# #

28 Απρ 2011

Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο ...(Νάξος: το καλύτερο μέρος να χωρίσεις!)



Πάντα με συγκινούσε ο μύθος του Θησέα και της Αριάδνης.
Μην πάει το μυαλό σας στον Μινώταυρο και στο πώς η Αριάδνω έδωσε το κινητό της στο Θησέα για να μπορέσει αυτός, αφού σκοτώσει το τέρας, να βγει απ’ το λαβύρινθο.
Άλλα πράγματα κάνουν «κλικ» στον Ασκαρούλη!
Όπως, ας πούμε, το γεγονός πως το ερωτευμένο ζευγάρι παντρεύτηκε στο Ηράκλειο με συνοπτικές διαδικασίες, μπήκαν στο πλοίο για Αθήνα, αλλά το λεβεντόπαιδο στις Κυκλάδες έβγαλε φλας αριστερά, πάρκαρε στη Νάξο, έβαλε την Αριάδνη να πάρει έναν υπνάκο, και μόλις ξύπνησε η καψερή ο Αθηναίος αγνάντευε το Σούνιο!
Πρώτος μάγκας ο δικός μας! Άλλωστε, τι θα έλεγε στη θεογκόμενα την Αίγλη, που τον περίμενε κάτω απ’ την Ακρόπολη, αν τον έβλεπε με τη λυσσάρα την Κρητικιά;
Αλλά και η Αριάδνη δεν πήγε χαμένη. Εκεί που έκλαιγε τη μοίρα της στη Νάξο, την είδε ο θεός Διόνυσος, τη λιμπίστηκε, την παντρεύτηκε, έκαναν μαζί πολλά παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Το ηθικό δίδαγμα, πάντως, είναι ένα:
Αν σκέφτεστε να χωρίσετε, ελάτε εδώ στη Νάξο να το κάνετε! Θα σας φέξει και των δυο...


Σε τούτη την παραλία δεν ήρθα τυχαία!
Είχα ξανάλθει το καλοκαίρι του 1987, ως φοιτητής. Παρέα με τη Ν. τον Τζίμη και την Κ.
Μόλις σουρούπωνε, θυμάμαι, φτάσαμε στο σημείο τούτο με κλεμμένο αμάξι κι ανάψαμε φωτιά στην αμμουδιά.
Οι πόρτες του αμαξιού ορθάνοιχτες και το ράδιο, μετά τις ειδήσεις, να παίζει χορευτική μουσική.
Η Κ. φορούσε ένα μπλουζάκι αμάνικο κι ένα σορτσάκι. Λεπτή, μελαψή, λεία... Χόρευε μόνο για τον Τζίμη.
Η Ν. χόρευε μόνο για την πάρτη της! Έμοιαζε με το στάχυ που το παιδεύει ο άνεμος. Ύψωνε τα χέρια της στο φεγγάρι και λίχνιζε τον αέρα με τ’ ακροδάχτυλα.
Όταν άρχισε να με φιλά, το στόμα της ήταν αχνιστό και ζεστό. Το μυαλό μου ξεκόλλησε απ’ το κρανίο του κι ενώθηκε με το ουράνιο στερέωμα...
Κάποιος από μας φώναξε πως το κρασί τέλειωσε.
Πηδήξαμε με τον Τζίμη στ’ αμάξι κι είπαμε πως «γυρίζουμε σε δυο λεπτά».
«Φέρτε και κάτι να τσιμπήσουμε», φώναξε η Κ.
Ο Τζίμης γκάζωσε.
Στα 100 μέτρα φρέναρε απότομα.
Έβλεπε στο καθρεφτάκι του τη φωτιά που ’χαμε ανάψει στην παραλία και τα κορίτσια που ακόμα χόρευαν.
«Κοίτα, ρε πούστη, κοίτα σκηνή! Τρομερές γκόμενες στο πουθενά κι εμείς πάμε για κρασί. Αυτή είναι ζωή! Γουστάρεις ρε πούστη;»
Και βέβαια γούσταρα...

Απ’ τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, θυμάμαι πως προσπαθούσα να φανταστώ κάθε γυναίκα που έβλεπα, θεόγυμνη!
Κι ας μην ήξερα ακόμα τη χρήση και τη σκοπιμότητα του γυμνού.
Κι ας μην ήξερα τι να την κάνω τόση γύμνια...
Από τότε φανταζόμουν τον παράδεισο σαν πορτοκαλάδα με ανθρακικό, κασέρι κι αχνιστό ζυμωτό ψωμί, να σου καίει τα δάχτυλα, και γύρω γυμνές γυναίκες να σου προσφέρουν με νταμιτζάνες μαύρο κρασί!
Μπορεί να έκανα κάθε Κυριακή το «παπαδάκι» στο ιερό της εκκλησίας, αλλά στην πραγματικότητα ήμουν ένας μουσουλμάνος εν παιδικότητι χωρίς να το ξέρω...



2 σχόλια:

  1. Μπορεί να έκανα κάθε Κυριακή το «παπαδάκι» στο ιερό της εκκλησίας......
    καλά το σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι.....
    Κυκλάδες forever!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.