Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί....
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ' όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΒάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.
Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.
Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.
Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.
Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος
Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως.