Ο Ηλίας είναι ένας άνθρωπος ξεχωριστός. Άριστος φίλος.
Πολύ ωραίος άνθρωπος. Και πολύ ανοιχτό μυαλό. Απέχει μια αιωνιότητα από αυτό που ήταν στα 20. Θα μου πείτε έτσι δεν είναι για όλους μας? Στη περίπτωση του Ηλία όταν λέω μια αιωνιότητα το εννοώ. Γιατί στα 20 του, η τύχη το έφερε έτσι ώστε να χρειαστεί να αναθεωρήσει ότι ήξερε, ότι πίστευε μέσα σε λίγα λεπτά.
Ήταν καλοκαίρι καλή ώρα, κι έκανε διακοπές στο χωριό του. Ένα ορεινό χωριό σ΄ενα από τα πανέμορφα ελληνικά βουνά. Είχε σουρουπώσει κι όπως κάθε απόγευμα ήθελε να ανάψει ένα τσιγαράκι με την ησυχία του, κάπου μόνος του, γιατί η μάνα του μόλις τον έβλεπε να ανάβει το "φαρμακουλίδι" άρχιζε τη γκρίνια.
Ήταν τότε στο Πολυτεχνείο, ένας καλός σπουδαστής, τον ελεύθερο χρόνο του ρόκαρε με μια μικρή μπάντα από φίλους, αριστερός ιδεολογικά, άθεος, ο κλασικός τύπος που είχε κάθετες απόψεις για όλους και για όλα από τα 20. Κορόιδευε τις γραφικότητες, θεωρούσε βλακώδες το κάθε τι που δεν μπορούσε να εξηγήσει με τη λογική και σαφέστατα επιχειρήματα και αποδείξεις.
Πήρε λοιπόν τα τσιγάρα του κι ένα ωραίο φραπέ κι ανέβηκε στο... δάσος. Να συμπληρώσω πως είχε μια τρέλα με τη φύση. Όποτε είχε την ευκαιρία χανόταν μόνος του σε μεγάλους περιπάτους στο δάσος. Υπήρχαν φορές που την άραζε και σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη που την είχε διαμορφώσει σαν μικρή φωλιά "ησυχίας". Την άραξε κάτω από ένα δέντρο και πίνοντας το καφεδάκι θαύμαζε τη νύχτα που έπεφτε σιγά σιγά. Τότε άκουσε ένα θόρυβο, πολύ κοντά του, μπροστά του, σαν κάποιος να κινόταν μέσα στους θάμνους. Κοίταξε καλύτερα και είδε ένα περίεργο φως. Κανένας χωρικός με φακό? σκέφτηκε. Πριν προλάβει να σκεφτεί, από τους θάμνους βγήκε κάτι που όσα χρόνια και να περάσουν δεν θα μπορέσει να εξηγήσει. Τα υπόλοιπα (ποιος ξέρει λεπτά) τα πέρασε κοκαλωμένος με το φραπέ να έχει πέσει από το χέρι του, και τη καρδιά του να προσπαθεί να μην σπάσει από το φόβο.
Το πλάσμα αυτό καρφώθηκε επάνω του με το βλέμμα του (αν ήταν μάτια αυτά που είχε) Χάθηκε ο χρόνος, οι ήχοι από το δάσος, ο κόσμος ολόκληρος είχε χαθεί σε ένα απίστευτο φόβο. Όπως ξαφνικά εμφανίστηκε με ένα απότομο σάλτο χάθηκε στους θάμνους κι εκείνη τη στιγμή ήταν όλα σαν να άρχισαν να λ
Πήρε λοιπόν τα τσιγάρα του κι ένα ωραίο φραπέ κι ανέβηκε στο... δάσος. Να συμπληρώσω πως είχε μια τρέλα με τη φύση. Όποτε είχε την ευκαιρία χανόταν μόνος του σε μεγάλους περιπάτους στο δάσος. Υπήρχαν φορές που την άραζε και σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη που την είχε διαμορφώσει σαν μικρή φωλιά "ησυχίας". Την άραξε κάτω από ένα δέντρο και πίνοντας το καφεδάκι θαύμαζε τη νύχτα που έπεφτε σιγά σιγά. Τότε άκουσε ένα θόρυβο, πολύ κοντά του, μπροστά του, σαν κάποιος να κινόταν μέσα στους θάμνους. Κοίταξε καλύτερα και είδε ένα περίεργο φως. Κανένας χωρικός με φακό? σκέφτηκε. Πριν προλάβει να σκεφτεί, από τους θάμνους βγήκε κάτι που όσα χρόνια και να περάσουν δεν θα μπορέσει να εξηγήσει. Τα υπόλοιπα (ποιος ξέρει λεπτά) τα πέρασε κοκαλωμένος με το φραπέ να έχει πέσει από το χέρι του, και τη καρδιά του να προσπαθεί να μην σπάσει από το φόβο.
