# #

1 Νοε 2013

Ιστορία ενός Αρχιεπισκόπου.

Διηγημένη από αυτόν τον ίδιο στην κόλαση.

 
Ώωωωσ… καλώς ωρίσατε, Πανιερώτατε, εφωνάξανε ειρωνικώς οι καλεσμένοι, βλέποντες να τους παρουσιασθή ο Αρχιεπίσκοπος.
Κακώς και ψυχρώς σας εύρηκα, τους αποκρίθηκε ο Αρχιεπίσκοπος, μ’ ένα σαρδωνικό χαμόγελο που έδειχνε πείσμα και αγανάκτηση για τη ειρωνεία τους.
Φέρε σέβας, στον τόπο που ήλθες. Εδώ είναι θρησκευτικό διαμέρισμα της Κολάσεως. και είμασθ’ εδώ και Πατριάρχιδες, και Άγιοι, και Αγίες.
Νομίσματα κίβδηλα!, επρόσθεσε ο Αρχιεπίσκοπος, και δεν ήθελε θαυμάσω αν ο Διάολος μας εκάρφωνε κ’ εμάς εις το τάβλι του.
Πρόσεχε, παπά,
στα λόγια σου. Του εφώναξε μια φωνή. Η αυθάδειά σου είναι ανυπόφερτη.
Και ποια είσαι συ, λέει ο Αρχιεπίσκοπος, μουτρωμένος επειδή τον είπε παπά.
Εγώ, είπε η γυναίκα, είμαι η Ειρήνη η Αυτοκράτειρα, εμπρός εις την εικόνα της οποίας συ προ ολίγου εγονάτιζες κ’ επροσκυνούσες.
Εθαύμασε ο Αρχιεπίσκοπος ακούοντας πως η Αγία Ειρήνη είναι στην Κόλαση, κ’ έκαμε το σταυρό του. Μα τότες ένας Διάολος εχούμηξε τον Αρχιεπίσκοπο και του έμπηξε τα δυο του κέρατα στο στήθος του.
Παπά, του είπε η Ειρήνη, εκείνα που εσυνηθούσαμε στον κόσμο, και τα ενομίζαμε ωφέλιμα, εδώ δεν έχουν πέραση, και είναι μάλιστα, καθώς είδες, επικίνδυνα. Το σημείο που έκαμες, εδώ στην κόλαση απαγορεύεται. Πρόσεχε μην το ματακάμης.
Πραγματικώς, λέει ο Αρχιεπίσκοπος, οι Διάολοι δεν αγαπάνε το σημείο εκείνο.
Όχι, λέει ένας άλλος, δεν είναι οι Διάολοι που το ’μποδίζουνε, αλλά είναι ο Θεός ο ίδιος οπού το απαγορεύει, επειδή απαγορεύει εδώ μέσα την υποκρισία και τη χλεύη. Έτσι θέλουμε – δε θέλουμε, υποχρεόνουμάσθε να δειχνόμασθε, οποίοι πραγματικώς είμασθε, και να λέμε και την αλήθεια.
Ας είναι, λέει ο Αρχιεπίσκοπος, αλλά και συ ποιος είσαι;
Εγώ, είπε τούτος, είμαι ο πρώην Άγιος Προστάτης Κεφαλληνίας.
Και πάλιν ο Αρχιεπίσκοπος εθαύμασε, και σχεδόν εματάκανε το σταυρό του, μα ενθυμήθηκε… κ’ εβαστάχθηκε.
Μα πώς! του λέει, εσύ στην κόλαση! Υπομονή δια την Ειρήνη. Η Ειρήνη, η και Αγία λεγομένη, φερόμενη από άμετρη φιλαργυρία, έκαμε να μαχαιρώσουν τα μάτια του μονάκριβού της υιού μέσα στο κρεββάτι του, για να βασιλεύει εκείνη, άντιτά του. Αλλά συ Άγιέ μου, τι κακό έκαμες;
Μου κατηγορείται, λέει, ότι ασχήμισα εις το πρόσωπό μου την εικόνα της Θεότητος, καταβιβάζοντας τον εαυτό μου έως εις τας έξεις των χτηνών, κατοικώντας εις σε τρύπες βουνών σαν τα άγρια θηρία, θρεφόμενος ως εκείνα, και λανθάνοντας έτσι τον ευγενή προορισμόν οπού ο Θεός έβαλεν εις εμέ, δίδοντάς μου μορφήν και ψυχήν ανθρώπινην. Εδώ θέλει εύρεις και άλλους ερημίτες όμοιούς μου, τους οποίους ο κόσμος αγίασε, και ο Θεός εκόλασε.
