Το άρθρο -όπως και το περιστατικό για το οποίο γράφτηκε- δεν είναι φρέσκο, αλλά υπέπεσε στην αντίληψή μου σήμερα.
Με δυο κουβέντες:
δεκαεξάχρονος ποδοσφαιριστής της ομάδας εφήβων του Άρη πεθαίνει αιφνιδίως σπίτι του από φυσικά αίτια, ο ποδοσφαιρικός κόσμος ευλόγως συγκινείται, λίγες μέρες μετά σε παιχνίδι του Άρη ποδοσφαιριστής σκοράρει, σηκώνει τη φανέλα του για να δείξει το μπλουζάκι που φοράει από μέσα και γράφει «ΑΓΓΕΛΕ ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ», ο διαιτητής εφαρμόζει τον κανονισμό που απαγορεύει το να σηκώνεις σε πανηγυρισμό την φανέλα πάνω από τον λαιμό, του δείχνει κίτρινη κάρτα, είναι η δεύτερη, αποβάλλεται, και ξεσπά στη συνέχεια σάλος για την τυπολατρεία του συγκεκριμένου διαιτητή.
Ο σάλος που ξεσπά κάνει τον Ηλία Κανέλλη να γράψει άρθρο με τίτλο «Ο κανόνας του παιχνιδιού», στο οποίο καταλήγει: Αλλά ο διαιτητής είναι εκεί για να τηρεί τους κανόνες - και στις κοινωνίες δικαίου οι κανόνες προέχουν. Η συγκίνηση, η φόρτιση, ο ενθουσιασμός, το μένος, η μέθη - τίποτε δεν είναι πάνω από τους κανόνες. Την οργάνωση των κοινωνιών δεν νοείται να την καθορίζει κανένα συναίσθημα, παρά μόνο η λογική. Το πένθος, η κοινωνική αδικία, η ιδιορρυθμία του Ελληνα, η «βία της εξουσίας», το μεράκι, επέτρεψαν η χώρα να πορεύεται χωρίς στοιχειώδεις κανόνες. Πληρώνουμε και αυτό.
Χωρίς να μπορώ να το αποδείξω βέβαια, έχω την αίσθηση πως οπουδήποτε αλλού κι αν γινόταν αντίστοιχο σκηνικό, οι αντιδράσεις θα ήταν λίγο πολύ παρόμοιες. Πως καμία ελληνική ιδιορρυθμία και ιδιαιτερότητα δεν αναδεικνύει το συγκεκριμένο περιστατικό. Πως όπου υπάρχουν κοινωνίες συγκροτημένες από ανθρώπους που έχουν δυο δράμια μυαλό στο κεφάλι τους, ο σκανδαλισμός από τις παρωπίδες του διαιτητή θα ήταν παρόμοιος.
Ο Κανέλλης καμώνεται πως επιχειρηματολογεί υπέρ της λογικής και εις βάρος του συναισθηματισμού που θολώνει δήθεν την κρίση μας, ενώ στην πραγματικότητα είναι η δική του κρίση θολωμένη, καθώς αφαιρεί δια της φορμαλιστικής του προσέγγισης κάθε ουσία στους κανόνες, θεωρώντας πως οι κανόνες είναι τύπος και μόνο τύπος, πως δεν επιδέχονται ερμηνεία, πως οι κανόνες δεν έχουν τεθεί για να υπηρετούν την κοινωνία, αλλά ώστε η κοινωνία να υπηρετεί τους κανόνες.
«Την οργάνωση των κοινωνιών δεν νοείται να την καθορίζει κανένα συναίσθημα, παρά μόνο η λογική». Αυτή παίζει να είναι και η πιο γελοία φράση που έχω διαβάσει μέσα στο 2013. Βασικό μοτίβο των έργων επιστημονικής φαντασίας είναι τα ρομπότ που προσπαθούν να εξανθρωπιστούν, που προσπαθούν να αποκτήσουν εκτός από τη λογική και κάτι που να μοιάζει με συναίσθημα, αλλά στα έργα καθεστωτικής πραγματικότητας -φαίνεται- το μοτίβο αντιστρέφεται και οι άνθρωποι προσπαθούν να πειστούν πως το ιδανικό είναι να γίνουν ρομπότ, πως η ιδανική δυτική -και μη ιδιοπρόσωπα ελληνική- κοινωνία είναι οργανωμένη σε βάση λογικής και μόνο, με το συναίσθημα να είναι εξορισμένο ως συστατικό πτώσης, έκπτωσης, κατάπτωσης, καταστροφής.