Το πλάσμα αυτό καρφώθηκε επάνω του με το βλέμμα του (αν ήταν μάτια αυτά που είχε) Χάθηκε ο χρόνος, οι ήχοι από το δάσος, ο κόσμος ολόκληρος είχε χαθεί σε ένα απίστευτο φόβο. Όπως ξαφνικά εμφανίστηκε με ένα απότομο σάλτο χάθηκε στους θάμνους κι εκείνη τη στιγμή ήταν όλα σαν να άρχισαν να λ
ειτουργούν εκ νέου. Οι ήχοι, ο χρόνος και η καρδιά του Ηλία. Ο οποίος σηκώθηκε σε μια κρίση απόλυτου πανικού τρέχοντας προς το σπίτι με μια κούρσα που θα έκανε τον Μπολτ να αισθανθεί σύμπλεγμα κατωτερότητας!
Έφτασε στο σπίτι και δεν ήθελε να μπει μέσα. Δεν ήθελε να τον δουν έτσι. Τι να πει και σε ποιον? Χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να σκεφτεί μια φράση που θα τον ακολουθούσε πλέον για όλη του τη ζωή "γ@μήθηκαν τα πάντα..." Ο Ηλίας μόλις είχε μπει στο κόσμο του αλλόκοτου εκείνον που ήταν γεμάτος με γραφικούς τρελαμένους, που λίγες ώρες πριν ο ίδιος τους θεωρούσε ανέκδοτο. Η σχολή, το σπίτι του, η κοπέλα του, η μπάντα και οι κολλητοί του ήταν ξαφνικά σαν να βρισκόντουσαν στο κανονικό σύμπαν ενώ αυτός είχε περάσει απέναντι.
Δεν είπε σε κανέναν τίποτα γιατί ήξερε πως τι θα του έλεγαν. Οι περισσότεροι θα του έλεγαν με σιγουριά πως αποκοιμήθηκε κι είδε όνειρο. Άλλοι θα τον κοίταζαν με νόημα και θα του έλεγαν "τι είχε ρε μεγάλε εκείνο το τσιγάρο" Αν επέμενε στην ιστορία του, η μητέρα θα έψαχνε με τρόπο ένα καλό γιατρό να κοιτάξει λιγάκι το παιδί. Το ήξερε γιατί αυτό πίστευε για οτιδήποτε δεν χώραγε στο μικρό του κόσμο μέχρι πριν από λίγο. Όμως αυτός ο μικρός και σίγουρος κόσμος τον είχε αποχαιρετίσει. Από την άλλη μέρα κιόλας άρχισαν να μαζεύονται βιβλία παράξενα στα ράφια του. Χάρτες της περιοχής και ότι μπορούσε να συγκεντρώσει από λαογραφικά στοιχεία. Άρχισε να διαβάζει για εξωγήινους και δαίμονες. Για νεράιδες και σάτυρους. Διαβάζοντας άρχισε να συσσωρεύει ένα μεγάλο όγκο γνώσεων για το παράξενο,όπου τίποτα δεν του φαινόταν παράξενο πια. Πήγε ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο να βρει οποιαδήποτε απόδειξη, ίσως μια νέα συνάντηση με το περίεργο πλάσμα...
