Στην Ελλάδα, από τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής και έως το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ο ναργιλές ή αργιλές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την παρανομία. Ξανάγινε διάσημος κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Τότε, δηλαδή, που τα πρώτα σπέρματα πολυπολιτισμικότητας άνθισαν την κουλτούρα τους. Μ’ αυτόν τον περίεργο ιστορικά τρόπο, ο ναργιλές, από εργαλείο μαζικής χασισοποτείας, μετατράπηκε σε φετίχ ανατολίτικων ριζών… Οι δημιουργοί λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών του προηγούμενου αιώνα τον τίμησαν δεόντως αφιερώνοντάς του αμέτρητους στίχους. Την ίδια εποχή, η φιλμογραφία κι η ζωγραφική τόλμησαν να το φιλοξενήσουν εμφατικά στο προσκήνιό τους αγνοώντας το περί παρανομίας υπονοούμενό του.
Ας μιλήσουμε όμως, τώρα, για την καθαρά καπνική εμπειρία παραμερίζοντας τα περαιτέρω ιστορικά!.. Πρώτο προσόν του ναργιλέ είναι ότι μπορεί, χάρις τη φιάλη νερού στη βάση του που “φιλτράρει” το ζεστό καπνό, να κρατά δροσερό το κάπνισμα μέχρι τέλους.
Προσωπικά, επιλέγω χειμώνα-καλοκαίρι να προσθέτω πάγο για ακόμα δροσερότερο αποτέλεσμα. Δεύτερο πλεονέκτημα είναι τα καπνά που προσφέρονται για αργιλέ (τουμπεκί) και έχουν τεράστια γκάμα γεύσεων, όχι βέβαια λόγω ποικιλιών ή χαρμανιού, αλλά λόγω των ...
γευστικών προσθέτων της μολάσσας με την οποία εμποτίζεται ο καπνός. Μιλάμε, δηλαδή, για επεξεργασία εξίσου άγρια – αν όχι χειρότερη – με τον καπνό τσιγάρου.
Να “πατήσουμε” έναν αργιλέ μαζί;
Κατ’ αρχήν, αποσυναρμολογούμε όλο το σύστημα: φιάλη, μεταλλικό σωλήνα, λουλά, μαρκούτσι. Τα πλένουμε καλά είτε τα πρωτοχρησιμοποιούμε (σκόνη, σκουπιδάκια από την κατασκευή ή τη μεταφορά), είτε είναι από προηγούμενη χρήση (γεύσεις και υπολείμματα από διαφορετικό τουμπεκί, καρβουνάκι, κτλ). Για το μαρκούτσι ή τσιμπούκι (τον εύκαμπτο σωλήνα από τον οποίο ρουφάμε τον καπνό) υπάρχουν ειδικά βουρτσάκια περασμένα σε κορδόνι για να καθαρίζουμε εσωτερικά το εξάρτημα σ’ όλο το μήκος του. Για το λουλά (πήλινη εστία στην οποία καίμε το τουμπεκί) αρκεί ένα τρίψιμο με σφουγγάρι ώστε να ξεκολλήσουν πιθανά υπολείμματα από προηγούμενο καπνό. Για τη φιάλη, με μια κοινή βούρτσα για ποτήρια θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα.
Σε ένα γκαζάκι καίμε ξυλοκάρβουνο τέτοιου μεγέθους που να μην ξεπερνάει την επιφάνεια του λουλά. Προσοχή! Αποφεύγουμε καρβουνάκι που χρησιμοποιείται σε λιβανιστήρια, γιατί έχει χημικά (άρα μυρίζει) και επίσης εκλύει πολύ, σκούρο καπνό που μαυρίζει τους τοίχους. Σε μαγαζιά με ναργιλέδες και τουμπεκί θα βρείτε συσκευασίες με το κατάλληλο ξυλοκάρβουνο για το σκοπό.
