Νίκος Γεωργαντώνης
Η οικογένεια έτρωγε μετ’ απολύτου ησυχίας.
«Ωραία η σούπα;»
«Πολύ ωραία.»
«Πάρε και λίγο ψωμί να βουτήξεις.»
«Ευχαριστώ…»
«Θέλεις κάτι άλλο;…»
«Όχι…»
«Εδώ είναι το τυρί αν θες…»
«Ευχαριστώ…»
Η Κατερίνα δεν μιλούσε πολύ. Έτσι συνήθιζε. Σιωπηλή, μελαγχολική, κλεισμένη στην ψυχή της, σήκωνε τα χέρια της κι έκοβε το ψωμί μηχανικά. Έπειτα έπινε λίγο νερό…
Αν το παρατηρούσες, θα ‘λεγες πως πάλευε σα τυφλοπόντικας ν’ ανοίξει δρόμο στο σκοτάδι του λαιμού της… να κατέβει… να φτάσει… ν’ αλαφρώσει… να δροσίσει τη πικραμένη καρδιά τής φοβισμένης ψυχής της… να της δώσει δύναμη… να την λυτρώσει… «Θάρρος!» ψιθύριζε συχνά. «Θάρρος!»… κι έτρεμαν τα χείλη της, και το βλέμμα της έκυπτε στη γη.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………..
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Ημέρα Κυριακή·
κι όλη η οικογένεια ήταν παρούσα: Τα παιδιά, οι γονείς, τα εγγόνια… κι όπως συνηθίζεται τέτοιες μέρες, ένα ωραίο γεύμα συνόδευε και συντρόφευε όλα τα μέλη της οικογενείας, τα οποία, ευκαιρία σχόλης, εκμεταλλεύοντο την ιερότητα της ημέρας δια την αναμεταξύ των συνεύρεση και ευδαιμονία…
Μόνον η Κατερίνα τύχαινε αδιαθεσίας. Πλήρης απουσία συγκίνησης και κοινωνικότητος βασίλευε στην ψυχή της. Ή μάλλον, και αυτό είναι αλήθεια, συγκίνησις αλλόκοτη παρασιτούσε εν τω μυαλώ… αισθήματα βίαια, και φορτισμένα κι ανίδωτα στους ανθρώπους ηλέκτριζαν τις πράξεις της, τις κινήσεις, την καθαρότητα του βλέμματός της…
Δεν ήταν δα και δύσκολο να διακρίνει ο έμπειρος νους την ταραχή της ψυχής… Εν μέσω σπασμωδικών κι αμήχανων κινήσεων, τρεμάμενων διστακτικών χειλιών και φοβισμένης ομιλίας… εν μέσω ανήσυχων βλεμμάτων και ταραχώδους έκφρασης… βαδίσματος ασταθούς κι αμηχανίας… (τεκμήρια που άλλοτε προδίδουν το νου),μυστήριον αναδύετο… ύποπτο… σκοτεινό…
Η κόρη της οικογενείας, η τεταραγμένη εν τη ψυχή… η βεβαρημένη ταις αμαρτίες των Ουρανών… η προδομένη των ανθρώπων (έτσι ένιωθε!)… προσπαθούσε να παραμένει ψύχραιμη, αποδιώχνοντας κάθε ανάμνηση κακιά, κάθε εικόνα του μυαλού, που, ξαφνικά κι αναπάντεχα, παρουσιάζονταν εμπρός της και την βασάνιζε και την έλιωνε σαν τέρας εντός της παρασιτικό…
«Θα σε τσακίσω!» φώναζαν οι δαίμονες εντός της. «Θα σε λιώσω! Θα σε συντρίψω!»
Μορφές εφιαλτικές… που, άγνωστο πώς, κυρίευαν τη ζωή και τη σκέψη της… Σα μνήμες του παρελθόντος, εικόνες μιας δύσκολης ζωής… αναδύονταν βασανιστικές και μασουλούσαν τις σάρκες της υγιούς εναπομείνουσας προσωπικότητάς της…
“Μα τι μπορούσε πια να κάμει;” σκέφτονταν.