Και πάλιν ο Αρχιεπίσκοπος εθαύμασε πως εκεί απάνου κρίνουνε διαφορετικά τα πράγματα απ’ ότι κρίνουμ’ εμείς. Μα πες μου λέει, Άγιε, την ίδια ποινή και συ έχεις μ’ εκείνη την κακούργα; Επειδή τούτο ήθελε μου φανεί άδικο.
Δηλαδή, λέγει ο άλλος, εμείς όλοι εδώ μέσα πληττόμεθα από τη συνείδησή μας, ο καθένας δια τα κακά που έκαμε, ή τα καλά που έκαμε, ή τα καλά που, δυνάμενος να κάμη, δεν έκαμε. Η Ειρήνη, και άλλοι όμοιοί της κακούργοι, κατασπαράττονται από αιματηρούς συνειδελέγχους. Εμέ, και άλλους ομοίους μου ερημίτες, η τώρα φωτισμένη συνείδησή μας μάς δειλιάζει και μας πικραίνει. Η συνείδησή σου κ’ εσέ θέλ’ είναι η μόνη σου τιμωρήτρια δια όσα έπραξες κακά, δια όσα δυνάμενος δεν έπραξες καλά. Άλλην τιμωρίαν άλλου είδους δεν έχει η Κόλαση.
Και το πυρ το εξώτερον; Και τα κακάβια;…
Α, φίλτατε, λέει ο Άγιος, εκείνα δεν είναι της Κολάσεως. Εκείνα τ’ αφήσαμε στους πατσάδες του πρώην Κόσμου μας. Μα πες μου, Αρχιεπίσκοπε, την ιστορία σου. Δεν είναι χρέος, αλλ’ είναι συνήθειο τούτο, και καθένας οπού έρχεται θα πη στους άλλους ποιος είναι, και θα διηγηθή εν συνόψει τον βίον του.
Να σας ευχαριστήσω. Λέει ο Αρχιεπίσκοπος.
Εγώ εγεννήθηκα υιός ενός γεωργού στην Ελλάδα, σ’ ένα χωριό, του οποίου το όνομα δεν σας ενδιαφέρει. Οι γονείς μου, άνθρωποι δραστήριοι, εκερδίζανε αρκετά ώστε να ζούμε με κάποιαν άνεσιν. Εμέ όμως η φύση δεν μου έδωσε την ίδια διάθεση. Εμέ μ’ άρεσε να περνάω τον καιρό μου στην ταβέρνα του χωριού, παίζοντας τα χαρτιά, και πίνοντας με άλλους μου συνομήλικους και από κει, να πηγαίνω στην εκκλησιά να σημαίνω, και να πιάνω του παπά να συγυρίζη.Τα πανηγύρια μ’ εφανατίζανε, και ήτανε τα μεγαλύτερά μου ξεφαντώματα.
Ήμουνα μοναχό παιδί του γονέωνέ μου, και μ’ είχανε ρεσεμένονε. Έκανα ό,τι ήθελα. και ό,τι ήθελα εκάναν’ εκείνοι. Ήμουνα δεκαοχτώ χρονώνε, όταν ο πατέρας μου, δια να με βγάλει από τες κακές συντροφιές, ωφελήθηκε από την κλίση μου στα πανηγύρια, και μ’ έπεισε να φορέσω ράσα. Μ’ έκαμε αναγνώστη, και τω όντι η αλλαγή εκείνη του φορέματος έλαβεν επιρροήν απάνου μου. Με τα ράσα, εντρεπόμουνα να πηγαίνω στην ταβέρνα. και σχεδόν εντρεπόμουνα να είμαι με τους πρώην φίλους μου. Μου εφαινότουνε πως υψώθηκα. Πως έγινα ανώτερός τους. Απομακρύνθηκα ακολούθως από την ταβέρνα, και εσίμωσα στην Εκκλησία. Γενόμενος οικειότερος στην Εκκλησία, άρχισα να ενδιαφέρομαι και περισσότερο δι’ αυτήν. Άρχισα να συνταυτίζω την ύπαρξή μου με την εδική της. Ο πατέρας μου ήταν υπερευχαριστημένος δια τούτο του το κατόρθωμα, το οποίο τον εμψύχωσε ώστε να αποβλέψη και σε περισσότερο. Έτσι, έπειτ’ από λίγον καιρό, άρχισε να μου μιλή και για διάκος.
