# #

6 Απρ 2014

Ο “ΤΡΙΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ”

Ειρήνη βασίλευε στη Γηραιά Ήπειρο το πρωί τής Κυριακής 28 Ιουνίου 1914, όταν ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος των Αψβούργων και η σύζυγός του, κόμισσα Σοφία φον Τσότεκ, έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό τού Σαράγεβο. Τριάντα επτά ημέρες αργότερα, ολόκληρη η Ευρώπη είχε εμπλακεί σε πόλεμο.

Στην πολυπλοκότητα και την ταχύτητα τής κλιμάκωσής της, η «κρίση τού Ιουλίου» τού 1914 δέν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. Το πρωί τής 28ης Ιουνίου, ο διάδοχος τού θρόνου τής Αυστρο-Ουγγαρίας και η σύζυγός του δολοφονήθηκαν στο Σαράγεβο από σερβοβόσνιους φοιτητές, που ενεργούσαν γιά λογαριασμό ενός μυστηριώδους υπερεθνικιστικού δικτύου με έδρα στο Βελιγράδι.


 









Η δολοφονία στο Σαράγεβο
τού αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου,
διάδοχου τού αυστρο-ουγγρικού θρόνου,
έγινε ο καταλύτης
γιά τα λουτρά αίματος
τού Α΄παγκοσμίου πολέμου.
 



Η κυβέρνηση τής Αυστρίας στη Βιέννη απέστειλε τελεσίγραφο στη γειτονική Σερβία, καθιστώντας την υπεύθυνη γιά τη δολοφονία. Στις 5 Ιουλίου, το Βερολίνο υποσχέθηκε να στηρίξει την Αυστρία. 

Με την ενθάρρυνση τού Παρισιού, η Ρωσία επέλεξε να υπερασπιστεί τους..
σέρβους, που ήταν υπό την επιρροή της, κινούμενη εναντίον τής Αυστρίας και τής Γερμανίας. Μένοντας ανικανοποίητη από τη σερβική απάντηση στο τελεσίγραφό της, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία και τη Γερμανία. Η Γερμανία, με τη σειρά της, στράφηκε εναντίον τής Γαλλίας και τής Ρωσίας. Η Γαλλία απέστειλε έκκληση βοήθειας στο Λονδίνο. Στις 4 Αυγούστου 1914, ως συνέχεια τής παραβίασης τής ουδετερότητας τού Βελγίου από τους γερμανούς, η Βρετανία ενεπλάκη στον πόλεμο.

Ποτέ δέν ήταν εύκολο να εξηγηθεί τί προκάλεσε αυτόν τον πόλεμο. Η συζήτηση γιά τις απαρχές του είναι παλιά, γιά την ακρίβεια είναι παλαιότερη και από αυτόν τον ίδιο τον πόλεμο. Προτού καν πέσουν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι πολιτικοί τής Ευρώπης κατασκεύασαν αφηγήσεις παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως αθώους και τους αντιπάλους τους ως θηρευτές και υπονομευτές τής ειρήνης. Έκτοτε, το θέμα τής έναρξης τού πολέμου έχει δημιουργήσει μιά τεράστια ιστορική λογοτεχνία υψηλής ποιότητας και μεγάλης ηθικής έντασης.


 














Η Ευρώπη 
το 1914. 



Σε έρευνά του το 1991, ο αμερικανός ιστορικός John W. Langdon, καταμέτρησε 25.000 σχετικά βιβλία και άρθρα, μόνο στην αγγλική γλωσσα. Ορισμένες μελέτες επικεντρώθηκαν στην υπαιτιότητα τού ενός «κακού» κράτους (η Γερμανία υπήρξε ο πιό δημοφιλής υπαίτιος), αλλά καμμιά από τις μεγάλες δυνάμεις δέν μπόρεσε να ξεφύγει την κατηγορία, ότι έφερε την κύρια ευθύνη γιά τα γεγονότα. Άλλες αναφορές μοίρασαν την ευθύνη ανάμεσα σε διάφορους, ενώ κάποιες άλλες αναζήτησαν σφάλματα στο «σύστημα».

