Είναι ένα από τα πάμπολλα ποιηματάκια του «βαρελιού», προϊόντα επίπονης και βαθυστόχαστης …αμπελοφιλοσοφίας, που κοσμούν τους τοίχους της λέσχης των «Λεχριτών» και δηλώνουν το ανοιχτό πνεύμα, την μεγαθυμία και την «έξω καρδιά» του Λεχρίτη.
Τα μέλη του ιστορικού συλλόγου των οινοποτών – βαρελοφρόνων, γνωστοί πια, σε όλες τις γειτονιές, τα καπηλειά και τα γραφικά στενά και στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης για τις καθάριες και δυνατές φωνές τους και για τις στακάτες τους νότες, είναι οι καλύτεροι φίλοι της …
ρετσίνας της «ξανθής» και του μεζέ, του αθώου πειράγματος και της καντάδας.
ρετσίνας της «ξανθής» και του μεζέ, του αθώου πειράγματος και της καντάδας.
Στο ταβερνάκι – λέσχη τους, στη συμβολή των οδών Σόλωνος και Μητροπούλου προετοιμάζονται σκληρά από την προηγούμενη μέρα για την Κυριακή του Ασώτου, τη μεγάλη γιορτή τους.
Και πώς προετοιμάζεται ένας Λεχρίτης για την πιο μεγάλη γιορτή του συλλόγου του; Μα, όπως, για να πάει σε μάχη :
«Εάν θέλεις να κερδίσεις οποιαδήποτε μάχη, ρίξε τρία κιλά ρετσίνα μέσα σου»… Όπως κάθε Κυριακή του Ασώτου οιΛεχρίτες καλοξυρισμένοι και γυαλισμένοι, βάζουν τα κοστούμια και τις γραβάτες τους, παίρνουν τις κιθάρες, τα μαντολίνα και τα ακορντεόν τους και εφορμούν στο ταβερνάκι της επιλογής τους για να «άδουν μεθ’ αφθόνου ρετσίνας…».
Την Κυριακή του Ασώτου πίνουν και τραγουδούν από το πρωί στο κουτούκι του «Τριάντη»στη Χαριλάου και «προπονούνται» για το μεγάλο γλέντι της Τσικνοπέμπτης, την Πέμπτη, στην ταβέρνα «Έρως» στην περιοχή των Μετεώρων Θεσσαλονίκης, που θα γίνει και το μεγάλο ξεφάντωμα για τα μη μέλη.
Τα νόστιμα τσικνίσματα εκείνης της μέρας, για τους Λεχρίτες είναι φυσικά αδιανόητο να μη συνοδεύονται από «ποτάμια» παγωμένης ρετσίνας …
Παλαιότερα, κάθε Κυριακή του Ασώτου γινόταν και η καθιερωμένη παρέλαση, με τα«άρματα» κάρα φορτωμένα με βαρέλια ρετσίνα που έσερναν άλογα, πίσω από τα οποία είχαν δεθεί με σπάγκους και βροντούσαν στο πλακόστρωτο χάλκινα καραφάκια της ρετσίνας.
Τα τελευταία χρόνια, όμως το έθιμο έχει εγκαταλειφθεί και σε αντιστάθμισμα παρατείνεται το καθιερωμένο γλέντι στο καπηλειό τους.
Άλλο λεχρίτης, άλλο Λεχρίτης…
Η λέξη λεχρίτης μπορεί να παραπέμπει σε πρόσωπο χαμηλής υποστάθμης και ελαστικής ηθικής, σε παλιάνθρωπο ή και βρομιάρη και έχει επικρατήσει στη νεοελληνική, ως βρισιά.
Ο σύλλογος των Λεχριτών ωστόσο χρησιμοποιεί τη λέξη με την κυριολεκτική της έννοια, που σημαίνει το ένζυμο που προκαλεί τη βράση της ρετσίνας, ακόμη και από το κουνουπάκι που ζει και πεθαίνει γύρω από την κάνουλα του βαρελιού.
Ο τρόπος που υιοθέτησε ο σύλλογος την ονομασία «Λεχρίτης» έχει τη δική του ιστορία.
Βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μετέφεραν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θεσσαλονίκη τις ωραίες συνήθειες για γλέντι, κέφι, μουσική και συναναστροφή, που είχαν άλλωστε και στην Κωνσταντινούπολη.
Βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μετέφεραν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θεσσαλονίκη τις ωραίες συνήθειες για γλέντι, κέφι, μουσική και συναναστροφή, που είχαν άλλωστε και στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1925 τους αποκαλούσαν «μποέμ», που σήμαινε τον εύθυμο, ανοιχτόκαρδο τύπο. Στις συνευρέσεις τους έπαιζαν τραγούδια της εποχής, ελαφρολαϊκά και καντάδες, τα οποία συνόδευαν με τις εξαιρετικές φωνές τους. Οι «μποέμ» εξελίχθηκαν αργότερα σε Λεχρίτες, μετά από μια έντονη συζήτηση σε μια μάζωξη μελών τους, στον τότε συνοικισμό 151.