Πέραν όμως από τη σύγχυση για την αληθινή φύση του κάθε κανόνα και την αναγωγή της λογικής σε μοναδικό καθοριστικό παράγοντα κάθε εύρυθμης κοινωνίας, συνιστά αξιοσημείωτα μεγάλο λογικό άλμα η μετάβαση από τον κανονισμό που επιτρέπει στον παίκτη να σηκώνει τη φανέλα μέχρι τον λαιμό (αλλά όχι και πάνω από αυτόν) στους «στοιχειώδεις κανόνες» τους οποίους στερήθηκε η χώρα κατά την πορεία της προς την κρίση. Όπως περίπου το να στερηθεί ο Κανέλλης το δικαίωμά του να μπει από την μπροστινή πόρτα του ΔΟΛ (αντί για μια άλλη παράπλευρη) τον μετέτρεψε σε Ρόζα Παρκς, έτσι κι αν ο διαιτητής άφηνε ατιμώρητο το σήκωμα της φανέλας πάνω από το όριο του πηγουνιού και δεν απέβαλε τον ποδοσφαιριστή που έγραψε ένα μήνυμα για ένα δεκαεξάχρονο παιδί που χάθηκε, θα συνιστούσε ένα ακόμη περιστατικό ανομίας. Ό,τι να ΄ναι.
Κι αν λοιπόν τελικά σημασία έχει μόνο ο κανόνας ως κανόνας, αν όλοι οι κανόνες είναι ισόκυροι, αν οι κανόνες δεν έχουν τεθεί για να επιτρέπουν την ομαλή λειτουργία των κοινωνιών που αποτελούνται από ανθρώπους που έχουν τόσο λογική όσο και συναισθήματα,
τότε το να γράφεις δυο συγκινητικές φράσεις για ένα παιδί που πέθανε δεν μπορεί να αποτρέψει την αποβολή σου από τον αγωνιστικό χώρο,
τότε, επίσης. η εν ψυχρώ δολοφονία ενός άλλου δεκαεξάχρονου παιδιού στο κέντρο της πόλης από όργανο της τάξης δεν έχει καμία άλλη σημασία και συμβολισμό, πέραν αυτής της παραβίασης ενός ποινικού νόμου,
άρα το να ξεσπά μετά το γεγονός της αποβολής σάλος είναι τόσο μα τόσο άκυρο,
άρα το να ξεσπά μετά το γεγονός της δολοφονίας εξέγερση είναι τόσο μα τόσο ανεξήγητο,
άρα σωστά αναρωτιόντουσαν χθες από κοινού στην Ανατροπή ο Πρετεντέρης με τη Διαμαντάκου: «Μα πότε πρόλαβαν αυτά τα παιδιά να θυμώσουν και να μισήσουν τόσο;».
Έπρεπε το ένα τουλάχιστον από αυτά να δώσει τράτο δυο τρεις δολοφονίες κολλητών του μπροστά στα μάτια του ακόμα και μετά θα ήταν ίσως πιο εξηγήσιμη η πορεία που πήρε.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα:
δεν υπάρχει κανένα αυτοτελές αγαθό που να ονομάζεται ζωή ενός δεκαεξάχρονου παιδιού και όποιος πει το αντίθετο είναι ένοχος ανορθολογικού συναισθηματισμού. Υπάρχουν ποινικοί νόμοι που τιμωρούν την ανθρωποκτονία, υπάρχουν κανονισμοί διαιτησίας που θέτουν, για το ως που επιτρέπεται να σηκωθεί η φανέλα, το όριο του πηγουνιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.