Το γεγονός, ότι η συζήτηση γιά την απαρχή τού πολέμου συνεχίζεται με ένταση έως και σήμερα, οφείλεται σε τρεις λόγους. Ο πόλεμος αυτός απελευθέρωσε τους δαίμονες τής πολιτικής αταξίας, τού εξτρεμισμού και τής αγριότητας, που παραμόρφωσαν τον εικοστό αιωνα. Κατέστρεψε τέσσερις πολυεθνικές αυτοκρατορίες (τη ρωσική, τη γερμανική, την αυστρο-ουγγρική και την οθωμανική) με συνέπειες, που εξακολουθούν να είναι αισθητές ακόμα και σήμερα. Στη διάρκειά του έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια νέοι άνδρες και τραυματίστηκαν τουλάχιστον άλλα είκοσι εκατομμύρια. Αποδιοργάνωσε το διεθνές σύστημα με καταστροφικούς τρόπους.

Χωρίς τη σύγκρουση αυτή είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την οκτωβριανή επανάσταση τού 1917 και την επακόλουθη άνοδο τού σταλινισμού, την άνοδο τού ιταλικού φασισμού, την κατάληψη τής εξουσίας από τους Ναζί. Η νίκη των δυτικών δυνάμεων τής Αντάντ οδήγησε τη Μέση Ανατολή στη φάση τής ύστατης επέκτασης τού αγγλο-γαλλικού ιμπεριαλισμού, τις ολέθριες συνέπειες τής οποίας βιώνουμε ακόμα σήμερα.

Προώθησε την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ, πολύ πριν η Ουάσινγκτον να είναι σε θέση να χειριστεί την κατάσταση αυτή. Βάθυνε την ένταση μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Ο πόλεμος ήταν αυτό ακριβώς, που δήλωσε ο ιστορικός Ftitz Stern: «H πρώτη συμφορά στον εικοστό αιώνα, η συμφορά, από την οποία ξεπήδησαν όλες οι άλλες». Μόλις και μετά βίας μπορεί να φανταστεί κανείς κάποια χειρότερη συνθήκη γιά την αρχή της σύγχρονης εποχής, τής οποίας είμαστε κληρονόμοι.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ο εξαιρετικά πολύπλοκος χαρακτήρας τής κρίσης, που προκάλεσε τον πόλεμο στην Ευρώπη το 1914. Γιά να καταλάβουμε πώς προέκυψε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πρέπει να κατανοήσουμε τις πολύπλευρες αλληλεπιδράσεις μεταξύ πέντε αυτόνομων και ισάξιων παικτών -τής Γερμανίας, τής Αυστρο-Ουγγαρίας, τής Γαλλίας, τής Ρωσίας και τής Βρετανίας- έξι εάν προσθέσουμε και την Ιταλία, συν διάφορων άλλων αυτόνομων κυρίαρχων δυνάμεων στρατηγικής σημασίας, όπως η οθωμανική αυτοκρατορία και τα κράτη τής βαλκανικής χερσονήσου, μιας περιοχής, που βίωνε μεγάλη ένταση και αστάθεια στην πολιτική της ζωή πριν το ξέσπασμα τού πολέμου.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι φορείς τής εκτελεστικής εξουσίας σε κάθε κράτος κάθε άλλο παρά ενωμένοι ήταν μεταξύ τους. Υπήρχε αβεβαιότητα (όπως υπάρχει έκτοτε και μεταξύ των ιστορικών) ποιός είχε την εξουσία να χαράξει πολιτική σε κάθε κυβέρνηση. Το χάος, που προκάλεσαν οι αντικρουόμενες φωνές,
είναι σημαντικό γιά να κατανοήσουμε τις αναταραχές, που προκαλούνταν κατά περιόδους στο ευρωπαϊκό σύστημα τα τελευταία χρόνια πριν
τον πόλεμο. Αυτή η περιπλοκότητα τής δομής εξηγεί γιατί εξακολουθούμε να διαφωνούμε σχετικά με τα αίτια τού πολέμου: τα πράγματα ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά πολύπλοκα, ώστε να τρέφουν ακόμη τη συζήτηση.

Τέλος, αν και η συζήτηση είναι παλιά τα θέματα, που εγείρει, είναι ακόμα επίκαιρα. Κάποιος θα μπορούσε μάλιστα να πει, ότι η πολιτική κρίση τού Ιουλίου τού 1914 είναι λιγότερο μακρινή από εμάς -λιγότερο δυσανάγνωστη- τώρα από ό,τι ήταν τριάντα ή και σαράντα χρόνια πριν.


 




  Βαλκάνια
  1911-1914.

  Η Ελλάδα
  πανηγύριζε
  γιά τη δημι-
  ουργία τού
  κράτους
  «των πέντε
  θαλασσών
  και των δύο
  ηπείρων».




Όταν γιά πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπος με το θέμα αυτό ως μαθητής στο Σύδνεϋ τής Αυστραλίας, η περίοδος τού 1914 καλυπτόταν από ένα πέπλο γοητείας στη λαϊκή συνείδηση. Ήταν εύκολο να φανταστεί κανείς την καταστροφή τού «τελευταίου καλοκαιριού» τής Ευρώπης ως θεατρικό δράμα τής εποχής τού Εδουάρδου.

Τα στείρα τελετουργικά και οι φανταχτερές ενδυμασίες, ο «καλλωπισμός» ενός κόσμου, που ήταν ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, οργανωμένος γύρω από την κληρονομική μοναρχία αποστασιοποιούσαν τα γεγονότα
από την άμεση ανάκληση τους στη μνήμη.
Οι πρωταγωνιστές τής εποχής εκείνης
έμοιαζαν να είναι άνθρωποι από κάποιον
άλλο, εξαφανισμένο κόσμο. Ενδόμυχα
υπέθετε κανείς, ότι εάν τα καπέλα τους
είχαν πάνω τους φανταχτερά πράσινα φτερά στρουθοκαμήλου τότε, πιθανότατα, τα ίδια είχαν, επίσης, οι σκέψεις και τα όνειρά τους.

Εντούτοις, αυτό, που πρέπει να τραβήξει την προσοχή τού σύγχρονου αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί την πορεία τής κρίσης, που ξέσπασε το καλοκαίρι τού 1914, είναι το πόσο αμείλικτα σύγχρονη φαντάζει. Όλα ξεκίνησαν με μία αυτοκινητοπομπή και μία ομάδα αυτοκτονίας -οι νεαροί, που συγκεντρωθηκαν στο Σαραγεβο με βόμβες στις 28 Ιουνίου τού 1914 είχαν λαβει διαταγή να αυτοκτονήσουν αμέσως μετά την ολοκλήρωση τής αποστολής τους και γιά το σκοπό αυτό είχαν προμηθευτεί με φιαλίδια κυανιούχου καλίου.


 










Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος  
και ο πρωθυπουργός  
Ελευθέριος Βενιζέλος  
στο στρατηγείο  
τού Χατζή-Μπεϊλίκ. 
(Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). 

Στη νεότερη ιστορία τής Ελλάδας υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή επιβεβαίωση τού ιστορικού κανόνα τής ουδετερότητας στη διεθνή «σκακιέρα» στην περίοδο 1912-1922, που ονομάστηκε περίοδος εθνικού διχασμού. (Τα συμφέροντα τού κάθε κράτους στην προ τής κρίσης περίοδο έχουν ήδη συνυφανθεί με τα συμφέροντα τής δύναμης -«μεγάλου παίκτη»-, που πολιτικο-οικονομικά ελέγχει την περιοχή, όπου τού έτυχε το «τετράγωνo». Η επιλογή τής ουδετερότητας περισσότερο αφορά στο μεγάλο παίκτη, παρά στο «τετράγωνο τής σκακιέρας»).

Ο εθνικός διχασμός δέν ήταν τίποτε άλλο από τη σύγκρουση εκείνων, που γνώριζαν ιστορικά, ποιά είναι η πολιτική μοίρα τής γεωστρατηγικής περιοχής τού προτεκτοράτου «Ελλάδα», δηλαδή οι βενιζελικοί, οι οποίοι «φυσιολογικά» έζευξαν τη χώρα στο άρμα των αγγλογάλλων, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο την ουδετερότητα και από την άλλη πλευρά εκείνοι, που έπαιξαν το ιστορικά καμμένο χαρτίο τής ουδετερότητας, οι βασιλικοί, με αποτέλεσμα να διακυβεύσουν ό,τι κέρδισε η Ελλάδα με την ένταξή της στη Δυτική Συμμαχία.

Ο κανόνας αυτός είναι πάντοτε επίκαιρος, ιδιαίτερα δε στην εποχή μας, όπου οι ηγεσίες τής Ελλάδας επιχειρούν να ισορροπούν ουδέτερες σχέσεις μεταξύ τής Δύσης και τής Ρωσίας τού Πούτιν. Αυτή η πολιτική ισορροπία είναι ακριβώς ίδια με την ισορροπία τού σχοινοβάτη: είτε δεξιά γείρει είτε αριστερά, το αποτέλεσμα θα είναι οικτρό.



Πίσω από τις αισχρότητες στο Σαράγεβο κρυβόταν αναμφίβολα μιά μυστική τρομοκρατική οργανωση, που πρέσβευε τη θυσία, το θάνατο και την εκδίκηση χωρίς συγκεκριμένη εθνική ταυτοτητα και χωρισμένη σε μικρές ομαδες, που κινούνταν μεταξύ διαφόρων πολιτικών σχημάτων. Οι όποιες διασυνδέσεις της με νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις ήταν ασαφείς.