«Αποφάσισαν να δώσουν μια ονομασία στις συγκεντρώσεις τους, να τις κάνουν σα να είναι σύλλογος. Υπήρχε όμως πολύ μεγάλη έχθρα, λόγω του πολέμου που είχε προηγηθεί, για κάθε τι ξενικό.
Το «μποέμ» δεν άρεσε στον κόσμο. Ταυτόχρονα, η δραστηριότητα τους είχε πάρει δημοσιότητα, αφού οι συνευρέσεις τους με τις καντάδες τους και τα γλέντια τους ξεσήκωναν όλη την πόλη» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Επίτιμος Πρόεδρος τους Συλλόγου Λεχριτών «ο Διόνυσος» (Παλιοί Κανταδόροι) Πολύκαρπος Χαλκίδης και συνεχίζει:
«Έρχονταν λοιπόν δημοσιογράφοι στις μαζώξεις – ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Ψαθάς – και τους ρωτούσαν, ποιος σύλλογος ήταν.
Αυτοί απαντούσαν ότι είναι «μποέμ», άλλοι έλεγαν γλεντζέδες, ο καθένας ότι ήθελε.
Ώσπου σηκώθηκε ο γιατρός Χαριτάντης και είπε: «Δε θέλουμε κανένα όνομα ξενικό όνομα, θέλουμε μόνο ελληνική ονομασία». Κάποιος μέσα από τη μάζωξη, ανάμεσα σε πολλά που ακούστηκαν, πέταξε το «Λεχρίτης» και ο γιατρός είπε :
«Ναι, αυτό είναι : Λεχρίτης».
Το «Λεχρίτης» από τότε παραμένει αμετακίνητο από την ιστορική ονομασία του συλλόγου και παρ’ ότι τα μέλη αναγνωρίζουν ότι «έχει κάνει και κάποια ζημιά, όσο να’ ναι, γιατί ο άλλος το παρερμηνεύει» είναι αδύνατον ποτέ να το βγάλουν από τον τίτλο τους.
«Αυτό δεν αλλάζει με τίποτε, πάει και τελείωσε» λένε κατηγορηματικά. Ακόμη και το 1995 που έγινε επίσημα σύλλογος με καταστατικό, το διακριτικό Λεχρίτης είναι κεντρικό, μέσα στον τίτλο του συλλόγου.
Τρία πράγματα είναι ο Λεχρίτης :
Γλεντζές, καλοφαγάς, φιλόμουσος.
Ο Λεχρίτης, αντίθετα από αυτό που έχει επικρατήσει να σημαίνει στην καθομιλουμένη είναι πολύ διαφορετικός στην οικογενειακή και κοινωνική του ζωή, στην καθημερινότητα και στην πρακτική του.
Στο καταστατικό του συλλόγου ξεκαθαρίζεται ότι πρόκειται «για πότη, όχι μπεκρή», με χιούμορ και αγάπη για την εκλεκτή ρετσίνα και την καλή μουσική, αλλά αυτά δεν τον εμποδίζουν να είναι ένας «κύριος με Κ κεφαλαίο».
Άλλωστε, τα περισσότερα μέλη του συλλόγου είναι παραδοσιακά γιατροί, δικηγόροι, μουσικοί, ευυπόληπτοι επιχειρηματίες, εκπαιδευτικοί. Βεβαίως, το καταστατικό ορίζει ότι «ο Λεχρίτης μπορεί να προέρχεται από όλες τις κοινωνικές τάξεις», αρκεί να πληροί τα κριτήρια, που προαναφέρθηκαν…
Ο Λεχρίτης δεν τρώει πολύ, αλλά τρώει καλά. Συνοδεύει με νόστιμους παραδοσιακούς μεζέδες τη ρετσίνα του και απεχθάνεται το γρήγορο φαγητό. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα πιάτα είναι η λακέρδα και το σκουμπρί, τα φασόλια μπιαζ και η φάβα με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, αλλά και κρέατα καλοψημένα στα κάρβουνα.
Τα πιάτα δε σηκώνονται από το τραπέζι παρά μόνο όταν τελειώσει το γλέντι, που συνήθως τραβάει αρκετά…
Ο Λεχρίτης είναι συνεπής οικογενειάρχης, αλλά έχει και τα μεράκια του: «Δε θυμάμαι τι είπα στη γυναίκα μου, να πιώ (δύο) και να γυρίσω στις (εννιά), ή να πιώ (εννιά) και να γυρίσω στις (δύο)» λέει ένα Λεχριτικό απόφθεγμα.
