Φίλη δασκάλα, φίλε δάσκαλε, και νηπιαγωγέ,
Εκπαιδευτικοί αναλυτές, οικογενειακοί αναλυτές, κοινωνικοί αναλυτές, πολιτικοί αναλυτές, ψυχαναλυτές.
Όλοι αυτοί μαζί, αναλύοντας την προσφορά σου πάνω στο «αναλυτικό πρόγραμμα» του σχολείου σου, το οικογενειακό πρόγραμμα, το πολιτικό- εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το προσωπικό, ανθρώπινο πρόγραμμά σου…,
οπωσδήποτε θα είχαν να παρουσιάσουν τελικά ένα «πρόγραμμα εκτός…προγράμματος».
Ένα αναλυτικό ψυχογράφημα για μια προσωπικότητα εκτός ανταγωνισμού, κάτι το τελείως ξεχωριστό, μοναδικό, που μόνο αυτή η επαγγελματική και κοινωνική τάξη έχει να επιδείξει…
Πρόκειται για τη «δασκαλική τάξη» που μπαίνει στη σχολική τάξη, που επικοινωνεί με την οικογενειακή τάξη, που εξαρτάται από την πολιτική τάξη.
Μια "σχολική τάξη" που σου ζητάει ηρεμία, ευφορία, διάθεση, κατάρτιση, καλές προθέσεις, καλά επιφωνήματα, χαμηλούς τόνους, μονοτονικά συστήματα, ψυχική ανάταση, σωματική διάπλαση, περιβαλλοντική αγωγή, διαπολιτισμική εκπαίδευση, λιγότερη ρύπανση…
Μια «οικογενειακή τάξη» που σε θέλει γνώστη της κάθε οικογενειακής αταξίας, αλλά με εμπιστοσύνη και εχεμύθεια, που τακτικά θα σε φέρνει σε επαφή με τα ολοφάνερα παιδικά , ψυχολογικά προβλήματα… Κι εσύ ενώ λύνεις κλάσματα, απαλύνεις ψυχικά κλάματα και πολλά άλλα τραύματα…
Και η «πολιτική τάξη» που πειραματίζεται, με μια παιδεία που παίζει με το μέλλον των παιδιών, τον τετελεσμένο μέλλοντα των εκπαιδευτικών, τον αόριστο χρόνο των γονιών…
Μπαίνοντας και βγαίνοντας σ’ όλες αυτές τις τάξεις, εσύ, προειδοποιείς χτυπώντας πάντα το καμπανάκι, αλλά οι αμαρτίες είναι πολλές…
Έτσι η μόνη «κάθαρση» και δική σου ηθική αμοιβή, θα είναι πάντα εκείνα τα φωτεινά μάτια των παιδιών της τάξης σου, που σε τονίζουν, σε φωτίζουν και σου δίνουν δύναμη να συνεχίσεις το «αναλυτικό σου πρόγραμμα»…
Κι είναι τόσα αυτά τα μάτια!
Τα νυσταγμένα μάτια του Αρμάν που σε παρακολουθούν χωρίς να σε καταλαβαίνουν. «Τι έχεις Αρμάν;» «Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ κυρία. Η αστυνομία είχε έρθει στο σπίτι και έψαχνε το μπαμπά μου, γιατί δεν έχει χαρτιά. Είχαμε κλείσει τα φώτα και δεν ανοίγαμε. Ο μπαμπάς πήδηξε από το παράθυρο. Φοβηθήκαμε πολύ», σου λέει σιγανά να μην ακούσουν οι άλλοι.
Τα μαυρισμένα μάτια της Δέσποινας που σε κοιτάζουν ικετευτικά. «Πάλι με έδειρε η μαμά μου». Και εσύ ψάχνεις με αγωνία να ανακαλύψεις καινούργια σημάδια, στο πρόσωπο και στα χέρια, σημάδια μητρικά, απ’ αυτά που δεν αφήνουν τα χάδια, αλλά τα χτυπήματα. Την παίρνεις στην αγκαλιά σου καθώς σκέφτεσαι πόσο μάταια είναι όλα και οι επισκέψεις σου σε εισαγγελείς, κοινωνικούς λειτουργούς, ιατροδικαστές «Άστο κοπελιά», σου ‘παν στο τέλος, «μόνο που θα φθείρεσαι. Η χειρότερη οικογένεια είναι προτιμότερη απ’ το καλύτερο ίδρυμα. Πού να το πάμε το παιδί; Να το χωρίσουμε απ’ τα αδέρφια του, να το πάμε στην Αθήνα, αφού εδώ δεν υπάρχει ξενώνας. Μην το ψάχνεις. Δώσε του εσύ όσο μπορείς στοργή και αγάπη που του λείπει, να σε βλέπει ο Θεός, ψυχικό θα κάνεις». Όχι δεν κάνεις ψυχικό, σκέφτεσαι όπως τη χαϊδεύεις και της σκουπίζεις τα ματάκια. Το χρέος σου κάνεις σαν άνθρωπος.