Μετά το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, το παλιό σύστημα παγκόσμιας διπολικής σταθερότητας αντικαταστάθηκε από μιά πιό πολύπλοκη και απρόβλεπτη συστοιχία δυναμεων, που περιλαμβάνει αυτοκρατορίες σε πτώση και ανερχόμενες δυνάμεις, μιά κατάσταση, που μας προκαλεί να τη συγκρίνουμε με την Ευρωπη τού 1914.

Είναι ίσως λιγότερο προφανές τώρα, ότι θα έπρεπε να απορρίψουμε τις δύο δολοφονίες στο Σαράγεβο ως ένα απλό ατυχές γεγονός χωρίς καμμία πραγματική αιτιολογική βαρύτητα. Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το Σεπτέμβριο τού 2001 αποσαφήνισε τον τρόπο, με τον οποίο ένα μεμονωμένο, συμβολικό γεγονός -ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά ενταγμένο μπορεί να είναι σε μεγαλύτερες ιστορικές ζυμωσεις -έχει την ικανότητα να αλλάξει αμετάκλητα τον τρόπο, που εξασκείται η πολιτική, καθιστώντας παλιές επιλογές ξεπερασμένες και εισάγοντας -με απίστευτα επείγουσες διαδικασίες- νέες πρακτικές.

Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία τού ‘90 μάς υπενθύμισε τις πιθανές θανατηφόρες συνέπειες τού εθνικισμού στα Βαλκανια. Αυτές οι αλλαγές προοπτικής μάς ωθούν να ξανασκεφτούμε το πώς ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ευρώπη το 1914. Η αποδοχή αυτής τής πρόκλησης δέν σημαίνει αυτομάτως, ότι ενστερνιζομαστε μιά χαμηλού επιπέδου παροντοκρατία, που επαναπρο- σδιορίζει το παρελθόν, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες τού παρόντος. Αντίθετα, σημαίνει, ότι αναγνωρίζουμε αυτά τα χαρακτηριστικα τού παρελθόντος, γιά τα οποία η δική μας διαφορετική σκοπιά μάς προσφέρει μιά σαφέστερη εικόνα.

Ο αντίκτυπος των αλλαγών αυτων είναι εμφανής σε πρόσφατες μελέτες σχετικά με τα αίτια τού πολέμου. Ο τρόπος αντίληψης τού θέματος έχει μιά χροιά παγκοσμιοποίησης. Η πόλωση τής προπολεμικής Ευρώπης, που χωρίστηκε σε αντίθετα συμμαχικά στρατόπεδα μοιάζει σήμερα λιγοτερο με ιστορία, που αφορά αποκλειστικά την ευρωπαϊκή ήπειρο και περισσότερο με τη συνέπεια πάνω στην Ευρώπη ιστορικών ανακατατάξεων παγκοσμίως, την οποία προκάλεσαν συγκρούσεις κατά μήκος τής περιφέρειας των αυτοκρατοριών στην Κίνα, την Αφρική, την κεντρική και νότια Ασία.

Το «Κινεζικό Ζήτημα» τής δεκαετίας τού 1890, το οποίο προκάλεσε εν μέρει η αντίσταση των γηγενών κινέζων στον ιμπεριαλισμό των δυτικών δυνάμεων, αύξησε την ένταση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Η τρωτότητα τής Ινδίας έναντι τής αυξανόμενης στρατιωτικής δύναμης τής ρωσικής αυτοκρατορίας στην κεντρική Ασία ενθάρρυνε τους φορείς χάραξης τής πολιτικής στη Μεγάλη Βρετανία αρχικά να αντιταχθούν και στη συνέχεια να κατευνάσουν την Αγία Πετρούπολη με κόστος την αναζήτηση καλύτερων σχέσεων με το Βερολίνο.