Επιδίωξη του είναι να γυρίσει στο σπίτι νωρίς, αλλά εάν η παρέα τραβήξει μπορεί και να …χάσει το δρόμο. Πρότυπο του, ο «βαρελόφρονας», όπως απεικονίζεται σε σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη, με την μύτη κόκκινη από το κρασί, να «ερωτοτροπεί» με έναν στύλο της (προ της ΔΕΗ, εποχής) εταιρείας φωταερίου.
Η παρέα, συνήθως «τραβάει», αφού εκτός από τα πειράγματα, τα ωραία τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο : «Ο Λεχρίτης αγαπά τη ρετσίνα την ξανθιά, σέβεται τον μουσικό και βγάζει πάντα τον …σκασμό».
Τα τραγούδια των Λεχριτών είναι τα ελαφρολαϊκά ρομαντικά τραγούδια του μεσοπολέμου, τα οποία εκτελούνται πολυφωνικά με τη συνοδεία των εγχόρδων.
«Ένα ωραίο λαϊκό θα του πούμε κι εμείς, αλλά τα δικά μας είναι τα παλιά καλά τραγούδια της εποχής, του Γούναρη και των άλλων μουσικών της εποχής» λέει ο πρόεδρος του συλλόγου Γιάννης Σαμαρόπουλος.
Ο Λεχρίτης και το «ωραίο φύλλο»
Οι Λεχρίτες έχουν κατηγορηθεί πολλές φορές «αδίκως» για «μισογυνισμό», επειδή δεν εντάσσουν στο σύλλογο τους και τις γυναίκες.
Όμως, ο Λεχρίτης λατρεύει το ωραίο φύλλο, αφού όλα σχεδόν τα τραγούδια του, σε αυτό απευθύνονται. Τον έρωτα υμνούν στην πιο εξιδανικευμένη μορφή του, αλλά έχουν και «κρασάδικα», δηλαδή τραγούδια για το κρασί.
Το «Εγώ θα κόψω το κρασί» π.χ. είναι ένα χαρακτηριστικό τραγούδι, όπου ο οινοπότης ορκίζεται με όρκο βαρύ ότι θα κόψει το κρασί για χάρη της καλής του, από το κρασί του έρωτα για την οποία «πίνει και ξανανιώνει»…
Στον τελευταίο στίχο όμως αφήνει μια αίσθηση υπεκφυγής, γιατί το διακύβευμα είναι πολύ βαρύ…
Η απάντηση του «ευσυνείδητου» Λεχρίτη στην ερώτηση, «ποια είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία των Λεχριτών» είναι ότι η σύζυγος του είναι η «κορώνα του σπιτιού», αλλά …«στο σπίτι»!
Ο Λεχρίτης δε θέλει «τον έλεγχο μέσα στα πόδια του», την ώρα της μυσταγωγίας, δηλαδή, της κατανάλωσης ρετσίνας. Άλλωστε, όπως γράφει και το ταμπελάκι : «η αιφνίδια διακοπή οινοποσίας δύναται να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία…».
Τελευταίως, πάντως, ο σύλλογος των Λεχριτών μετά από …πιέσεις έβαλε νερό στο …κρασί του και αποφάσισε ότι την ημέρα της Τσικνοπέμπτης να επιτρέπεται και στις γυναίκες να συμμετάσχουν στη γιορτή τους.
- «Και την Κυριακή του Ασώτου;» ρωτώ τον Πολύκαρπο.
- «Ε, όχι, και την Κυριακή του Ασώτου. Ας μείνει και κάτι όρθιο…» μου απαντά πειρακτικά.
Ωστόσο, γυναίκες από άλλους συλλόγους και χορωδίες παρεισφρέουν όλο και περισσότερο, όσο περνάει ο καιρός, στα …άδυτα του Λεχριτισμού, ακόμη και στην ίδια τους τη Λέσχη. Έχουν πάντως πλήρη συνείδηση ότι πατούν σε «Ιερό Έδαφος» και συνοδεύονται πάντοτε από τους άντρες τους.
«Πρέπει να έχουν αντίγραφο της άδειας γάμου και να το επιδεικνύουν σε κάθε έλεγχο από τη διοίκηση του συλλόγου, όπως και οι συνοδοί τους για να μην υπάρχουν προβλήματα. Μόνο με αυτόν τον όρο επιτρέπεται η είσοδος, οι αστεφάνωτοι απαγορεύονται…» λέει ο κ. Πολύκαρπος.
Η «αντιπολίτευση»…
Ο Πολύκαρπος Χαλκίδης υπήρξε για 42 χρόνια πρόεδρος του συλλόγου και σήμερα κατέχει τον τίτλο του «επίτιμου» προέδρου. Τη μακροημέρευση του στα κοινά του συλλόγου και την παραπέρα εξέλιξη του θα ζήλευαν ασφαλώς αρκετοί ξένοι πολιτικοί ηγέτες.