Πανικοβλημένη, ταραγμένη, τρεμάμενη… έμπλεη αγωνίας, σχεδόν δακρυσμένη… μ’ όλες της τις δυνάμεις… σήκωνε το κουτάλι της σούπας, κάθε Κυριακή, προσπαθώντας ν’ αποδιώξει αυτές τις ερεβώδεις εικόνες και τις δυνατές, ακατάπαυστες φωνές της ψυχής…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………..
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η Κατερίνα όμως είχε και μία αδερφή· τη Χριστίνα.
Η Χριστίνα ήταν ένα πλάσμα ακριβώς αντίθετο της αδελφής της. Ήταν κατά τρία χρόνια νεότερη, όμορφη, άνθρωπος πρόσχαρος και προσηνής, ευπροσήγορος, κοινωνικός, άνθρωπος γελαστός, που έλαμπε θαρρείς του κόσμου την αισιοδοξία…
Η Χριστίνα έτρωγε μετά προσοχής, αφοσιωμένη, σιωπηλή και υπομένουσα καρτερικώς τους τρόπους της οικογένειάς της, πάντα όμως έχουσα έκφραση ζωγραφισμένη κάτι τινός ωραίου, αισιόδοξου, θετικού, κι εν γένει ελπιδοφρόρου…
Δεν ήταν ευχαριστημένη βέβαια με τους τρόπους και τις συμπεριφορές της οικογένείας της (κατά νου, ιδιαιτέρως εδώ, είχε τον πατέρα της, με τις ανυπόφορες και επιβεβλημένες σιωπές του και την απότοκη βεβαρημένη ατμόσφαιρα που ενστάλαζε ωσάν υγρασία στις ψυχές όλων…)· δεν ήταν ευχαριστημένη η νεαρά άνοιξις, με τις συγκεντρώσεις γκρίζων νεφών και σκότους φθοροποιού αναμεταξύ των μελών και των αγαπημένων της προσώπων, αλλά… “τι να έκανε;”… Ανέχονταν τη βροχή, για χάρη της άνοιξης… υπόμενε την μπόρα, για χάρη του φωτός…
Εις πείσμα όλων.
Έτσι την είχε δασκαλέψει η κυρα Γιωργίτσα… η γιαγιά… η μόνη εν ζωή, η μόνη που γνώρισαν, τα δυο κορίτσια…
Η κυρά Γιωργίτσα, παρούσα κι εκείνη στο ιερό γεύμα της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, της αφιερωμένης εις τον Κύριον (η ευλάβειά της ήτο βαθιά…), όπου, παρ’ όλα αυτά, το φως και τ’ άστρα, απείχαν μακράν του να ζεσταίνουν την έρημο τράπεζα της οικογενείας, παρακολούθη μετά σιωπής, σεβάσμια τους κανόνας και τας αρχάς μέσω των οποίων συνήρχοντο τα μέλη, τα πρόσωπα και τις εκφράσεις πέριξ των γευμάτων.
Μαυροντυμένη, σκυφτή, μη δυνάμενη πια να σηκώσει τα χρόνια της ζωής της, ταλαιπωρημένη, χήρα ήδη απ’ όταν οι εγγόνες της ήταν «σκανταλάκια…»επέμενε να κρατά τον βράχο της ζωής με νύχια και με δόντια. «Τα κορίτσια μου…» έλεγε. «Τα τζιβαέρια μου! Αυτά μόνο να ευτυχήσουν. Οι εγγόνες μου. Να παντρευτούν. Να στεριώσουν. Κι ύστερα… Ύστερα, ας φύγω στη θάλασσα την ανεπίστροφη…»
Ήταν άνθρωπος τρυφερός, πράος, γλυκομίλητος, δοτικός… Εκείνη τα μεγάλωσε τα κορίτσια της. Εκείνη τα χάρηκε. Εκείνη γέλασε μαζί τους. Εκείνη τα κοινώνησε. Εκείνη έκλαψε μαζί τους… Τα μεγάλωσε, τους είπε παραμύθια… Είχε λοιπόν κάθε δικαίωμα ένεκα μιας τέτοιας προσφοράς να ζητά και ν’ απαιτεί από θνητούς κι υπέρτατους… την οφειλή της προσηλωμένης ζωής της…
Η κυρά Γιωργίτσα, ανοίγουσα κάτι τι περισσότερο τα μάτια της κι υψώνουσα κάποτε ελαφρώς τη λευκή κεφαλή της, παρατηρούσε μετά προσοχής μεγάλης τα πρόσωπα και τις εκφράσεις των βυθισμένων εν τω εαυτώ ψυχών. Εξέταζε, διείσδυε… διερρήγνυε την επιφαινόμενη και συγκεκαλυμμένη αντανάκλαση της ψυχής… παρανομούσε… κι ωσάν κλέφτης θρασύς εισερχόταν στ’ άδυτα της θάλασσας των ανθρώπων.
