ΑΤΕΧΝΟΣ
ΛΟΓΟΚΛΟΠΟΣ
Ημιτελή έργα, κάκιστοι στίχοι,
αντιγραφές, επαναλήψεις, ταλιμπανισμός.
[ Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
(Βίος και πολιτεία τού Διονύσιου Σολωμού,
εθνικού ποιητή τής Ρωμιοσύνης).]
«Ο ποιητής δεν τέλειωνε τα έργα του. Πάντα τα έγραφε και ποτές του δεν τα έγραψε», κατά την εύστοχη διατύπωση τού Βάρναλη. Ο Σολωμός αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ποιητική δημιουργία, χωρίς να θεωρήσει τελειωμένο και δημοσιεύσιμο κανένα έργο του. Τα μόνα έργα του, που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε ήταν ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» (1825), ένα απόσπασμα τού «Λάμπρου», το «Ωδή εις Μοναχήν» (1829) και το επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» (1849). Τα υπόλοιπα έργα του έμειναν ανολοκλήρωτα.
Τι έλεγε ο ίδιος για τα έργα του: «Δεν είμαι τόσο παλαβός να μην το βλέπω, πως αν δεν είχα μια πεντάρα, οι πιο συνετοί κριτές στα Επτάνησα θα έβρισκαν τούς στίχους μου και τα πεζά μου όμοια με τού Ροΐδη. Κι επειδή έχω μια πεντάρα είναι πρόθυμοι να τα βρουν μάλλον καλά, ακόμα κι άν ήταν χειρότερα από το Ροΐδη.» («Πολίτης», τόμ. Γ΄, σελ. 275-276). Διευκρινίζεται, ότι δεν αναφέρεται στο γνωστό συγγραφέα τής «Πάπισσας Ιωάννας», Εμμανουήλ Ροϊδη, ο οποίος γεννήθηκε πολύ αργότερα (1836) στη Σύρο, αλλά σε ένα γνωστό του ζακυνθινό γιατρό - κακότεχνο ποιητή, τον οποίο σατυρίζει μάλιστα στα ποιήματά του «Το Ιατροσυμβούλιο», «Η Πρωτοχρονιά» και «Οι Κρεμάλες». |
Από τα λίγα ποιήματα, .....
που είχε δημοσιεύσει κι από τις κριτικές, που είχε «φροντίσει» να τύχουν, είχε γίνει γνωστός ως ποιητής ο Σολωμός. Η άποψη των συγχρόνων του στηριζόταν επομένως σε αυτά τα λίγα έργα και χάρη σ΄ αυτά είχε αποκτήσει τη φήμη, που τον συνόδευσε μέχρι τον θάνατό του. Όταν ο φίλος του, Ιάκωβος Πολυλάς, συνέλεξε μετά το θάνατο τού Σολωμού, τα σκόρπια ποιήματα και τα εξέδωσε ως ενιαίο έργο, μεγάλη απογοήτευση κυρίευσε το ευρύ κοινό, εξέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε αμηχανία· οι εφημερίδες, που επαινούσαν «τον μεγαλύτερο έλληνα ποιητή», μετά το θάνατό του δεν έγραψαν τίποτα για την έκδοση των έργων. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια τού Βαλαωρίτη: Το 1857, μετά τον θάνατο τού Σολωμού, έγραφε στον Κωνσταντίνο Ασώπιο, ότι «εψεύσθησαν αι ελπίδες τού έθνους» και το 1877 έγραφε στον Ροΐδη, ότι ο Σολωμός άφησε πίσω του «έναν μόνο ύμνον και ολίγας ασυναρτήτους στροφάς». (Πολίτης 1958, 209.) Αρνητικές κρίσεις για τα ποιήματα τού Σολωμού διατύπωσε και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο δοκίμιό του «Πόθεν η κοινή λέξις "τραγουδώ";», το 1859. «Οι πολιορκισμένοι», «η μάβρη πέτρα», «η αφχαριστήα τού ανθρόπου», «να τρέξο». Σολωμικές ανορθογραφίες, οι οποίες συνεπάγονται και ποιητικές αστοχίες (όταν π.χ. ο ποιητής δεν μπορεί να διακρίνει τα μακρά από τα βραχέα φωνήεντα).