Σε κάθε πράμα, καλό ή κακό, το πρώτο βήμα είναι το δύσκολο. Τα λοιπά έρχονται αφ’ εαυτού τους. Η δικαιοσύνη ήταν ένας προβιβασμός, και σαν προβιβασμός, έπρεπε να μου αρέσει. Η ευγενικώτερή μου ενδυμασία, επηρέασεν απάνου στη φαντασία μου, και μ’ έκανε αλαζόνα και φιλόδοξον. Επειδή εσυνέβηκε σ’ εμέ μεταβολή, αλλ’ όχι προς το ηθικώς καλήτερο. Τα χοντροειδή μου ήθη και έθιμα, εκείνα της ταβέρνας, ελεφτύνανε, αλλά με τούτο δεν έγινα ηθικώς καλήτερος. Εξεναντίας, τότε πλέον απόβλεπα σε δόξες, δια τες οποίες ενομιζόμουνα άξιος, επειδή δεν είχα ιδέαν των προσόντων, οπού πρέπει να προϋπάρχουνε δια να δικαιολογούν τες δόξες. Την δε αναξιότητά μου δεν την εγνώριζα.
Ήθελα τον βαθμόν της δικαιοσύνης, και ήξερα μόλις να διαβάζω στη φυλλάδα το «Εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν». Παρέκει δεν ήξερα. Και όμως επέτυχα να χειροτονηθώ διάκος. Επειδή ο Κύριός του χωριού μου ήτανε Βουλευτής, και με είχε βαφτίσει, και με αγάπουνε, κ’ εκατόρθωνε για τον πατέρα μου και για μέ ό,τι ήθελε του ζητήσαμε. Υπουργοί και Σύνοδο ήταν όλοι στο χέρι του.
Θα μου πήτε πώς έκανα να εχτελώ χρέη διάκου, αφού και δεν ήξερα, ή σχεδόν δεν ήξερα, γράμματα. Μα πέτε μου καλήτερα πώς έκανα έπειτα να εχτελώ χρέη ιερέως. επειδή έπειτα και ιερέα μ’ εκάμανε. Σας λέω. Ευκολώτατα.
Εμέ η Φύση μου έδωσε μία φρικώδη ενθύμηση. Ό,τι άκουα, καθώς και ό,τι έβλεπα, μου εχαράττετο στην ενθίμηση, και δεν εσβυότουνε πλέον. Η τεράστια ενθίμηση, και η μεγάλη μου πραχτική τόσων χρόνων εις την εκκλησίαν, με εκάμανε ικανόν να κάμνω κάθε ιεροπραξία πάντα εν καιρώ, και ναν τα ψάλλω μ’ εντέλεια. Όλα τάξερα απ’ έξω, και όλα τα θυμόμουνα, το καθένα καθώς έπρεπε, και στην ώρα του.
Ο τότε αφέντης μου, και αφέντης του χωριού, και βουλευτής με ημπόρεση… ήτον πολύ καλός με εμέ, κ’ έκανε δια εμέ πολλά πράματα. Αλλά κ’ εγώ τον εδούλευα και τον ωφελούσα αναλόγως. Όλοι οι ψήφοι του χωριού ήτανε δικοί του. Αλλά και παρεχτός τούτου, εγώ ηλικίωνα πολλά ανήλικα όσα ήτανε με το κόμμα του. και όλα τα παιδιά, από δεκατεσάρω κι απάνου, όλα εψηφίζανε κατά την επιθυμία του αφεντός μου.
Μια μέρα που ήλθε κ’ ελειτουργήθηκε με την οικογένειά του, και μ’ είδε να εχτελώ με τόση δεξιότητα, μ’ εκάλεσε να γευθώ μαζύ του, κει στο σπήτι του ευρισκόμενος, του εξιστορούσα όλα μου τα τεχνάσματα δια ναν του κάνω κάθε φορά ψήφους. Κ’ εκείνος έμεινε τόσο γοητευμένος εις την αξιότητά μου, που ήλθε και μου χτύπησε στον ώμο, λέγοντας «Εσύ παπά θα τρέξης στάδιον!».