Εις περιοχήν απάτητη… εις περιοχήν σκοτεινή… την οποία πολλές φορές οι ίδιοι οι κάτοχοί της, δεν ηδύνατο όχι μόνο να φτάσουν αλλά και να έχουν γνώση αυτής… Εκεί μέσα, η κυρά Γιωργίτσα, άναβε ένα φως κι άρχιζε να ψάχνει… Φώτιζε τη μια μεριά, πήγαινε στην άλλη, έπειτα, επέστρεφε, έπειτα, προχωρούσε… πήγαινε μπροστά, πήγαινε πίσω… μέχρις ότου αποκτήσει πλήρη την εικόνα του χώρου αυτού και των εργασιών του… Για να καταστήσει το μικρό της φως άχρηστο, δούλευε πυρετωδώς μες το σκοτάδι… για να γίνει κύρια του Σκοπού της θάλασσας και κύρια των Νόμων των βυθών… για να γίνει κύρια της Ουσίας των υγρών… και της Κίνησης των ψυχικών ρευμάτων… Η κυρά Γιωργίτσα επέμενε ότι μπορεί να λάβει γνώση… Εξέταζε, παρατηρούσε, στοχάζετο… περί ψυχής… περί ανθρώπων…
«Αν θέλεις μπορώ να σου ζεστάνω και λίγο κουνέλι που έχει μείνει στο ψυγείο…» είπε ευγενικά η μητέρα των κοριτσιών στην Κατερίνα.
«Όχι… Ευχαριστώ, μαμά… Μ’ αρέσει το φαϊ…» απάντησε αμήχανη.
«Μα δεν τρως, καρδούλα μου… Με το ζόρι κατεβαίνουν οι μπουκιές…» επέμεινε η μητέρα της.
«Δεν τρώει πολύ η Κατερίνα…» είπε ο σύζυγός της. «Στο τέλος θα παίρνει φάρμακα!»
Το χέρι της Κατερίνας κλονίστηκε με το τέλος της πρότασης του συζύγου της κάνοντας το κουτάλι να πέσει από μικρό ύψος, ευτυχώς, στην άκρη του πιάτου.
Ο πατέρας σταμάτησε να τρώει και την κοίταξε βλοσυρά…
Κανείς δε μίλησε. Η Κατερίνα απόμεινε με το βλέμμα χαμηλωμένο στο πιάτο της.
«Γούρι! Γούρι!» βρήκε κάτι να πει, εύθυμα κάπως, η αδελφή της…
Και συνέχισαν να τρώνε…
και να ζουν…
και να ελπίζουν…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………..
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Επωδός τέλους
…Ίσως να βρήκες μικρή και ξένη αυτή τη διήγηση, καλοπροαίρετε αναγνώστη… Όμως η αλήθειες που μέλλεται να ‘ρθουν δεν μπορούν ακόμη να μιλήσουν σ’ όλα τα χείλη…
Ίσως γιατί οι άνθρωποι κλείστηκαν στις ψυχές τους… και δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις τώρα πια ποιος μπορεί να τραγουδήσει… και ποιος όχι… Μια έξη μάς έχει κυριέψει. Κι η σκέψη μας κλείδωσε πια… κι είναι μικρή…Θα μεγαλώσει…
Δεν έχεις άδικο αν δεν σ’ άρεσε το διήγημα αυτό. Άλλωστε… όλα μισά τα μάθανε οι άνθρωποι.
Και μια αλήθεια φανερή, όλοι τη καταλαβαίνουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.