Στους φίλους δεν είπε τίποτα. Απλά άρχισε να ψάχνει για άλλου είδους ανθρώπους. Εκείνους τους τρελαμένους.. Μέχρι που έπεσε σε μια παρέα που του ήρθε σαν θείο δώρο. Δεν υπήρχε ούτε ένας λογικός σ΄αυτή τη παρέα, ούτε ένας που να θεωρούσε το πλασματάκι του "παράξενο" Η μια κοπέλα είχε δει όχι ανθρωπάκια αλλά ότι δεν φαντάζεται κανένας άνθρωπος από εκείνους που είναι γεμάτοι βεβαιότητες. Και τα διηγόταν χωρίς κανένα πρόβλημα, χωρίς φόβο και χωρίς να την ενδιαφέρει τι θα σκεφτούν οι υπόλοιποι. Την πρώτη φορά που τον είδε χωρίς να ξέρει τίποτα γι΄αυτόν έσκυψε και του είπε με πολύ ήρεμο τόνο "έχεις χάσει το πατέρα σου αλλά τον κουβαλάς πάντα μαζί σου, σαν ένα φως που είναι γύρω σου και δεν σ΄αφήνει ούτε λεπτό" Ο Ηλίας που κανείς σ΄εκείνη τη παρέα δεν ήξερε πως έχει όντως χάσει το πατέρα του και που όλα τα τελευταία χρόνια ευχόταν να τον είχε γιατί ήταν τόσο ξεχωριστός που θα ήταν και ο μόνος που θα καταλάβαινε τι του συμβαίνει, δεν παραξενεύτηκε, του φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό. Όλα έμοιαζαν πλέον φυσιολογικά. Ένας ολόκληρος κόσμος κρυμμένος μέσα στο κόσμο που ήξερε. Με ανθρώπους χαρισματικούς, βγαλμένους μέσα από τα παραμύθια, με άλλα πλάσματα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα μας χωρίς αυτό να θεωρείται παράξενο, με ανθρώπους με ιδιαίτερες ικανότητες που μπορούσαν να διαβάσουν τη κάθε λεπτομέρεια της ψυχής, κι άλλους που έμοιαζαν να αφουγκράζονται και να βλέπουν πράγματα εκεί που οι υπόλοιποι έβλεπαν απλά ένα τίποτα.
Όμως μια πίκρα έμενε ριζωμένη συνέχεια μέσα του. Η απόσταση από τους παλιούς του συντρόφους, η απόσταση από το σπίτι του, τους δικούς του ανθρώπους που τους έβλεπε να κοιτάνε τα ίδια και τα ίδια ανούσια πράγματα, ανυποψίαστοι σε όλα αυτά που υπάρχουν πέρα από τις παρωπίδες τους, και πεισματικά βέβαιοι πως ότι δεν ήξεραν δεν υπήρχε. Βέβαιοι πως υπάρχουν μόνο οι βεβαιότητές τους. Μόνιμα αρνητικοί. Μόνιμα ανένδοτοι σε οτιδήποτε ξέφευγε στο ελάχιστο από τη πάγια αντίληψή τους. Κι όσο μεγαλύτερο ήταν το μορφωτικό τους επίπεδο τόσο πιο κάθετοι ήταν.
Εκείνος ζούσε πλέον δυο ζωές. Στη μια έκανε ότι όλοι οι άλλοι. Δούλευε σε μια δουλειά, έβγαινε για το ποτάκι του μαζί με τη παλιοπαρέα, έπαιζε στη κιθάρα του τις ροκιές του, τσακωνόταν για πολιτικά κάθε που έφταναν εκλογές, απολάμβανε το τάβλι μαζί με το φραπεδάκι του, συμμετείχε σε γιορτές και επαιτείους όπως το θελε η οικογένεια, παρακολουθούσε όλο αυτό το πλήθος που προχωρούσε χωρίς να έχει ανοίξει καμιά άλλη πόρτα ποτέ, εκτός από εκείνη του σπιτιού του.
Και μια δεύτερη ζωή γεμάτη θαύματα. Απίστευτες καταστάσεις κι απίστευτους ανθρώπους. Όσο για το ανθρωπάκι ήταν μόνο η μικρή εισαγωγή σε όσα στα επόμενα χρόνια της ζωής θα μάθαινε. Προσπάθησε μερικές φορές να φέρει σε επαφή τους δυο κόσμους, διακινδυνεύοντας να γίνει γραφικός ή να τον κατατάξουν στους τρελούς, αλλά κατάλαβε πως ήταν μάταιο. Για κάποιο περίεργο λόγο οι άνθρωποι του παράξενου κόσμου αναγνωριζόντουσαν μεταξύ τους με το που συναντιόντουσαν. Είχαν μια έλξη που αργά ή γρήγορα τους έφερνε σε επαφή. Στο γνωστό σύμπαν των βεβαιοτήτων ο προκαθορισμένος ρυθμός συνεχίζεται σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι που όλοι θεωρούν δεδομένο πως πρέπει να ακολουθούν. Οι άνθρωποι κατατάσσονται σε target group που έχουν αυτές ή εκείνες τις προτιμήσεις, οι κανόνες που ακολουθεί η κάθε ομάδα είναι αυτές. Τα όρια του λογικού και του παράλογου τα έχουν στα χέρια τους λαμπροί επιστήμονες βέβαιοι για την ορθότητα των γνώσεών τους, ότι δεν μπορεί κάποιος να το εξηγήσει υπάρχει πάντα πρόθυμη μια θρησκεία που θα το καταχωρήσει σε όσα μόνο ο θεός ξέρει, κι όσα ορίζονται σαν απαραίτητα και χρήσιμα, τα καθορίζουν κράτη, νόμοι, δόγματα, συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συστήματα που δίνουν εντολές στο τι πρέπει να θέλει κάποιος και τι όχι και τι πρέπει να πιστεύει και τι όχι.