Εγώ εκατάλαβα πως μ’ επαίναε, μα τόσο μόνον. εκείνος όμως εκείνην τη στιγμή είδε σ’ εμέ έναν άνθρωπον επιτήδειον, κ’ εσχεδίασ’ ευθύς με το νου του να βγάλη από εμέ την όσο μεγαλήτερην ωφέλειαν. Έτσι νεώτατος ακόμη, εψηφίσθηκα κ’ εδιορίσθηκα Επίσκοπος, και Αρχιεπίσκοπος του Νομού μας.
Σας τα λέω πεταχτά όλα τούτα. και θα νομίζετε πως εγενόντανε με την ίδια γρηγοράδα, και με την ίδια απλότητα, με την οποία σας τα λέω. Αλλά η ζωή μου ήτανε γιομάτη επεισόδια, γιομάτη περιπέτειες, γιομάτη σκοντάματα και ανορθώματα, ραδιουργίες και θριάμβους.
Μα πού να σας τα πω όλα!…
Όταν επρόκειτο να γενώ Επίσκοπος, εσυντρέχανε και άλλοι δυο μαζύ μου. Εκείνοι πλούσιοι, κ’ εδείχνανε παντού τα πλούτη τους, στη Σύνοδο και στο Υπουργείον. Μα ο αφέντης μου πλουσιώτερος από αυτούς, και βουλευτής, εμπόρηε καλήτερά τους. Είχε καθώς σας έλεγα, επιρροήν, και στη Σύνοδο και στο Υπουργείον.
Βέβαια, και στο Υπουργείον των Θρησκευτικών και στη Σύνοδο, εβαστούσαν όλοι στο χέρι τους τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης. Αλλά φυσικώ τω λόγω κατά που ένας έβανε σε τούτο το καυκί, και άλλος σ’ εκείνο οι ζυγαργιές εκλίνανε πότε στο ένα μέρος, και πότε στο άλλο.
Για κάμποσον καιρό η δουλειά επήγ’ εμπρός έτσι, χάριν ενός είδους μυστικού πλειστηριασμού, και το Δεσποτίκι έμεινε αναποφάσιστο. Δεν επαρουσιαζόμαστε εμείς οι ίδιοι. αλλά καθένας μας είχε τον Πετρή του, όστις, επί αμοιβή βέβαια, επήγενε κάθε μέρα από το Υπουργείον εις τη Σύνοδο και από τη Σύνοδο στο Υπουργείον. άκουε τις προσφορές των άλλων, και μας έφερνε τις πληροφορίες.
Κάθε φορά που κάποιος από κείνους τους δύο αντιπάλους μου έβανε το περισσότερο, ο αφέντης μου έστελνε κ’ εδήλωνε κάτι παραπάνου. Έτσι οι Αρχές εκείνες δεν εβιάζοντο να κλείσουν τον πλειστηριασμόν, και η δουλειά επήγ’ εμπρός για κάμποσες εβδομάδες.
Μα τέλος πάντων οι αντίπαλοί μου επάψανε να βάνουν απάνου, και το Δεσποτίκι έμειν’ εμέ. Όταν ο αφέντης μου μ’ έκραξε και μόδωσε τη χαροποιά είδηση, έπεσα κι αγκάλιασα τα ποδάρια του. «Μωρέ παπά, μου είπ’ εκείνος, μου εστοίχισες ακριβά. Μα ελπίζω να μην επέταξα τους παράδες μου». Εγώ του εφίλησα τα γόνατα, και του είπα, «Αφέντη μου, και την ψυχή μου υπέρ σου θύσω!…».
Επήγα τότες εις την Πρωτεύουσα του Νομού μας, κ’ επήγα συντροφευμένος από τον ίδιο τον αφέντη μου, που μ’ έφερνε με επόδειξη, σα νάλεγε «Εγώ τον έκαμα Δεσπότη σας».