Ο Σολωμός δεν γνώριζε τα ελληνικά κι έγραφε ανορθόγραφα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σήμερα, που επιχειρείται η ψηφιοποίηση τού έργου του, να μην προσφέρεται το έργο του για ψηφιακή επεξεργασία, όπως ομολογείται στην πρόσφατη έκδοσή τού βίου και τού έργου τού Σολωμού από τη Βουλή. (Ερατοσθένη Καψωμένου: «Διονύσιος Σολωμός (1798-1857). Ο βίος, το έργο, η ποιητική του», έκδ. Ίδρυμα τής Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2005, σελ. 40). |
Άτεχνοι στίχοι
Και η γλώσσα και η ποίηση τού Σολωμού όχι μόνο δεν ήταν ηρωικές, μα και πολύ κάτω από το μέτριο. Ιδού μερικά παραδείγματα:
Α! την ώρα καρτερεί
να σε πιάσει από το χέρι,
να σε πάει και να σε... φέρει!
«Προς τον Κύριον Λουδοβίκον Στράνη», 16-18.
Τούτο είν΄ τ΄ όνειρο ψυχή μου.
Τώρα στέκεται εις εσέ,
να το κάμεις ν΄ αληθέψει
και να θυμηθείς για με.
«Το όνειρο», 49-52.
Τ΄ αρνί μόνον ακλούθαε, μπε μπέ, μπε μπέ φωνάζει, Πάντα μπε μπέ, πάντα μπε μπέ και την παιδούλα κράζει. «Ο θάνατος τής ορφανής», 21-22. |
Κακοί στίχοι, που τάχα μιμούνται την αφέλεια τού δημοτικού τραγουδιού! Τα ρήματα εξ άλλου φωνάζει και κράζει είναι ταυτολογία ανυπόφορη χάρη τής ευκολίας τής ρίμας.
Παρόμοια στους τάφους θα εμβεί
να κάμει καθένας να εβγεί.
«Εις Μάρκον Μπότσαρη», 15-16.
Κόσμε ψεύτη! τές κόρες τές μαύρες κατατρέχεις όσο είν΄ ζωντανές. Σκληρέ κόσμε! και δεν τούς λυπάσαι την τιμήν, όταν είναι νεκρές. «Η Φαρμακωμένη», 25-28. Εκτός από την αισθηματολογία επαρχιώτικου νοικοκυρισμού αυτής τής στροφής, ο πρώτος στίχος είναι εξαίρετο δείγμα ακουστικής ασχήμιας. Από τις δέκα συλλαβές του οι έξι είναι εψιλον και οι δυο όμικρον, όλο κλειστοί φθόγγοι δηλαδή και μόνο προς το τέλος ένα άλφα. |
Σε όλα αυτά τα αποσπάσματα ούτε ποιητική αξία υπάρχει, ούτε πολύ περισσότερο, γλωσσική. Λέξεις και τύποι σαν τους ακόλουθους: η πατρίς η δυστυχής, η χτίσις, τής ελευθεριάς, τετρομασμένη, πράχτει, επετειούντο, εκοίτεταν, πάτουνε, νικεί, σιωπεί, ενθυμεί, Λευθεριάν, θρησκειά, τς άλλους, τς είδησες, τς αγκάλες, τς Άγιας Τράπεζας, τς ηύρε, σ΄ γη, σ΄ τουφέκι κ.λπ. πρέπει να ΄χει κανείς πολύ θράσος, για να χαραχτηρίσει αυτή τη γλωσσική σαλάτα ως γλωσσικό ηρωισμό, ως υπόδειγμα και εθνικής γλώσσας και ποιητικού ύφους!