Ίσως το πιό περίεργο ζήτημα αναφορικά με την κρίση, που προκάλεσε τον πόλεμο το 1914, είναι η γεωγραφία τού χώρου από όπου ξεκίνησε. Ο Α΄παγκόσμιος πόλεμος ήταν ο τρίτος βαλκανικός πόλεμος, προτού γίνει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος. Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο;

Οι συγκρούσεις και οι κρίσεις στη νοτιο-ανατολική περιφέρεια, όπου η οθωμανική αυτοκρατορία συνόρευε με τη χριστιανική Ευρώπη, δέν ήταν κάτι νέο. Το ευρωπαϊκό σύστημα είχε ανέκαθεν συνυπάρξει με τις καταστάσεις αυτές, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη στο σύνολο τής ηπείρου. Αλλά τα τελευταία χρόνια πριν το 1914 έφεραν θεμελιώδεις αλλαγές. Το φθινόπωρο τού 1911, η Ιταλία ξεκίνησε πόλεμο γιά την κατάκτηση τής
Τριπολίτιδας (σημερινή Λιβύη), μιάς επαρχίας τής Αφρικής που ανήκε στην οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι, που πυροδότησε αλυσιδωτές ευκαιριακές επιθέσεις σε περιοχές τής οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά μήκος των Βαλκανίων. Το σύστημα των γεωπολιτικών ισορροπιών, που μέχρι τότε επέτρεπε περιορισμένες τοπικές συγκρούσεις, είχε διαλυθεί.

Στον απόηχο των δύο βαλκανικών πολέμων τού 1912 και τού 1913, η Αυστρο-Ουγγαρία ήρθε αντιμέτωπη με ένα νέο απειλητικό αστερισμό στη νοτιοανατολική περιφέρειά της, ενόσω η υποχώρηση τής οθωμανικής κυριαρχίας έθετε στρατηγικά ζητήματα, που οι ρώσοι διπλωμάτες και πολιτικοί ήταν αδύνατο να αγνοήσουν. Ένας τοπικός ανταγωνισμός γιά ναυτικούς εξοπλισμούς ανάμεσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και την Ελλάδα προκάλεσε όξυνση τής ανησυχίας στην Αγία Πετρούπολη. Οι δύο ηπειρωτικοί συμμαχικοί συνασπισμοί παρασύρθηκαν βαθύτερα μέσα στο κλίμα αντιπάθειας μιάς περιοχής, η οποία εισερχόταν σε περίοδο πρωτοφανούς αστάθειας.

Στην πορεία, οι συγκρούσεις στο θέατρο τής βαλκανικής χερσονήσου κατέληξαν να είναι στενά συνυφασμένες με τη γεωπολιτική τού ευρωπαϊκού συστήματος, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο αλληλένδετων μηχανισμών, που θα επέτρεπε σε μία σύγκρουση, που ξεκίνησε στα Βαλκάνια, να «καταβροχθίσει» ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο μέσα σε διάστημα πέντε εβδομάδων το καλοκαίρι τού 1914.

Σε αυτήν ακριβώς την εμπλοκή μιάς τοπικής διένεξης με τις σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις το 1914 αντιλαμβανόμαστε τις πιό σκοτεινές προειδοποιήσεις γιά το παρόν. Όταν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα επιδιώκουν να ελέγχουν αμφισβητούμενες περιοχές επιλέγοντας από κοινού τοπικούς πελάτες, πολύ εύκολα ξεχνιέται, το ότι ακόμα και οι πιό ενθουσιώδεις πληρεξούσιοι σπάνια είναι απόλυτα υπάκουοι στη θέληση των αυτόκλητων χορηγών τους.

Η τοπική αστάθεια συγκλόνισε τα Βαλκάνια το 1914, όπως συγκλονίζει σήμερα την Ουκρανία. Σημαίνει άραγε αυτό, ότι σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να «υπνοβατούμε» μπροστά σε άλλη μία μεγάλη εκρηκτική κατάσταση; Δέν το νομίζω. Στην παρούσα κρίση δέν υπάρχει (τουλάχιστον προς το παρόν) κάποια αντίστοιχη δέσμευση να εμπλακεί κανείς στρατιωτικά στα Βαλκάνια, όπως όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914.

Αλλά το φάντασμα τής κρίσης τού 1914 εξακολουθεί να αποτελεί την απόλυτη υπενθύμιση τού πόσο τρομερό μπορεί να αποβεί το κόστος, όταν η πολιτική αποτυγχάνει, οι συνομιλίες σταματούν και ο συμβιβασμός καθίσταται αδύνατος.



 
Σημείωση:                                                                       
Ο Christopher Clark είναι καθηγητής
στο St Catharine's College
τού πανεπιστημίου τού Cambridge.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί
περίληψη διάλεξης τού Dr. Clark
στο Αmerican Schοοl of Classical
Studies at Αthens στις 18 Μαρτίου
2014 με τίτλο: «Τhe Sleepwalkers.
Hοw Eurοpe went tο war in 1914».
Ο τίτλος, η εικονογράφηση και οι υπότιτλοι έγιναν με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.