# #

6 Σεπ 2011

"Όλα τα παλιά αγοράζω. Παλιά έπιπλα, παλιά κιούπια, παλιά χαλκώματα, παλιά νομίσματα, παλιά κοσμήματα... Όλα τα παλιά αγοράζω"...


 Το παλιατζίδικο της καρδιάς του




Ο κυρ Δημήτρης άκουσε μια μέρα τον παλιατζή που φώναζε. Διαλαλούσε τη δουλειά του. "Όλα τα παλιά αγοράζω. Παλιά έπιπλα, παλιά κιούπια, παλιά χαλκώματα, παλιά νομίσματα, παλιά κοσμήματα... Όλα τα παλιά αγοράζω".
Περνούσε ταχτικά από το χωριό ο παλιατζής και φώναζε
.Πολλές νοικοκυρές έτρεχαν να πουλήσουν διάφορα αντικείμενα...
Άχρηστα ήταν, άδικα τους έπιαναν τον τόπο. Άλλη πούλαγε μια σιδεροστιά, άλλη ένα σίδερο για κάρβουνα, άλλη την ξύλινη σκαλιστή κασέ­λα της γιαγιάς της, ένα καναπέ, έναν τέντζερη, το μύλο του καφέ, μια παλιά λάμπα. Και τι δεν είχε πάνω στο αυτοκίνητο του ο παλιατζής.
Χαλκωματένια και πήλινα μαγειρικά σκεύη, παλιά νομίσματα, παλιά έπιπλα σκαλιστά και ό,τι βάλει ο νους σου.


Εκείνη την ημέρα, ο παλιατζής, σταμάτησε μπροστά στο σπίτι του κυρ Δημήτρη και τον φώναξε να βγει έξω. Σαν τον είδε του είπε:

—   Ε! κύριος, ...στο καφενείο μου είπαν πως έχεις πολύ καλό εμπόρευμα. Να τα δω και θα τα βρούμε. Δίνω καλές τιμές.

—   Λάθος σε πληροφόρησαν, φίλε, δεν έχω τίποτα για πούλημα, απάντησε ο κυρ Δημήτρης.

—   Καλά, σκέψου το, θα ξαναπεράσω, κι αν έχεις αλλάξει γνώμη, τα λέμε, είπε ο παλιατζής, πήδησε πάνω στο φορτηγό κι απομακρύνθηκε
φωνάζοντας και διαλαλώντας τη δουλειά του.

Δεν είχαν πληροφορήσει λάθος τον παλιατζή. Μα ο κυρ Δημήτρης, εκείνα τα παλιά πράγματα δεν τα 'χε για πούλημα, γιατί τ' αγάπαγε πολύ.

Το πατρικό του σπίτι ήταν γεμάτο από παλιά αντικείμενα.

Είχε παλιά έπιπλα, καζάνια, χαλκωματένια ταψιά, τεντζερέδες, μύλο που έτριβαν τον καφέ, σίδερο που σιδέρωνε με κάρβουνο, καντάρια, παλάτζες.

Το σπίτι, παλιό ήταν κι εκείνο, το είχε χτίσει ο παππούς του και με τίτλους το είχε κοινό όλη η οικογένεια, αδέλφια και ξαδέλφια. Καθένας άφηνε τον κλήρο στα παιδιά του· έτσι είχε γίνει οικογενειακός ξενώνας.
Πιο κει από το πατρικό του σπίτι, από την απέναντι πλευρά του δρόμου και δίπλα στο καινούργιο σπίτι που είχε χτίσει ο κυρ Δημήτρης, ήταν το μαγαζί, η πίστα όπως το 'λεγαν όλοι στο χωριό. Μα την πίστα την πήρε η μπουλντόζα για να χτιστεί εκεί το καινούργιο σπίτι.
Στην πίστα εκείνη είχαν χορέψει όλοι οι χωριανοί καθώς και από τα γύρω χωριά.
Είχε παίξει ρόλο στην πολιτιστική ανάπτυξη και παράδοση του χωρι­ού, όπως είπαν από τον πολιτιστικό σύλλογο, όταν πήγαν να ζητήσουν φωτογραφία του κέντρου για να τη βάλουν στο ημερολόγιο που έβαζαν όλα τα κτίρια που είχαν πολιτιστική και συναισθηματική αξία για τους χωριανούς. Μα φωτογραφία δεν υπήρχε. Σώζεται το παλιό γραμμόφωνο και οι δίσκοι, πλάκες, που με τη μελωδία τους, τη μουσική που έβγαζαν έδιναν ζωή, ρυθμό και φτερά στα πόδια των χορευτών.
Το κέντρο ήταν μέσα σ' ένα όμορφο καταπράσινο μπαξέ, γεμάτο δέντρα και λουλούδια. Ο πατέρας του κυρ Δημήτρη ήταν καλός μουσι­κός.
Έπαιζε όχι επαγγελματικά, γιατί δουλειά του ήταν η καλλιέργεια της γης, βιολί, κιθάρα και μαντολίνο.
Όταν πέθανε ο πατέρας, τα μουσικά όργανα πήραν τα τρία αγόρια του, ο κυρ Δημήτρης και τ' αδέλφια του, από ένα ο καθένας.
Τα έφτιαξαν, τα γυάλισαν και βλέποντας τα φέρνουν στο νου τους τα περασμένα με αγάπη και σεβασμό. Θύμισες παιδικές αγαπημένες. Στο μαγαζί είχαν, τότε που δεν υπήρχαν βρύσες και ευκολίες στα σπίτια, και μια μεγάλη πήλινη βρύση με κάνουλα, που την είχαν κρεμασμένη στον τοίχο, τη γέμιζαν νερό από το πηγάδι για να πλένονται.
Το πήλινο εκείνο σκεύος ήταν γεμάτο κεντίδια, λουλούδια και άλλα σχήματα. Όλα εκείνα τα παλιά ζήταγε ο παλιατζής ν' αγοράσει.
Μα πώς να τα πουλήσει, που ήταν το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής του;
Δε θα τα πούλαγε κι ας του έδιναν όλα τα πλούτη του κόσμου. Τα είχε μέσα στην καρδιά του, καθένα είναι και μια θύμιση όμορφη, ακριβή κι αγαπημένη.
-΄Αστα, έλεγε, να ομορφαίνουν το παλιατζίδικο της καρδιάς μου…
* Από το βιβλίο της Γαρυφαλλιάς Κατσαμπάνη - Τσαγκάρη: "Άλλα αλήθεια και άλλα παραμύθια"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.