Ο Σολωμός λιγότερο έπλαθε γλώσσα, απ΄ όσο έπαιρνε έτοιμο λεξιλόγιο από παληότερα δημοτικά κείμενα, που μερικά από αυτά, όχι μονάχα δεν τα ξεπέρασε, μα ούτε και τα έφτασε (π.χ. τον «Ερωτόκριτο», τα τραγούδια τού ακριτικού κύκλου, πολλά μοιρολόγια και τούς θρήνους τής Πόλης κ.ά.). Αν λοιπόν παραδεχτούμε ως δικαιολογημένο, κατ΄ αρχήν, το προνόμιο των γλωσσοποιών ν΄ απαλλάσσονται από κάθε άλλη ηθική υποχρέωση (φυσικά και την πολεμική), ο Σολωμός δεν μπορούσε να το ΄χει αυτό το προνόμιο!
Από την εποχή των «Προλεγόμενων» τού Πολυλά, όλοι οι κατοπινοί Σολωμιστές δεν κάνουνε άλλο από το να επαναλαμβάνουν σε αραιότερη διάλυση τις ιδέες εκείνου. Έτσι, οι κριτικοί τού Σολωμού είναι περισσότερο εξηγητές τού Πολυλά, παρά τού ίδιου τού Σολωμού, γιατί η άμεση παρατήρηση των κειμένων μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Το μόνο νέο, πού προσθέτουν στα πολυλαϊκά «Προλεγόμενα», είναι η υπερβολή. Όλοι σχεδόν οι κριτικοί τού Σολωμού κάνουν αναμεταξύ τους ένα συναγωνισμό υπερβολογίας. Γιατί καθιερώθηκε ένας άγραφος νόμος, πως όποιος υπερβάλλει περισσότερο, αυτός και νοιώθει περισσότερο. Έτσι, ο θαυμασμός για το Σολωμό πήρε το χαραχτήρα φετιχισμού· έτσι ο Σολωμός από αντικείμενο κριτικής έγινε «υπεράνω πάσης κριτικής».
Αλλά το περισσότερο αφήνιασμα φαντασίας και λέξεων φανερώνεται στην εξήγηση των αποσπασμάτων. Εκεί η εξηγητική ελευθερία είναι «απόλυτη», γιατί δεν μπορεί να ελεγχτεί. Δεν έχουν να δώσουν λόγο ούτε στον ποιητή, ούτε στους αναγνώστες, ούτε στο λογικό τους. Παίρνω ένα παράδειγμα, το 1-20 απόσπασμα τού «Πόρφυρα»: Φιλώ τα χέρια μ΄ και γλυκά το στήθος μ΄ αγκαλιάζω. Θεοτικό τριαντάφυλλο στην κόλαση πεσμένο. Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια τής ψυχής μου. Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση; Καταλάβατε τίποτα; Δεν υπάρχει καμμιά λογική ακολουθία αναμεταξύ τους, ούτε φανερή ούτε... απόκρυφη. Όμως τι λέει ο κριτικός; «Είναι φανερό, πώς μια κάποια ανωμαλία στη σύνδεση υπάρχει». Αντί λοιπόν η αναγνώριση αυτής τής ανωμαλίας να τον κάνει να σταματήσει και να σκεφτεί, πως το απόσπασμα έχει χάσματα, τον οδήγησε να τα υπερβεί με μεταφυσικούς ακροβατισμούς. Λέει λοιπόν: «Αλλά μόνο στη γλώσσα (υπάρχει η συνδετική ανωμαλία), γιατί το νόημα τούς ενώνει και τούς δείχνει και τούς τρεις να βγαίνουν από το ίδιο ψυχικό γεγονός, που δοκίμασε ο ποιητής». |
Επαναλήψεις
Ό,τι άφησε ο Σολωμός στα χειρόγραφά του ήταν σχέδια, σχέδια ατέλειωτα. Ποτέ δεν τελείωνε ό,τι άρχιζε. Δούλευε λίγο και περισσότερο επαναλαμβανόταν. Για παράδειγμα ο στίχος 18 από τον «Πόρφυρα»: «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια τής ψυχής μου», επαναλαμβάνεται στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ως: «Πάντ΄ ανοιχτά, πάντ΄ άγρυπνα τα μάτια τής ψυχής μου» (σχεδ. Β΄, Απ. 1, 234.36).