Μια φορά Δεσπότης, έκαμα μάνες ορφανές εις το Νομό μας, Εκούρσεψα εκκλησιές και Μοναστήρια, λαϊκούς και παπάδες, εχθρούς και φίλους. καλόγηροι, καλόγριες, χωριά, χώρες… όλα επροστιμηθήκανε, για να πλουτίσουν τον Επίσκοπό τους. Και πραγματικώς επλούτησα!…
Μ’ αλλοίμονο! Ο πλούτος εκείνος αντί να με χορτάση, μου έβανε μέσα μου δίψα για περισσότερο πλούτο! Όσω περσότερο επλούτενα, τόσο περσότερο ήθελα να πλουτένω. Έπερνα τον οβολό του φτωχού και της χήρας σα να μην είχα διόλου καρδιά, ούτε αίσθηση. Ο ασθενής, ο πειναλέος, ο καλομαθημένος και ξεπεσμένος, δεν μ’ εκινούσανε σε ψυχοπόνεση. Ένα μόνο αισθανόμουνα, στην ψυχή μου, τη δίψα του πλούτου! Η απληστία μου δεν είχε όρια. Κι εκατάντησα να πυγαίνω να ιερουργώ στες εκκλησίες και στα σπήτια του Νομού επί πληρωμή, σαν κάθε άνεργον παπά πειναλέον!…
Όλας τας Αρχιερατικάς πράξεις τας επουλούσα. Και το Αρχιεπισκοπείον μου είχε καταντήσει Θρησκευτικόν Παντοπωλείον. Έτσι το ελέγανε στον Τόπο. Όλα, όλα τα εμπορευόμουνα, θεμιτά και αθέμιτα. Εύρισκα τάχα πάντοτε παρανομίες εις τους γάμους, οι οποίες είχανε τη διατίμησή τους, και με την πληρωμήν εξαλείφοντο. Άλλες παρανομίες εις τα βαφτίσια, οπού κι εκείνες η πληρωμή τις αγίαζε. Χειροτονίες Διακόνων και Ιερέων, διορισμοί Ηγουμένων, εκκλησιαστικά αξιώματα και άλλα τέτοια, εφέρνανε στο Αρχιεπισκοπείον εν αφθονία αρνιά, γάλους, τυριά, μυζήθρες, κυνήγι, ψάρια… και ό,τι άλλο χώρια από χρήματα. Έτρωγα κι έπινα σα Δεσπότης. Κοιμόμουνα σα Δεσπότης. Επλούτιζα σα Δεσπότης, κι εχαιρόμουνα τη ζωή μου σα Δεσπότης. Μα! Ο Διάολος εφθόνεσε την ευτυχία μου.
Εγώ έκανα πάντα το χρέος μου με τον Αφέντη μου, και τον εδούλευα πιστά εις όλες τις απαιτήσεις. Εξόριζα παπάδες, όταν αυτός το επιθυμούσε. Και σ΄ άλλους πάλε έκλεια τα μάτια μου όταν αυτός ήθελε. Όταν σε κάποια μέρη του Νομού εχρειάζοντο Δήμαρχοι, οι κομματικοί του, δια της ενεργείας μου έκαναν πάντα την πρώτη. Και πάντα με τους παπάδες μου έκανα στο Νομό μας ό,τι ήθελε ο Αφέντης μου.
Αλλά, ιδού παρουσιάσθη η περίσταση να ξανασυντρέξη και αυτός ο ίδιος ως βουλευτής, και, επαναπαυόμενος εις εμέ, ήτον βέβαιος ο δυστυχής ότι έμελλε να θριαμβέψη. Εγώ πάλε, ήμουνα πλέον παρά ποτέ αποφασισμένος να κάμω δι’ αυτόν τες μεγαλήτερές μου προσπάθειες. Μα καθώς είπα, ο Διάολος οπού εφθόνα την ευτυχία μου, μόστησε παγίδα και με αφάνισε.
Ήτανε νύχτα, κ’ ετοιμαζόμουνα να πάω στο κρεββάτι, όταν ήλθανε και μου είπανε ότι ένας Κύριος είχε μεγάλη χρεία να μου ομιλήση. «Ας έμπη» είπα. Και ιδού μου παρουσιάζεται ο ανταγωνιστής του Αφεντός μου.
«Πανιερώτατε, μου λέει, γνωρίζεις βέβαια ότι συντρέχω δια Βουλευτής. Θέλω δε να λάβω βοηθόν μου τον Θεόν και την Εκκλησίαν εις την περίστασή μου. Θέλω να κάμω κάτι δια την Εκκλησίαν, και ιδού βάνω εις την διάθεσην της Πανιερότητός σου εκατό ναπολεόνια χρυσά, τα οποία η Πανιερότης σου θέλει τα διαθέσεις όπως νομίζεις καλήτερα». Και λέγοντας τούτο, άδειασε απάνου στο ταβλί μου ένα πουγγί χρυσά και επρόσθεσε, «Τούτο δια την ώρα. Αλλ’ αν η Πανιερότης σου με κάμη να μείνω, διπλάσια τούτων θέλει βάλω στας διαταγάς σας».
