# #

6 Ιαν 2013

"Ελάτε, ο γιος μου ξέρει από μοναξιά και, μέρες που είναι..."



Όλοι κι όλα την ενοχλούσαν... 
Βέβαια δεν ήταν κι ασήμαντα, αυτά που είχε περάσει. 
Έκλεισε πόρτες και παράθυρα κι ορκίστηκε να μην αφήσει κανέναν και τίποτα να την πονέσει άλλο. Στοιχειώδεις επαφές, όλες αναγκαστικές, όπως ας πούμε μια συναλλαγή στο μανάβικο ή στην τράπεζα, μια ερώτηση στο περίπτερο "πού είναι ο τάδε δρόμος", ένα τηλέφωνο για πιστοποιητικά μιας υπηρεσίας. 

"Κι όταν θα έρθουν οι Γιορτές" μονολογούσε, "τέρμα οι ευχές, οι τυπικές ευχές, που μέσα τους δεν έχουν την παραμικρή ουσία"... 

Όμως οι Γιορτές δεν μοιάζουν σαν άλλες, άχρωμες μέρες, εκείνες που ξυπνούσε και κοιμόταν ντοπαρισμένη απ' τη θλίψη και τη ματαιότητα των πραγμάτων. 


Οι Γιορτές έχουν άλλους νόμους, βάρος ασήκωτο, μνήμες που κάνουν την καρδιά να φτερουγίζει σαν πουλί που του γκρέμισαν τη φωλιά. 
Της το είχε πει ένας φίλος, απ' τους τελευταίους που απέμειναν πριν λυγίσει κι αυτός κάτω από την ολότελα αντιπαθητική κι αχάριστη συμπεριφορά της :
"Οι Γιορτές" είχε πει, "δεν περνιώνται με μοναξιά, ξέρεις γιατί; Φαρμακώνουν, ανεβάζουν στον αφρό ό,τι ξεχνάμε τις άλλες μέρες, καλές και κακές στιγμές που έφυγαν... κι αν δεν είναι κάποιος δίπλα να τις μοιραστούμε, πάει, σαν να περνάει από πάνω μας νταλίκα, έτσι μοιάζουν οι άτιμες!"...

Αλλά εκείνη δεν είχε δώσει σημασία. 

Μέχρι που ήρθαν οι Γιορτές και τον θυμήθηκε. 
Σερνόταν διαλυμμένη, ολομόναχη, παρατημένη στο ύστατο άκρο του μικρού της σύμπαντος, πατημένη στην κυριολεξία "από νταλίκα", με τη μόνη ευχή στο κατώφλι των χειλιών της: "Να μπορούσα να δώσω ένα τέλος, να μπορούσα να δώσω ένα τέλος". 

Κάθισε στο παγκάκι της παγωμένης πλατείας και άφησε τη μια ανάμνηση μετά την άλλη να γλυστρίσουν στο χιόνι. Ήταν αργά, τους είχε διώξει όλους, για πάντα, και μαζί της έφυγε η ελπίδα... "Δεν είχα σκεφτεί πως φεύγοντας όλοι, παίρνουν μαζί τις ελπίδες... παράξενες, οι σχέσεις των ανθρώπων... η ελπίδα φεύγει τελευταία, όμως χωρίς ανθρώπους, ούτε κι αυτή δεν κάθεται κοντά!" 

"Χρόνια πολλά, κυρία..."
Γύρισε. Ένα αγόρι την περιεργαζόταν.
"Χρόνια πολλά" είπε ξαφνιασμένη απ' την ξαφνική εισβολή, "...και καλά"... 

Στράφηκε ολόκληρη προς τη μεριά του, κρεμάστηκε απ' το απορημένο βλέμμα του.
"Γιατί κάθεσαι στο κρύο, κυρία; Σπίτι, δεν έχεις; Άμα δεν έχεις, έλα στο δικό μου!"
Της έπιασε το χέρι και την τράβηξε, την σήκωσε, περπάτησαν εμπρός το αγόρι, πίσω αυτή ταραγμένη, σαν όλη της η ζωή να κρεμάστηκε από εκείνο το χεράκι. 


"Δεν αξίζω να έρθω σπίτι σου" της ξέφυγε βγαίνοντας από το λήθαργο. Πάτησε όλα τα φρένα, κοκκάλωσε, τράβηξε βίαια το χέρι με την άγρια ελπίδα να δει το αγόρι να τα παρατάει και να φεύγει, όπως όλοι είχαν κάνει στη ζωή της.


"Καλά" γέλασε αυτό σαν γέρος σοφός, "σε πιστέψαμε! Δεν έχουμε πολυτέλειες, ούτε ζέστη. Αλλά η μαμά μου έφτιαξε την πιο νόστιμη σούπα που έχεις φάει ποτέ, στοίχημα! Μη μου πεις πως δεν αξίζεις τη σούπα της μαμάς μου!"


Η γυναίκα προσπάθησε να χαμογελάσει: "Καλά, να έρθω... αλλά δε θέλω σούπα... μη σας τη στερήσω"...
Έφτασαν, άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η μάνα, λίγο απορημένη, λίγο γελαστή:
"Ελάτε, ο γιος μου ξέρει από μοναξιά και, μέρες που είναι..."


Η γυναίκα γέμισε δάκρια - από πότε είχε να κλάψει; 

Αν είχε προλάβει να σκεφτεί, δεν θα το έλεγε. '
Ομως δεν πρόλαβε κι είπε αβίαστα, σαν να γνωρίζονταν από καιρό: 
"Χρόνια πολλά... και καλά!"...

Ιωάννα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.