Άλλα παραδείγματα:
Πάρε μια φούχτα από τη γη την ποθητή σου κ΄ έβγα.
«Σχεδίασμα», 1833, στ. 15.
Πάρε μια φούχτα από τη γη την ποθητή σου κ΄ έβγα.
«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Β΄, 15.
Μια φούχτα από το χώμα της εγιόμισα και βγήκα.
«Κρητικός», 18.
Μιά φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ΄ εκείνο.
«Πόρφυρας», 6 και 11.
Μιά φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ΄ εκείνη.
«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Β΄, 9.
Το χάσμα π΄ άνοιξ΄ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ΄ άνθη. «Εις το θάνατο Κυρίας Αγγλίδας», Απ. 1, 150.3.1. Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα και βγαίνουν άνθη πλουμιστά. «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Β΄, 1-2. Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα. «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Β΄, 9. |
Στα χέρια και στο μέτωπο,
ετρέμαν τα λουλούδια.
«Νεκρική ωδή ΙΙ», 1.
Ψηλά την είδαμε πρωί,
τής τρέμαν τα λουλούδια.
«Κρητικός», 21α, 25, 37α.
Κι η θάλασσα, που εσκίρθησε σαν το χοχλιό, που βράζει. «Κρητικός», 30. Η μικρή γη σκιρτά ως χοχλιό μες το νερό, που βράζει. «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Β΄, 37. |
Καλή ΄ναι ή μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
«Κρητικός», 22.
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Β΄, 11.
Δόξα ΄χ΄ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδ. Γ΄, 12.
Χρυσή ΄ν΄ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
«Απόσπασμα», 1844-1847. 15.
Μεγάλος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος. «Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο», 1848, 12. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος. Επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ», 1849, 18. |
Αντιγραφές
Ο Σολωμός θαύμαζε πράγματα, που τα αισθανόταν βέβαια, μα που δεν τα είδε. Και συλλογιζόταν πάνω σε αυτά με τις ιδέες ενός άλλου (Σίλλερ) ή πολλών άλλων (τής μετακαντανής φιλοσοφίας). Η ποίησή του (τής ώριμης περιόδου του) ήταν ετεροκίνητη κι όχι αυθόρμητη. Οι ιδέες, τα συναισθήματα, η τέχνη τού Σολωμού δεν είναι ατονικά εφευρήματα τού «μεγάλου νοός του» ή αποτελέσματα κλεισμένης από παντού «συλλογής» και ενόρασης. Είναι ιδέες, συναισθήματα και τέχνη τής εποχής του.
Από τούς Σίλλερ και Έγελο πήρε τα αισθητικά δόγματα τής κερκυραϊκής περιόδου του. Το έργο του είναι πραγμάτωση αυτών των έτοιμων ιδεών. Η καταγωγή των ιδεών και των μεθόδων τού Σολωμού είναι ξένη. Η ορολογία των «Στοχασμών» του είναι ίδια και στο νόημα με εδάφια τού Έγελου και τού Σίλλερ. Οι ιδέες τού Σολωμού είναι δευτερογενείς και μάλιστα μεταφυσικές, άρα χωρίς επιστημονικό χαρακτήρα. |
Αφού σε τριάντα χρόνια μέσα (1828-1857) δεν κατόρθωσε να βγάλει πέρα ένα ποίημα τόσο μελετημένο και στην ουσία του και στις λεπτομέρειες και στούς σκοπούς του μα και τόσο σύντομο (αφού ήταν μάλλον λυρικό), τούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους», θα πει, πως η δύναμή του, ηθική, πνευματική, δημιουργική ήταν κατώτερη από τη φιλοδοξία του.
Παρατίθενται παρακάτω μερικά μόνο παραδείγματα στίχων ποιημάτων τού Σολωμού, τούς οποίους έχει αντιγράψει από αλλού:
Χίλιες και πιότερες φορές την ώραν αποθαίνω. «Ερωτόκριτος», στ. 352. Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. Διον. Σολωμού: «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Β΄, 2. |
Όλοι τον αγαπήσασι και εις τ΄ όνομά του εμνέγαν.
«Ερωτόκριτος», στ. 1501.