And the life goes on....
Κάθε φορά που έβλεπα εκείνη τη γνωστή διαφήμιση με εκείνο το απιθανο κοριτσάκι που έλεγε "εχω δει εξωγήινους, εσύ?" χαμογέλαγα σκεπτόμενη το φίλο τον Ηλία και όλες τις παλιοπαρέες. Τώρα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι σπάνε τα φράγματα και κοιτάζω όλους αυτούς τους απίστευτους απατεώνες να ρίχνουν μέσα στο νερό που ξεφεύγει ελεύθερο κάθε είδους απατεωνιές, έτσι ώστε όλο και περισσότεροι που βρίσκονται σε πλήρη άγνοια να θεωρούν τον εαυτό τους σοφό και υγιή, και όσοι ξυπνάνε να νοιώθουν ενοχές και να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους πως ήταν όνειρο. Είμαστε στην εποχή της υπερπληροφόρησης και παραπληροφόρησης φυσικά. Οπου όλα επιτρέπονται. Το καλύτερο κόλπο. Γιατί να κάνει κανείς κυνήγι μαγισσών? Δεν χρειάζεται πλέον. Επιτρέπουμε στο καθένα να πιστέψει ότι θέλει γιατί έτσι θα είναι αδύνατον να ξεχωρίσει που είναι η αλήθεια και που το ψέμα.
Κάποτε είχαν ξαμολήσει τιμωρούς που εκτελούσαν όσους πίστευαν στο διαφορετικό. Τώρα έχουν κάνει κάτι πιο έξυπνο. Ξαμόλησαν απατεώνες να κατευθύνουν κι αυτό που δεν θα έπρεπε να κατευθύνεται από κανέναν. Το μεγάλο τους πρόβλημα όμως είναι πως τελικά θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι σαν τον Ηλία.
(αφιερωμένο εξαιρετικά για τους φίλους που οι σχέσεις τους με ότι τους περιβάλλει δεν είναι απαραίτητα δημόσιες σχέσεις και που σίγουρα για να ταξιδέψουν στο δικό τους κόσμο δεν έχουν ανάγκη από την έγκριση κανενός συνοριοφύλακα...)
Έφτασε στο σπίτι και δεν ήθελε να μπει μέσα. Δεν ήθελε να τον δουν έτσι. Τι να πει και σε ποιον? Χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να σκεφτεί μια φράση που θα τον ακολουθούσε πλέον για όλη του τη ζωή "γ@μήθηκαν τα πάντα..." Ο Ηλίας μόλις είχε μπει στο κόσμο του αλλόκοτου εκείνον που ήταν γεμάτος με γραφικούς τρελαμένους, που λίγες ώρες πριν ο ίδιος τους θεωρούσε ανέκδοτο. Η σχολή, το σπίτι του, η κοπέλα του, η μπάντα και οι κολλητοί του ήταν ξαφνικά σαν να βρισκόντουσαν στο κανονικό σύμπαν ενώ αυτός είχε περάσει απέναντι.
Δεν είπε σε κανέναν τίποτα γιατί ήξερε πως τι θα του έλεγαν. Οι περισσότεροι θα του έλεγαν με σιγουριά πως αποκοιμήθηκε κι είδε όνειρο. Άλλοι θα τον κοίταζαν με νόημα και θα του έλεγαν "τι είχε ρε μεγάλε εκείνο το τσιγάρο" Αν επέμενε στην ιστορία του, η μητέρα θα έψαχνε με τρόπο ένα καλό γιατρό να κοιτάξει λιγάκι το παιδί. Το ήξερε γιατί αυτό πίστευε για οτιδήποτε δεν χώραγε στο μικρό του κόσμο μέχρι πριν από λίγο. Όμως αυτός ο μικρός και σίγουρος κόσμος τον είχε αποχαιρετίσει. Από την άλλη μέρα κιόλας άρχισαν να μαζεύονται βιβλία παράξενα στα ράφια του. Χάρτες της περιοχής και ότι μπορούσε να συγκεντρώσει από λαογραφικά στοιχεία. Άρχισε να διαβάζει για εξωγήινους και δαίμονες. Για νεράιδες και σάτυρους. Διαβάζοντας άρχισε να συσσωρεύει ένα μεγάλο όγκο γνώσεων για το παράξενο,όπου τίποτα δεν του φαινόταν παράξενο πια. Πήγε ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο να βρει οποιαδήποτε απόδειξη, ίσως μια νέα συνάντηση με το περίεργο πλάσμα...