Κι είναι κι εκείνο το αφηρημένο βλέμμα του Μιχάλη καθώς σου κλίνει τον αόριστο του «φεύγω»: «έφυγα, έφυγες, έφυγε, ο μπαμπάς μου έφυγε κύριε».«Δε σου ζήτησα πρόταση, Μιχάλη, μόνο να μου κλίνεις το ρήμα». «Όχι, κύριε, ο μπαμπάς μου στ’ αλήθεια έφυγε απ’ το σπίτι, με μια κυρία και μας άφησε. Και η μαμά μου είναι έγκυος….» Ανοίγεις τα χέρια σου να τον αγκαλιάσεις, να του δώσεις ένα στιγμιαίο υποκατάστατο πατρικής στοργής και ασφάλειας, αλλά σκέφτεσαι ότι δεν είναι πολιτικώς ορθή χειρονομία. Η σωματική επαφή απαγορεύεται ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή σε Ευρώπη και Αμερική, οι καιροί είναι πονηροί. Πόσοι άνθρωποι βρήκαν το μπελά τους, τόσα ακούγονται καθημερινά. Κι εσύ αφήνεις τα χέρια σου να πέσουν, ίδιες τσακισμένες φτερούγες και συνεχίζεις το μάθημα.
Τα λυπημένα μάτια της Μαρίας που έμεινε πάλι μέσα το διάλειμμα. «Δε θα βγεις έξω Μαρία;» (λες και δεν ξέρεις την απάντηση). Δεν έχω κολατσιό κυρία, σου απαντά σιγανά. Κι εσύ ανοίγοντας το πορτοφόλι σου, της λες ανέμελα: «Σήμερα κερνάω εγώ, Μαρία». «Πάλι κυρία; Τι γιορτάζετε σήμερα;» «Πέρασε η κόρη μου το μάθημα που έδινε στο Πανεπιστήμιο και είμαι χαρούμενη». Η Μαρία παίρνει το κέρμα. «Ευχαριστώ, κυρία». Κι εσύ προλαβαίνεις να δεις ένα βλέμμα ανάμεικτο με ευγνωμοσύνη και ντροπή, καθώς χάνεται.
Κι είναι κι εκείνα τα γεμάτα αγάπη μάτια του Γιάννη κάθε φορά που τον έπαιρνες αγκαλιά να τον ανεβάσεις μέχρι την τάξη, γιατί το σχολείο σου δε διέθετε ράμπα, ούτε ασανσέρ, το τσακισμένο κορμάκι σφιγμένο ασφυκτικά σε ορθοπεδικό κηδεμόνα και στηριγμένο σε ειδικές πατερίτσες μήπως καταφέρει να σταθεί στοιχειωδώς όρθιο, το τσακισμένο κορμάκι του Γιάννη, σουβενίρ για πάντα από τον αλκοολικό πατέρα του. Τον έπαιρνες αγκαλιά και στις εκδρομές, τον ανέβαζες στις σκάλες, στα λεωφορεία, χωρίς να βαρυγκομίσεις. Κι όταν η μητέρα του την πρώτη φορά σου είπε δειλά: « ο Γιάννης αύριο δε θα έρθει στην εκδρομή», της το ξεκαθάρισες ορθά κοφτά: «Δεν το διαπραγματεύομαι Το παιδί θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα, όπως όλα». «Σε κουράζω κυρία;», σου ‘λεγε με παράπονο, κάποιες φορές όπως τον κρατούσες αγκαλιά. «Όχι, Γιαννάκη, αφού είσαι ελαφρύς σα φτερό. Είσαι πιο ελαφρύς από τον ανιψιό μου που πηγαίνει νηπιαγωγείο.» Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως πήγες δυό φορές στα Επείγοντα του Νοσοκομείου με οξεία οσφυαλγία..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.