# #

8 Μαρ 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ: Νίκος Ξυδάκης


  Γ. Α. Αγγελίδης 

 Γεννήθηκε στο Κάϊρο το 1952. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια, στην παρακμή μιας μεγάλης ελληνικής παροικίας. Η καταγωγή του, είναι από τα νησιά της Σάμου και της Κάσου. Στην Ελλάδα ήρθε το 1963 στο μεγαλύτερο κύμα επιστροφής των Ελλήνων της Αιγύπτου. Η μουσική που γράφει, έντονα αναφέρεται σ΄ αυτούς τους τόπους καταγωγής του και κυρίως στον αέρα ενός ολόκληρου κόσμου ελληνικού που ζούσε σε τόπους άλλοτε ιερούς, άλλοτε κοσμοπολίτικους της κοντινής Ανατολής αλλά και σε βιώματα αυστηρά προσωπικά.


Με το έργο του αναδείχνει τους ποιο δυνατούς μύθους της αεθνικής - προεθνικής Βαλκανικής και Ανατομεσογειακής λεκάνης της ποιο δημιουργικής εποχής αυτού του μοναδικού πολιτιστικού κέντρου όλης της γης. Μιλάμε για την ξεχασμένη ή μάλλον θαμμένη Ανατολή που κινούνταν με μοναδικό τρόπο με καθαρά διαπολιτισμικά καύσιμα, με ιδέες, με αιρέσεις, με θρησκευτικές ...και γενικότερες φιλοσοφικές ανησυχίες. 


Ο χώρος από την εποχή των σταυροφοριών (12ος αι.) αφ΄ ότου εντάχτηκε στα πλαίσια του Γεωπολιτικού Ζωτικού Χώρου για τους αποικιοκράτες ιμπεριαλιστές, παρέλυσε παραγωγικά και ιδεολογικά διασπασμένος σε πολλά εμπόλεμα μεταξύ τους μικρά αδύναμα κράτη και κρατίδια. Ο πολιτισμός η τέχνη η διανόηση παρέλυσαν και αυτά, ελλείψει του ζωτικού λαϊκού χώρου, το πολιτισμικό κενό γέμισε με τα πολιτιστικά μπάζα που κουβάλησαν οι δυτικές προστάτιδες δυνάμεις κατασκευάστριες των μικρών αδύναμων εθνικών κρατών που προέκυψαν. Το Νεοελληνικό μονοεθνικό κράτος πριμοδότησε και επέβαλε δήθεν λαϊκές μουσικές, λαϊκό πολιτισμό που καμία σχέση δεν έχουν με παιδεία, με έρευνα, με ρίζες με καταβολές, με δημιουργία με ιδέες. Όλη η «έρευνα» περί των μουσικών πραγμάτων αρχίζει και τελειώνει αρχές του 20ου αι. στον ελληνισμό της Μικρασίας και κυρίως στο ποιο εξαθλιωμένο κομμάτι του που κατέληξε στους τεκέδες του Πειραιά.

Από τον Ελληνισμό που κυριαρχούσε και δημιουργούσε ανελλιπώς σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του ως οργανικό κομμάτι της «αυτοκρατορικής Ανατολικής ενότητας», κράτησαν την τουρκογύφτικη πολιτιστική εκδοχή, στην ποιο «προσιτή και ανέξοδη» λαϊκίστικη εκδοχή της, για να στεριώσουν την παρα – φύση μονοεθνική και μονοθρησκευτική ενότητα. Δηλαδή κύριοι απατεώνες της εξουσίας για πάνω από 20 αι. κυριαρχικής ύπαρξης του Ελληνισμού, αυτός είναι ο μουσικός πολιτισμός που κληρονομήσαμε; Τα ρεμπετοχασικλίδικα οι τουρκοαμανέδες και οι ροκοπόπ σεβντάδες;  

Οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές πολυεθνικές φεουδαρχικές κοινωνίες στην επαναστατική μετάβασή τους προς την εθνική κρατική τους μορφή επένδυσαν πολλά σε παιδεία σε έρευνα και ανέδειξαν πολιτισμό που «έδεσε» τα προηγούμενα διαφορετικά ξεχωριστά εθνικά κομμάτια. Πολιτισμό όμως που ανέβασε το γενικό επίπεδο γιατί στηρίχτηκε σε πρωτοπόρα μυαλά της εποχής που βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να δημιουργήσουν. Άντε τώρα να αποδείξεις στον ημιμαθή μέσο νεοέλληνα και στον εκάστοτε το ίδιο ημιμαθή υπουργό πολιτισμού την διαχρονικά «εθνική» επαναστατικότητα της μουσικής του Μπετόβεν ή του Σοπέν, ή του Μότσαρτ ή ότι η όπερα είναι λαϊκό έργο και η Κάρμεν εξακολουθεί να είναι το σύγχρονο γυναικείο αγωνιστικό πρότυπο, ή την εθνική συνείδηση που σφυρηλάτησαν στα υπό συγκρότηση εθνικά Ευρωπαϊκά κράτη οι φιλόσοφοι, οι εικαστικοί και λογοτεχνικοί δημιουργοί της Αναγέννησης. Οι δυτικοί λαοί που σπούδασαν που μορφώθηκαν απόκτησαν κριτήρια, βίωσαν συμμετοχικά και κατανόησαν τη σημασία του κυρίαρχου αστικού πολιτισμικού εποικοδομήματος, κατάφεραν να αποκτήσουν ενιαία εθνική συνείδηση, ως προς την Παιδεία, τη τέχνη την επιστήμη τη βιομηχανική παραγωγή την παγκόσμια αποικιοκρατική επέκταση, απέκτησαν τη δυνατότητα και την ικανότητα να κυριαρχήσουν στον κόσμο δια του ιμπεριαλισμού. Αυτή είναι η πραγματικότητα που όμως ο κάθε ένας έχει διαφορετική άποψη ανάλογα από ποια οπτική γωνία το βλέπει, κάτι που δεν είναι του παρόντος.

Στο νεοελληνικό τοπίο η κυρίαρχη τέχνη ο πολιτισμός αλλοτριωμένα, «περιγράφουν» και δικαιολογούν εκ των υστέρων ότι γεγονός ή κοινωνικό φαινόμενο προκύψει μέσα σε μια ρεπορταζιακή εξέλιξη των πραγμάτων. Μοναδική φροντίδα η εξύμνηση, η ιδεολογικοποιημένη «ταξικότητα» του κοινωνικού περιθωρίου ως το μόνο αυθεντικό, η καθιέρωση της εκτόνωσης ως ψυχαγωγικής διασκέδασης, η χωρίς γνωστικά εκπαιδευτικά κριτήρια κατανάλωση της εισαγόμενης έσχατης υποκουλτούρας, που «μεταφράζεται» αυτούσια στα ελληνικά. Το νεοελληνικό κράτος έχει από της ιδρύσεώς του το υπουργείο του πολιτισμού και παιδείας μαζί με της θρησκείας, ή για να είμαστε ποιο ακριβείς, τον πολιτισμό και τη παιδεία παράρτημα της αρχιεπισκοπής.

Με ποιο τρόπο άραγε λειτούργησε το κράτος, χωρίς να μπει στο κόπο και στα έξοδα να επενδύσει σε μιας νέας μορφής και περιεχόμενο πολιτισμικής ανάπτυξης στα νέα εθνικά πλέον δεδομένα που προέκυψαν από τη δημιουργία εθνικού κράτους; Και κυρίως η ανάπτυξη του νέου, να πατάει, να δένει, να συνεχίζει αυτό που προϋπάρχει, το τόσο πλούσιο και ανεξάντλητο πολυεθνικό πολιτιστικό προϊόν; Με δεδομένη πλέον την νέα αποικιοκρατική κατάσταση όπου τα έθνη και οι λαότητες του νέου κράτους δεν έπρεπε να επικοινωνούν δεν έπρεπε να θυμούνται δεν έπρεπε να δημιουργούν, έδωσαν μια καινούργια ενιαία νεοελληνική ταυτότητα σπάζοντας τις τοπικές παραδόσεις. Το κενό που δημιουργήθηκε στο διάστημα της μετάβασης από το προεθνικό - πολυεθνικό στο εθνικό – μονοεθνικό, το γέμισαν κυριολεκτικά με μπάζα. Πάνω στα σαθρά ως θεμέλια μπάζα προσπαθούν να στήσουν κάποιου είδους πολιτιστικό εποικοδόμημα, που να στέκεται κάπως ως «λαϊκή μουσική». Εις μάτην όμως, πάνω στα μπάζα μπαζώματα θα φτιάξεις, που θα χαλάνε με τη πρώτη βροχή ή με τον δυνατό αέρα. Καμία εθνική ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει στην νεοελληνική κρατική επικράτεια, έτσι πολυδιασπασμένος θα προχωράει αυτός ο τόπος πέφτοντας από κρίση σε κρίση σε όλα τα επίπεδα, όσο δεν αντιμετωπίζει την χρόνια από γεννησιμιού γενική κρίση του, ως κατ΄ εξοχήν κρίση της πολιτισμικής του ταυτότητας.