Εγώ έμεινα έχπληκτος και βουβός! Τόσο χρυσάφι όλο με μιάς!.. Δεν έμπόρηα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τον σωρόν εκείνον, και μηχανικώς πως τα χέρια μου εκινηθήκανε κ’ ετράβηξα το χρυσάφι.
Και λες, του είπα, πως και άλλα…
Διπλάσια, Πανιερώτατε, λέει εκείνος, φθάνει μόνον να μείνω.
Μένεις, του είπα εγώ, μένεις. Κ’ επρόδωσα τον αφέντη μου, τον ευεργέτη μου!…Μα ήτον εκείνη μια παγίδα στημένη από τον Διάβολο.
Παπά, του είπε μια φωνή, την παγίδα σου την έστησε η φιλαργυρία σου.
Γνωρίζω, είπεν ο Αρχιεπίσκοπος, γνωρίζω τη φωνή σου, επικατάρατε. Και πάλιν επανέλαβε, Ο ευεργέτης μου εκείνος, λαβών έπειτα ξάφνου την είδησην της αποτυχίας του και της προδοσίας μου… τα έξαφνα και απροσδόκητα εκείνα του κάμανε τόση εντύπωση, τον ερρίξανε σε τόση μελαγχολία, που λίγον καιρόν έπειτα, καταλυπημένος, έσκασε!…
Απέθαν’ εκείνος, μα εμείνανε τα παιδιά του, που επνέαν’ εγδίκηση εναντίον μου. Εκαιροφυλαχτούσανε, και όταν είδαν υψονόμενη μίαν κομματική θύελλα εναντίον του Υπουργού που μου επούλησε τη Μίτρα, τον εκατηγορήσανε τάχα και δια τούτο. Αλλά ο σκοπός τους ήτον να χαντακώσουν εμέ. Και πραγματικώς μ’ εχαντακώσανε. Επειδή συρμένος και εγώ στα Δικαστήρια μαζύ με αυτόν, και κατηγορούμενος ως σιμωνιακός, έχασα την έδρα μου, αφανίστηκα, κι έσκασα κ’ εγώ, σαν τον ευεργέτην που επρόδωσα. Αλλά επόθηκε εν άλλοις πταίομεν, και εν άλλοις απολαμβάνομεν.
Οι παληάνθρωποι εκείνοι που μας εκάνανε τα θελήματα, συγκατηγορούμενοι κι εκείνοι, επαίξανε στα δικαστήρια το ακαταλόγιστος, και αθωωθήκανε! Ακολούθως δε, ελάβανε και θέσεις έντιμες και παράσημα!…
Εγώ έφταιγα βέβαια δια την προδοσίαν μου. Αλλά δεν ήμουν αξιόποινος δια την σιμωνίαν, δια την οποίαν ετιμωρήθηκα. Η σιμωνία στην Ελλάδα δεν είναι αδίκημα, ώστε να μου έπρεπε ποινή δι’ αυτήν. Η σιμωνία στην Ελλάδα είναι έθιμο καθιερωμένο μεταξύ των λοιπών εθίμων της κοινωνίας. Κανείς ποτέ στην Ελλάδα δεν έγινε Επίσκοπος δωρεάν ούτε θέλει γένει. Οι ίδιοι κατήγοροί μου, και δικασταί μου, αν αύριο είναι Υπουργοί, ή Συνοδικοί, θα πουλούν κ’ εκείνοι τα Δεσποτίκια καθώς τα επουλήσανε πάντα οι προκάτοχοί τους, και θέλει τ’ αγοράζουνε όσοι τα επιθυμούνε, καθώς το αγόρασα κ’ εγώ με καλά χρήματα του αφεντός μου. Αλλά εκείνη ήτανε πολιτική θύελλα που μ’ επήρε κ’ εμένα σβάρνα. Επειδή, το ξαναλέω, Εν άλλοις πταίομεν, και εν άλλοις απολαμβάνομεν.

Ανδρέας Λασκαράτος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.