Ενώ το γκαζάκι καίει, προετοιμάζουμε το τουμπεκί. Ο καπνός μάς έρχεται σε συμπιεσμένη μάζα με υψηλή υγρασία και συνήθως διπλό τύλιγμα. Ψιλοκόβουμε το τουμπεκί σε φλοίδες όχι μεγαλύτερες από το μικρό μας νύχι και το ακουμπάμε πάνω στο λουλά χωρίς να τις πιέζουμε. Όσο πιο ψιλοκομμένο και καλοβαλμένο είναι το τουμπεκί, τόσο καλύτερη η καύση. Αν το παρακάνουμε κάπως σε ποσότητα καπνού, χωρίς να ξεχειλίζει όμως, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ακολούθως, κόβουμε ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο. Το περνάμε πάνω από το τουμπεκί και γύρω από το λουλά (σα να τον καπακώνουμε), το σταθεροποιούμε και μετά, με μία οδοντογλυφίδα, του πατάμε τρυπούλες σε όλη την επιφάνειά του (σε μερικούς αργιλέδες ο λουλάς είναι προκατασκευασμένος και δε χρειάζεται αυτή τη διαδικασία). Δεν ξεχνάμε, εν τω μεταξύ, να γυρίζουμε το ξυλοκάρβουνο στο γκαζάκι ώστε να “αρπάξει”, κατά το δυνατόν, ομοιόμορφα. Είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Βάζουμε κρύο νερό στη φιάλη (αν θέλετε και παγάκια) έως τέτοιου ύψους που το κάτω μέρος του μεταλλικού σωλήνα να καλύπτεται για ένα μόλις εκατοστό – έχετε υπ’ όψιν σας ότι ο πάγος όταν λιώσει θα ρίξει λίγο τη στάθμη.
Κουμπώνουμε το μεταλλικό στέλεχος καλά στη φιάλη ώστε να μην έχει διαρροή αέρα. Περνάμε το λουλά πάνω στον αργιλέ (αν έχει δισκάκι για το κάρβουνο, δεν το ξεχνάμε) και με την τσιμπίδα ακουμπάμε το ξυλοκάρβουνο πάνω στο αλουμινόχαρτο. Σφηνώνουμε, τέλος, καλά το μαρκούτσι και ξεκινάμε τις τσιμπουκιές. Οι πρώτες ρουφηξιές, μέχρι να πυρώσει το τουμπεκί, θά ‘ναι τζούφιες, ενώ αν υπάρχει βαλβίδα, καλό είναι για αρχή να την έχουμε κλειστή. Σε λίγο, ένας καπνός κρεμώδης και πυκνός (σα να νιώθεις ότι μπορείς να το δαγκώσεις) θα γεμίσει το στόμα μας με βαριά γεύση και τον αέρα γύρω με ευωδιαστά ντουμάνια. Προσωπικά, προτείνω ανεπιφύλακτα τουμπεκάκι με γεύση γιασεμί – σπάνιο μεν, αλλά εξίσου γευστικό με τη συνήθη επιλογή μήλου.
Ας μιλήσουμε όμως, τώρα, για την καθαρά καπνική εμπειρία παραμερίζοντας τα περαιτέρω ιστορικά!.. Πρώτο προσόν του ναργιλέ είναι ότι μπορεί, χάρις τη φιάλη νερού στη βάση του που “φιλτράρει” το ζεστό καπνό, να κρατά δροσερό το κάπνισμα μέχρι τέλους.
Προσωπικά, επιλέγω χειμώνα-καλοκαίρι να προσθέτω πάγο για ακόμα δροσερότερο αποτέλεσμα. Δεύτερο πλεονέκτημα είναι τα καπνά που προσφέρονται για αργιλέ (τουμπεκί) και έχουν τεράστια γκάμα γεύσεων, όχι βέβαια λόγω ποικιλιών ή χαρμανιού, αλλά λόγω των ...
γευστικών προσθέτων της μολάσσας με την οποία εμποτίζεται ο καπνός. Μιλάμε, δηλαδή, για επεξεργασία εξίσου άγρια – αν όχι χειρότερη – με τον καπνό τσιγάρου.