Στους φίλους δεν είπε τίποτα. Απλά άρχισε να ψάχνει για άλλου είδους ανθρώπους. Εκείνους τους τρελαμένους.. Μέχρι που έπεσε σε μια παρέα που του ήρθε σαν θείο δώρο. Δεν υπήρχε ούτε ένας λογικός σ΄αυτή τη παρέα, ούτε ένας που να θεωρούσε το πλασματάκι του "παράξενο" Η μια κοπέλα είχε δει όχι ανθρωπάκια αλλά ότι δεν φαντάζεται κανένας άνθρωπος από εκείνους που είναι γεμάτοι βεβαιότητες. Και τα διηγόταν χωρίς κανένα πρόβλημα, χωρίς φόβο και χωρίς να την ενδιαφέρει τι θα σκεφτούν οι υπόλοιποι. Την πρώτη φορά που τον είδε χωρίς να ξέρει τίποτα γι΄αυτόν έσκυψε και του είπε με πολύ ήρεμο τόνο "έχεις χάσει το πατέρα σου αλλά τον κουβαλάς πάντα μαζί σου, σαν ένα φως που είναι γύρω σου και δεν σ΄αφήνει ούτε λεπτό" Ο Ηλίας που κανείς σ΄εκείνη τη παρέα δεν ήξερε πως έχει όντως χάσει το πατέρα του και που όλα τα τελευταία χρόνια ευχόταν να τον είχε γιατί ήταν τόσο ξεχωριστός που θα ήταν και ο μόνος που θα καταλάβαινε τι του συμβαίνει, δεν παραξενεύτηκε, του φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό. Όλα έμοιαζαν πλέον φυσιολογικά. Ένας ολόκληρος κόσμος κρυμμένος μέσα στο κόσμο που ήξερε. Με ανθρώπους χαρισματικούς, βγαλμένους μέσα από τα παραμύθια, με άλλα πλάσματα που κυκλοφορούσαν ανάμεσα μας χωρίς αυτό να θεωρείται παράξενο, με ανθρώπους με ιδιαίτερες ικανότητες που μπορούσαν να διαβάσουν τη κάθε λεπτομέρεια της ψυχής, κι άλλους που έμοιαζαν να αφουγκράζονται και να βλέπουν πράγματα εκεί που οι υπόλοιποι έβλεπαν απλά ένα τίποτα.
Όμως μια πίκρα έμενε ριζωμένη συνέχεια μέσα του. Η απόσταση από τους παλιούς του συντρόφους, η απόσταση από το σπίτι του, τους δικούς του ανθρώπους που τους έβλεπε να κοιτάνε τα ίδια και τα ίδια ανούσια πράγματα, ανυποψίαστοι σε όλα αυτά που υπάρχουν πέρα από τις παρωπίδες τους, και πεισματικά βέβαιοι πως ότι δεν ήξεραν δεν υπήρχε. Βέβαιοι πως υπάρχουν μόνο οι βεβαιότητές τους. Μόνιμα αρνητικοί. Μόνιμα ανένδοτοι σε οτιδήποτε ξέφευγε στο ελάχιστο από τη πάγια αντίληψή τους. Κι όσο μεγαλύτερο ήταν το μορφωτικό τους επίπεδο τόσο πιο κάθετοι ήταν.
Εκείνος ζούσε πλέον δυο ζωές. Στη μια έκανε ότι όλοι οι άλλοι. Δούλευε σε μια δουλειά, έβγαινε για το ποτάκι του μαζί με τη παλιοπαρέα, έπαιζε στη κιθάρα του τις ροκιές του, τσακωνόταν για πολιτικά κάθε που έφταναν εκλογές, απολάμβανε το τάβλι μαζί με το φραπεδάκι του, συμμετείχε σε γιορτές και επαιτείους όπως το θελε η οικογένεια, παρακολουθούσε όλο αυτό το πλήθος που προχωρούσε χωρίς να έχει ανοίξει καμιά άλλη πόρτα ποτέ, εκτός από εκείνη του σπιτιού του.
