε τα μάτια του και είδε τον Γιάννο. Αρκετά μικρότερος. Δεν ήξερε τι σημαίνει θύελλα. Τι θα πει ναυάγιο. Πώς κοιτάει ο λύκος. Ο Γιάννος ασχολιόταν "με πέτρες". Εννοούσε με διαμάντια και η φράση ήταν το ακρότατο σύνορο του χιούμορ του. Η Κατερίνα γέλαγε με το κλάμα της. Διαχεόταν, διέκοπτε, πρωταγωνιστούσε. Παντού. Με τον αέρα αυτού που κυριαρχεί, με τη μπόρα αυτού που φοβάται.
"Σ αρέσει το κρασί" τη ρώτησε
"Πολύ" του απάντησε
"Αυτό φταίει;"
"Όχι"
Την ήξερε. Ήξερε τι θα του απαντούσε. Ήξερε τι έπρεπε να τη ρωτήσει. Της το είπε.
"Σε ξέρω. Ξέρω πώς τρως, πώς κάνεις έρωτα. Ξέρω πως θες να σε ταίσω με τα δάχτυλα, ξέρω πως θες να ταράξω την κατασκευασμένη ηρεμία σου, ξέρω πως προτιμάς τη θύελλα που μπορώ να εξαπολύσω απ αυτή που μπορεί να ξεσπάσει μέσα σου".
Χαμογέλασε. "Το νοιώθω αυτό που λες" του απάντησε, "μήπως φταίει η ομοιότητα που λένε όλοι πως έχω με την πρώην σου"
Γέλασε αυτός. "Φταίει η ομοιότητα που έχεις με όλες τις γυναίκες που θέλουν να γίνουν άλλες αλλά δεν αντέχουν ούτε αυτό που είναι ούτε την αλλαγή"
Ήπιε μια γρήγορη γουλιά από το ποτήρι της και κοίταξε λοξά προς τη μεριά του Γιάννου.
"Θέλεις να βρεθούμε να τα πούμε, με ενδιαφέρει η άποψή σου" του είπε
"Όχι, γιατί είσαι αλογάκι της Παναγίας"
"Τι;"
"Τρως αυτόν που ερωτεύεσαι γιατί δεν τον αντέχεις. Δεν αντέχεις την απαίτηση που έχει η ίδια η επιλογή σου. Θες να υπάρχεις χωρίς κόστος και αυτό είναι το κόστος σου. Μοναξιά λέγεται. Με θόρυβο.Γι αυτό διάλεξες τον "πετρά". Είσαι αυτοκαταστροφική"
Τα μάτια της γυάλισαν. Πίστεψε πως θα κλάψει. Γύρισε όμως στην παρέα και άρχισε να γελά χωρίς λόγο. Έκανε και αυτός το ίδιο. Σαν λύκος γύρισε αργά το κεφάλι προς τον Γιάννο και τον ρώτησε:
"Εσύ που ασχολείσαι με διαμάντια έχεις δει τι χρώμα έχει το διαμάντι όταν το βγάζει ο "ντιγκαμαν" από τις λάσπες στη Σιέρα Λεόνε"
"Βέβαια από διάφανο ως μαύρο"
"Όχι φίλε μου"
"Αφού έχω δει"
"Έχει το χρώμα απ το θολό βλέμα της μοναξιάς. Της μοναξιάς μιας γυναίκας ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους"
Α ρε δασκαλε :-) Xαιρετισμους απο Βελιγραδι.
ΑπάντησηΔιαγραφή