Να “πατήσουμε” έναν αργιλέ μαζί;
Κατ’ αρχήν, αποσυναρμολογούμε όλο το σύστημα: φιάλη, μεταλλικό σωλήνα, λουλά, μαρκούτσι. Τα πλένουμε καλά είτε τα πρωτοχρησιμοποιούμε (σκόνη, σκουπιδάκια από την κατασκευή ή τη μεταφορά), είτε είναι από προηγούμενη χρήση (γεύσεις και υπολείμματα από διαφορετικό τουμπεκί, καρβουνάκι, κτλ). Για το μαρκούτσι ή τσιμπούκι (τον εύκαμπτο σωλήνα από τον οποίο ρουφάμε τον καπνό) υπάρχουν ειδικά βουρτσάκια περασμένα σε κορδόνι για να καθαρίζουμε εσωτερικά το εξάρτημα σ’ όλο το μήκος του. Για το λουλά (πήλινη εστία στην οποία καίμε το τουμπεκί) αρκεί ένα τρίψιμο με σφουγγάρι ώστε να ξεκολλήσουν πιθανά υπολείμματα από προηγούμενο καπνό. Για τη φιάλη, με μια κοινή βούρτσα για ποτήρια θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα.
Σε ένα γκαζάκι καίμε ξυλοκάρβουνο τέτοιου μεγέθους που να μην ξεπερνάει την επιφάνεια του λουλά. Προσοχή! Αποφεύγουμε καρβουνάκι που χρησιμοποιείται σε λιβανιστήρια, γιατί έχει χημικά (άρα μυρίζει) και επίσης εκλύει πολύ, σκούρο καπνό που μαυρίζει τους τοίχους. Σε μαγαζιά με ναργιλέδες και τουμπεκί θα βρείτε συσκευασίες με το κατάλληλο ξυλοκάρβουνο για το σκοπό.
Ενώ το γκαζάκι καίει, προετοιμάζουμε το τουμπεκί. Ο καπνός μάς έρχεται σε συμπιεσμένη μάζα με υψηλή υγρασία και συνήθως διπλό τύλιγμα. Ψιλοκόβουμε το τουμπεκί σε φλοίδες όχι μεγαλύτερες από το μικρό μας νύχι και το ακουμπάμε πάνω στο λουλά χωρίς να τις πιέζουμε. Όσο πιο ψιλοκομμένο και καλοβαλμένο είναι το τουμπεκί, τόσο καλύτερη η καύση. Αν το παρακάνουμε κάπως σε ποσότητα καπνού, χωρίς να ξεχειλίζει όμως, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ακολούθως, κόβουμε ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο. Το περνάμε πάνω από το τουμπεκί και γύρω από το λουλά (σα να τον καπακώνουμε), το σταθεροποιούμε και μετά, με μία οδοντογλυφίδα, του πατάμε τρυπούλες σε όλη την επιφάνειά του (σε μερικούς αργιλέδες ο λουλάς είναι προκατασκευασμένος και δε χρειάζεται αυτή τη διαδικασία). Δεν ξεχνάμε, εν τω μεταξύ, να γυρίζουμε το ξυλοκάρβουνο στο γκαζάκι ώστε να “αρπάξει”, κατά το δυνατόν, ομοιόμορφα. Είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Βάζουμε κρύο νερό στη φιάλη (αν θέλετε και παγάκια) έως τέτοιου ύψους που το κάτω μέρος του μεταλλικού σωλήνα να καλύπτεται για ένα μόλις εκατοστό – έχετε υπ’ όψιν σας ότι ο πάγος όταν λιώσει θα ρίξει λίγο τη στάθμη.
Κουμπώνουμε το μεταλλικό στέλεχος καλά στη φιάλη ώστε να μην έχει διαρροή αέρα. Περνάμε το λουλά πάνω στον αργιλέ (αν έχει δισκάκι για το κάρβουνο, δεν το ξεχνάμε) και με την τσιμπίδα ακουμπάμε το ξυλοκάρβουνο πάνω στο αλουμινόχαρτο. Σφηνώνουμε, τέλος, καλά το μαρκούτσι και ξεκινάμε τις τσιμπουκιές. Οι πρώτες ρουφηξιές, μέχρι να πυρώσει το τουμπεκί, θά ‘ναι τζούφιες, ενώ αν υπάρχει βαλβίδα, καλό είναι για αρχή να την έχουμε κλειστή. Σε λίγο, ένας καπνός κρεμώδης και πυκνός (σα να νιώθεις ότι μπορείς να το δαγκώσεις) θα γεμίσει το στόμα μας με βαριά γεύση και τον αέρα γύρω με ευωδιαστά ντουμάνια. Προσωπικά, προτείνω ανεπιφύλακτα τουμπεκάκι με γεύση γιασεμί – σπάνιο μεν, αλλά εξίσου γευστικό με τη συνήθη επιλογή μήλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.