Και μια δεύτερη ζωή γεμάτη θαύματα. Απίστευτες καταστάσεις κι απίστευτους ανθρώπους. Όσο για το ανθρωπάκι ήταν μόνο η μικρή εισαγωγή σε όσα στα επόμενα χρόνια της ζωής θα μάθαινε. Προσπάθησε μερικές φορές να φέρει σε επαφή τους δυο κόσμους, διακινδυνεύοντας να γίνει γραφικός ή να τον κατατάξουν στους τρελούς, αλλά κατάλαβε πως ήταν μάταιο. Για κάποιο περίεργο λόγο οι άνθρωποι του παράξενου κόσμου αναγνωριζόντουσαν μεταξύ τους με το που συναντιόντουσαν. Είχαν μια έλξη που αργά ή γρήγορα τους έφερνε σε επαφή. Στο γνωστό σύμπαν των βεβαιοτήτων ο προκαθορισμένος ρυθμός συνεχίζεται σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι που όλοι θεωρούν δεδομένο πως πρέπει να ακολουθούν. Οι άνθρωποι κατατάσσονται σε target group που έχουν αυτές ή εκείνες τις προτιμήσεις, οι κανόνες που ακολουθεί η κάθε ομάδα είναι αυτές. Τα όρια του λογικού και του παράλογου τα έχουν στα χέρια τους λαμπροί επιστήμονες βέβαιοι για την ορθότητα των γνώσεών τους, ότι δεν μπορεί κάποιος να το εξηγήσει υπάρχει πάντα πρόθυμη μια θρησκεία που θα το καταχωρήσει σε όσα μόνο ο θεός ξέρει, κι όσα ορίζονται σαν απαραίτητα και χρήσιμα, τα καθορίζουν κράτη, νόμοι, δόγματα, συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συστήματα που δίνουν εντολές στο τι πρέπει να θέλει κάποιος και τι όχι και τι πρέπει να πιστεύει και τι όχι.
And the life goes on....
Κάθε φορά που έβλεπα εκείνη τη γνωστή διαφήμιση με εκείνο το απιθανο κοριτσάκι που έλεγε "εχω δει εξωγήινους, εσύ?" χαμογέλαγα σκεπτόμενη το φίλο τον Ηλία και όλες τις παλιοπαρέες. Τώρα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι σπάνε τα φράγματα και κοιτάζω όλους αυτούς τους απίστευτους απατεώνες να ρίχνουν μέσα στο νερό που ξεφεύγει ελεύθερο κάθε είδους απατεωνιές, έτσι ώστε όλο και περισσότεροι που βρίσκονται σε πλήρη άγνοια να θεωρούν τον εαυτό τους σοφό και υγιή, και όσοι ξυπνάνε να νοιώθουν ενοχές και να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους πως ήταν όνειρο. Είμαστε στην εποχή της υπερπληροφόρησης και παραπληροφόρησης φυσικά. Οπου όλα επιτρέπονται. Το καλύτερο κόλπο. Γιατί να κάνει κανείς κυνήγι μαγισσών? Δεν χρειάζεται πλέον. Επιτρέπουμε στο καθένα να πιστέψει ότι θέλει γιατί έτσι θα είναι αδύνατον να ξεχωρίσει που είναι η αλήθεια και που το ψέμα.
Κάποτε είχαν ξαμολήσει τιμωρούς που εκτελούσαν όσους πίστευαν στο διαφορετικό. Τώρα έχουν κάνει κάτι πιο έξυπνο. Ξαμόλησαν απατεώνες να κατευθύνουν κι αυτό που δεν θα έπρεπε να κατευθύνεται από κανέναν. Το μεγάλο τους πρόβλημα όμως είναι πως τελικά θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι σαν τον Ηλία.
(αφιερωμένο εξαιρετικά για τους φίλους που οι σχέσεις τους με ότι τους περιβάλλει δεν είναι απαραίτητα δημόσιες σχέσεις και που σίγουρα για να ταξιδέψουν στο δικό τους κόσμο δεν έχουν ανάγκη από την έγκριση κανενός συνοριοφύλακα...)
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ - ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.