Έπρεπε ο κρητικός να είναι ένα έθνος με τον θρακιώτη. Ο κερκυραίος με τον πόντιο. Ο ηπειρώτης με τον σαμιώτη. Ο συριανός με τον βλάχο. Ο αρβανίτης με τον ροδίτη. Πως μπορεί να γίνει αυτό όταν αυτό που τους ένωνε δεν ήταν άλλο από την διαφορετικότητά τους στα πλαίσια της ενιαίας παραγωγικής διαδικασία του σύνολου Ανατολικομεσογειακού οργανισμού; Αυτό δηλαδή που πρέπει να σπάσει να θαφτεί να ξεχαστεί; Μάζεψέ τους όλους στην Αθήνα και βάλτους όλους να ακούνε όλη μέρα μπουζούκια, κάνε το μπάλο και το μακεδονίτικο τσιφτετελιά για να κουνιούνται τα μωρά στην πίστα και στα τραπέζια, στήσε και ένα ιδεολογικό μηχανισμό που τάχα αναδείχνει τα «ποιοτικά χαρακτηριστικά», στα βάσανα του λαού στα ντέρτια του, βάφτισε και κάποια ποίηση σε εθνική, που να εξυμνεί τις δήθεν ελληνικές φυσικές ιδιαιτερότητες, εξύμνησε τη φτώχεια και την εξαθλίωση, εθνοκαπηλεύσου τους λαϊκούς αγώνες, ιδεολογικοποίησε την δήθεν αυθεντικότητα του περιθωρίου, ρίχτα όλα έτσι χαρμάνι στη κολυμπήθρα βάφτισε τα «λαϊκή τέχνη», ανέβασε το περιθώριο στα σαλόνια της παντελώς ανίδεης μικροαστικής - αστικής τάξης, βάλτα και στο Μέγαρο και ιδού λοιπόν η νέα εθνική πολιτισμική βάση που πάνω της έστησαν το σημερινό πολιτιστικό εποικοδόμημα.

Δεν έχετε παρά να κάνετε μια βόλτα στα «αξιοποιημένα» και «αναβαθμισμένα» πολιτιστικώς, πρότυπα κέντρα της πρωτεύουσας ένα σαββατόβραδο, στο Γκάζι, στου Ψυρρή, στη παραλιακή. Σπαράζει η ψυχή βλέποντας την εικόνα μιας νεολαίας που ρίχνεται βορά στην ποιο αισχρή εκμετάλλευση, νεολαία που εκτονώνεται με πολιτιστικά υποκατάστατα, νεολαία που την άφησαν παντελώς αμόρφωτη, στερημένη αισθητικών κριτηρίων, ανίκανη να δημιουργήσει να κατανοήσει, ικανή μόνο να καταναλώσει. Η ίδια εικόνα απλώνεται σε όλη την εθνική σκυλαδικοκρατούμενη επικράτεια. Απόλυτο εθνικό ιδεώδες. Ρίξτε και μια ματιά στις επιδοτήσεις του υπουργείου πολιτισμού του αξέχαστου Ζαχόπουλου, σε ποιους καλλιτέχνες και Μ.Κ.Ο. δίνει λεφτά και στις διάφορες Δημοτικές πολιτιστικές επιτροπές και τα λεφτά που ξοδεύουν για πολιτιστικά δρώμενα ή παραδοσιακά ή εθιμοτυπικά πάρτι και άλλες γελοιότητες. Απόλυτο εθνικό ξεφτιλίκι, εκτός από εθνικό ιδεώδες.

