# #

26 Ιαν 2011

Ηδονή και Ενοχή. . .




"[...] Μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια ήμουν εντελώς αθώα, σας το ορκίζομαι. Από τη σκέψη μου δεν είχε περάσει ποτέ ούτε η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Ζούσα ανέμελη και ευτυχισμένη, όταν μια ημέρα πολύ ζεστή, που βρισκόμουν ολομόναχη στο σπίτι, αισθάνθηκα την ανάγκη να νιώσω πιο άνετα, να ελευθερωθώ.
Γδύθηκα, και ξάπλωσα σχεδόν γυμνή σ' ένα ντιβάνι...

Ώ! Ντρέπομαι!... Τεντωνόμουν, άνοιγα τα πόδια, στροβιλιζόμουν προς κάθε κατεύθυνση. Εν αγνοία μου, έπαιρνα τις πιο αυθάδεις πόζες.
Το ύφασμα του ντιβανιού ήταν δροσερό. Η δροσιά του μου προξενούσε μια ευχάριστη αίσθηση, μια γλυκιά ανατριχίλα στο σώμα. Ω! Πόσο ελεύθερα ανέπνεα. Η ατμόσφαιρα γύρω ήταν χλιαρή, την ένιωθα να με διαπερνά απαλά. Μια ηδονή γλυκιά και ελκυστική. Μια έκσταση σαγηνευτική. Μου φαινόταν ότι μια νέα ζωή πλημμύριζε την ύπαρξή μου, ήμουν πιο δυνατή, πιο μεγάλη, εισέπνεα μια θεία πνοή, άνθιζα κάτω από το φως ενός όμορφου ουρανού!

- Είσθε ποιητική, Φαννύ.

- Σας περιγράφω ακριβώς τα συναισθήματά μου. Το βλέμμα μου περιδιάβαινε αυτάρεσκα στο σώμα μου, τα χέρια μου πηδούσαν από το λαιμό μου στο στήθος κι από το στήθος πιο κάτω. Εκεί σταματούσαν και τότε, παρά τη θέλησή μου, βυθιζόμουν σε μια βαθιά ονειροπόληση.
Οι λέξεις έρωτας, εραστής έρχονταν και ξανάρχονταν ασταμάτητα με την ανεξήγητη για μένα σημασία τους. Είχα λησμονήσει ότι είχα γονείς και φίλους. Κατέληξα να νιώθω μόνη, δοκιμάζοντας ένα φρικτό κενό.
Σηκώθηκα, κοιτάζοντας γύρω μου θλιμμένα.
Έμεινα για λίγο σκεπτική, με το κεφάλι να γέρνει μελαγχολικά, τα χέρια μια να δένονται, μια να λύνονται και να μένουν μετέωρα. Έπειτα, εξετάζοντας και αγγίζοντας πάλι το σώμα μου, αναρωτήθηκα αν όλα ετούτα θα με οδηγούσαν κάπου, αν είχαν ένα τέλος... Ενστικτωδώς, καταλάβαινα ότι μου έλειπε κάτι που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, κάτι που το ήθελα, το ποθούσα με όλη μου την ψυχή.
Πρέπει να έδινα την εντύπωση χαμένης, γιατί κάποια στιγμή γελούσα αχαλίνωτα. Τα χέρια μου άνοιγαν, σαν για να αγγίξουν το αντικείμενο των ευχών μου. Κατέληξα να αγκαλιάζω σφιχτά τον ίδιο μου τον εαυτό. Περιπτυσσόμουν, χαϊδευόμουν, φυλακιζόμουν από τα ίδια μου τα χέρια. Μου χρειαζόταν απολύτως κάτι το συγκεκριμένο, ένα σώμα, να το αγκαλιάσω να το σφίξω. Στην κατάσταση αυτή, της παραίσθησης, έπαιρνα τον ίδιο μου τον εαυτό για τον εαυτό κάποιου άλλου, πιστεύοντας ότι δίνομαι σε έναν άλλο.
Από το παράθυρο, μακριά, φαίνονταν τα δένδρα και το γρασίδι. Ήθελα να ενδώσω στον πειρασμό να τρέξω, να κυλιστώ καταγής, ή να χαθώ, να πετάξω μέσα στις φυλλωσιές. Ατένιζα τον ουρανό, ποθούσα να εκτιναχθώ στον αέρα, να διαλυθώ μέσα στο γαλάζιο, να ενωθώ με τους ατμούς, με τον ουρανό με τους αγγέλους.
Κόντευα να τρελαθώ. Το αίμα μου κόχλαζε, μου ανέβηκε στο κεφάλι.
Εντελώς χαμένη, όρμησα παράφορα στο μαξιλάρια. Κρατούσα ένα σφικτά ανάμεσα στα σκέλη μου, πίεζα ένα άλλο στην αγκαλιά μου. Το φιλούσα τρελά, το περιέβαλλα με πάθος, του χαμογελούσα, νόμιζα πως ήμουν μεθυσμένη, κατακυριευμένη από τις αισθήσεις. Ξαφνικά, σταματώ, σκιρτώ. Μου φαίνεται ότι λιώνω, βυθίζομαι. Αχ, αναφώνησα, Θεέ μου! Αχ! Αχ! Και σηκώθηκα απότομα, έντρομη.
Ήμουν μουσκεμένη παντού.
Δεν καταλάβαινα τί μου είχε συμβεί. Νομίζοντας πως είχα πληγωθεί, φοβήθηκα. Έπεσα στα γόνατα, ικετεύοντας τον Θεό να με συγχωρήσει, αν είχα πράξει κάτι κακό.[...]"

Από : Alfred de Musset, Γκαμιανί ή δυο νύχτες παραφοράς. Μτφ. Α. Στάικος, εκδ: Άγρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.