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ΄ όνομά τους μνέω.
Διον. Σολωμού: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Β΄, 3,15.
Έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες. «Ερωτόκριτος», στ. 250. Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει. Διον. Σολωμού: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Β΄. Σε χίλιες βρύσες χύνεται, μιλεί με χίλιες γλώσσες. Διον. Σολωμού: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», Σχεδίασμα Γ΄, (Α.Α. 26), 3. |
Εις τα χόρτα, στα λουλούδια,
το ποτήρι να βαστάς.
Μαρ. Μινώτου: «Ιόνιος Ανθολογία 7», 1993, σελ. 161, αρ. 42.
Μεσ΄ στα χόρτα, στα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
Διον. Σολωμού: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στρ. 86.
Έχεις ωραίο πρόσωπο και ζαχαρένιο στόμα, έχεις και μάτια γαλανά, σαν τ΄ ουρανού το χρώμα. Κ. Τεφαρίκη: «Ανθολογία Ασμάτων», Μέρος Α΄: Λιανοτράγουδα, Αθήνα, 1871, σελ. 67. Οπούχε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα, πούχε τα μάτια γαλανά σαν τ΄ ουρανού το χρώμα. Διον. Σολωμού: «Ο θάνατος τής ορφανής», 3-4. |
Τη στράτα πορπατούμε, σ΄ περβολάκι
έλαμπε ουρανός μ΄ άστρη γεμάτος...
Κι α ζήσω μεσ΄ το μήνα ΄ρχομαι πάλι,
να βρω τ΄ αγγελικά και όμορφα κάλλη...
Και με τα παίξε γέλασε αρχηνίζει
όλη η ανατολή να κοκκινίζει.
«Βοσκοπούλα», στιχ. 137-230, στο Φ.Κ. Μπουμπουλίδου:
«Κρητική λογοτεχνία», Βασική βιβλιοθήκη «Αετού»,
σειρά πρώτη, αρ. 7., σελ. 77-79.
Σ΄ ένα ωραίο περιβολάκι
περπατούσαμε μαζί.
Όλα ελάμπανε τ΄ αστέρια
και τα κοίταζες εσύ...
Πέστε άν είδατε ποτέ σας...
τέτοια αγγελική θωριά;
Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
ως οπού λάμψεν η αυγή.
Διον. Σολωμού, «Το όνειρο».
Στις φωνές τής σάλπιγγός μου, οχ το μνήμα αναστηθήτε. Αντ. Μαρτελάου: «Ύμνος εις την περίφημον Γαλλίαν, τον αρχιστράτηγον Βοναπάρτην και τον στρατηγόν Γεντίλλην», στο Γ.Θ. Ζώρα - Φ.Κ. Μπουμπουλίδου: «Επτανήσιοι προσολωμικοί ποιηταί», σελ. 39, δεύτερη στροφή, εμπνευσμένη από την εκκλησιαστική γλώσσα. Η ύστερη σάλπιγγα θα ηχήσει κατά τη δευτέρα παρουσία, οπότε, σύμφωνα με το ευαγγέλιο, θα κατεβεί ο Γιαχβέ από τον ουρανό και θα αναστηθούν οι νεκροί: «Ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσµατι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ΄ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον.» (Α΄ προς Θεσσαλονικείς, 4,16). Toύς παραπάνω στίχους μιμείται ο Σολωμός σε δύο ποιήματά του: Λάλησε, σάλπιγγα! κ΄ εγώ το σάβανο τινάζω, και σχίζω δρόμο και τ΄ς αχνούς αναστημένους κράζω, Διον. Σολωμού, «Ο Κρητικός», 45-46. Τα κόκκαλα εβαρέθηκαν στο μνήμα καρτερώντας, και τρίζουνε ακατάπαυστα την Κρίσι αναζητώντας. Ξύπνα, αδελφή! τη σάλπιγγα την ύστερη αγρικώ. Διον. Σολωμού, «Εις μοναχήν», 1-6. |
Το άρθρο λόγω έκτασης έχει αναρτηθεί σε δύο μέρη.
Τέλος Α΄ μέρους τού άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.