Ο Νίκος Ξυδάκης – και ο ποιητής Θ. Γκόνης μόνιμος σχεδόν στιχουργός του - ανήκει στη κατηγορία των Ελλήνων και άλλων διεθνιστών πνευματικών διανοουμένων που έξω από τις «δεξαμενές εγκεφάλων» με μοναδικό τρόπο και με μοναδικό ταλέντο, βάζει το δικό του μουσικό λιθαράκι για να καλυφτεί  το πνευματικό πολιτισμικό κενό του Σύνολου Ανατολικομεσογειακού χώρου. Θεωρώ το έργο του μέγιστη πολιτιστική προσφορά στον πολλαπλά δοκιμαζόμενο ελληνισμό όπου γης. Καταπληκτικοί αισθησιακοί ρυθμοί, βυζαντινές μελωδίες, δημοτικές παραδοσιακές εικόνες, δυνατά πειρατικά ρεσάλτα, ανασύνθεση μιας συναρπαστικής εποχής τόσο δικής μας όσο και ο χάρτης μας, εποχής που όμως είναι παντελώς άγνωστη στο αγνωστικό κοινό. Οι τραγουδιστές σε πλήρη εκφραστική ερμηνευτική απόδοση. Σε πρώτη γραμμή γυναικείες φωνές που απογειώνουν στο μουσικό ταξίδι, από τις πλέον γνωστές, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Μελίνα Κανά, η Δώρα Μασκλαβάνου, η Γλυκερία, από τις αντρικές ο Μανώλης Λιδάκης και φυσικά η φωνή του ίδιου του Ξυδάκη σήμα κατατεθέν. Μαύρα μάτια, γήινα και θαλάσσια χρώματα, ανεκπλήρωτοι έρωτες, ιστορικές αναδρομές, διεθνικές διαδρομές Συρία Αίγυπτος, η μάνα, ο αδελφός, ο Κολοκοτρώνης με τον Όθωνα, η γυναίκα του πρωτομάστορα, εκκλησιές, αποχαιρετισμοί και καλωσορίσματα, ιστορικά και κοινωνικά θέματα όλα ανεξάρτητα, όλα δεμένα στο μουσικό κουβάρι που κυλάει δεμένο αξεδιάλυτο, έτσι όπως κυλάει και η ιστορία αυτού του ευλογημένου τόπου. Του τόπου που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις πηγές του, αυτές τις πηγές που γίνονται αντιληπτές σε όσους το επιδιώξουν, αυτό δηλαδή που πρέπει να είναι ο πολιτισμός, η τέχνη, αυτό δηλαδή που είναι περασμένο στο DNA του, δηλαδή η δια της τέχνης παραγωγή ιδεών, φιλοσοφίας, νοήματος ζωής, τα αντίθετα της ζωώδους καταναλωτικής επιβίωσης.  

Οι μουσικές του Νίκου Ξυδάκη - της μεταγυφτορασουλέϊκης περιόδου - απαλλαγμένες από τις όποιες λαϊκίστικες σουξεδιάρικες επιδράσεις, προσφέρουν Τέχνη, υπηρετούν τον λόγο που βρήκε μοναδική χημεία στην ποίηση του Θοδωρή Γκόνη του Μιχάλη Γκανά και άλλων ποιητών. Οι ορχήστρες του αποτελούνται από εξαιρετικούς  μουσικούς δημοτικών και λαϊκών ανατολικών οργάνων, που μαζί με τα «δυτικά» όργανα συνηχούν και φτιάχνουν αυτή την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχουν τα τραγούδια και οι μουσικές του. Αυτές οι μουσικές διαισθάνομαι - χωρίς να μπορώ να το τεκμηριώσω στερούμενος μουσικολογικών γνώσεων - ότι δεν έχουν όρια και σύνορα και πως είναι δυνατόν να ακουστούν, να εκφράσουν και να εκφραστούν από τις πηγές του Δούναβη έως τις πηγές του Νείλου και από την Καζαμπλάνκα έως την Βαβυλώνα. Νομίζω ότι η Λαϊκή Τέχνη βρίσκει στο έργο του Νίκου Ξυδάκη έναν αυθεντικό εκπρόσωπο της που υλοποιεί τον βασικό προορισμό της, την ανάδειξη της ιστορίας των λαών και την εξ αυτών δημιουργία ιστορίας. Από όσο μπορώ να καταλάβω νομίζω πως έχει ανοίξει ένα σοβαρό μονοπάτι που ακολουθούν και ποιο νέοι καλλιτέχνες όπως ο Σωκράτης Μάλαμας ο Θανάσης Παπακωσταντίνου και άλλοι.

πηγη
..
ΦΡΕΓΑΔΑ , Μουσική - Ν.Ξυδάκης, Στίχοι - Θ.Γκόνης
Ερμηνεία - Ν.Ξυδάκης - Μελίνα Κανά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.