Ευτυχώς, η διαδοχή υπήρξε απόλυτα ειρηνική και δεν είχε το χαρακτήρα…
αραβικής εξέγερσης. Μάλλον, φαίνεται ότι «δαχτυλίδι» δόθηκε και η διαδοχή επισφραγίσθηκε με άφθονη ρετσίνα.
Ο«επίτιμος» αναγνωρίζει ότι επί της προεδρίας του διαδόχου του, του Γιάννη Σαμαρόπουλου, έγιναν αξιοπρόσεκτα πράγματα στο σύλλογο, με τη χορωδία των Λεχριτών να πρωτοστατεί σε διάφορα φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και να αποσπά διεθνείς διακρίσεις.
Φαίνεται όμως ότι δεν είναι όλοι τόσο ευχαριστημένοι από τη χρηστή διοίκηση, αφού στα εσωτερικά των Λεχριτών παρατηρήθηκε διάσπαση. Πριν από λίγα χρόνια ένα «κομμάτι» του παλιού και μοναδικού συλλόγου, η λεγόμενη «αντιπολίτευση» συχνάζει αλλού, καταγγέλλοντας τη διοίκηση του «Διόνυσου» για νεποτισμό και ίσως και για ελλειπή …ποτισμό των μελών, με αγνή ρετσίνα…
«Σαν αστείο ξεκίνησε, από κάποια μέλη, που κάθε Κυριακή του Ασώτου δήθεν έκαναν την αντιπολίτευση και κατήγγελλαν εμάς για καθεστωτισμό και γινόταν καλαμπούρι. Σιγά, σιγά, γιατί είμαστε και πολλοί και συχνάζουμε σε διάφορα ταβερνάκια έγιναν άλλη παρέα και αυτοί τώρα πίνουν αλλού» λέει ένας Λεχρίτης του «Διόνυσου».
Η λεγόμενη «αντιπολίτευση, το «Κίνημα Ριζοσπαστών Λεχριτών» (ΚΥΡΙΛΕ) έχει τραβήξει το δικό του δρόμο κι έχει δικό του στέκι. Τα μέλη της συχνάζουν στην ταβέρνα «Πήρε και Βραδιάζει», στην οδό Ομήρου 7 με Παπαναστασίου, όπου συνωμοτούν νυχθημερόν για να πνεύσει ένας νέος …αλκοολούχος αέρας στα καπηλειά και στα καταγώγια. Εκεί στραγγίζουν τα γιοματάρια, που έχει άφθονα το ταβερνάκι στα υπόγεια και σχολιάζουν την επικαιρότητα με το δικό τους σκωπτικό τρόπο. Παλιά είχαν «διαγράψει» προσωρινά μέλη τους, που«δικαιολογήθηκαν» ότι αδυνατούσαν να σπάσουν τα «μπλόκα» των αγροτών για να συμμετάσχουν στην καθιερωμένη κρασοκατάνυξη της Κυριακής του Ασώτου.
«Ο πίνων γάλα αποβάλλεται …»
Οι ποινές των Λεχριτών είναι από τις πιο αυστηρές : «Όποιος οινοπότης συλληφθεί να πίνει γάλα αποβάλλεται από την παρέα» ορίζει ένας από τους σκληρότερους νόμους τους. Οι συχνές απουσίες καταγράφονται στο απουσιολόγιο και οι «καμπάνες» πέφτουν βροχή.
«Χρήση της οινοποσίας είναι τα τρία κιλά ρετσίνα, το μισό κιλό είναι κατάχρηση»επιτάσσει άλλος νόμος της Λεχρίτικης δικονομίας.
Σε «απείθαρχα» μέλη μπορεί να επιβληθεί για βαριά ανυπακοή, έως και η ποινή της«τρίωρης αποχής από την οινοποσία». «Εσχάτη προδοσία» είναι και η «οινοποσία κατ’ οίκον», αφού ο Λεχρίτης είναι κοινωνικό όν.
Φυσικά, μετά από ένα δεκάλεπτο οι «δικαστές» ζαλισμένοι από τη ρετσίνα και σε κλίμα εξαιρετικής ευθυμίας έχουν συνήθως ξεχάσει την «ποινή» που επέβαλλαν και ο «παραβάτης»επιστρέφει πάλι στο καραφάκι…
«Μη το βάζεις στο γυαλί γιατί φαίνεται πολύ, βάλτο στο κατοσταράκι να το πιούμε με μεράκι»…
Με ένα καλό ανέκδοτο, ή με ένα επιτυχημένο πείραγμα το «αδίκημα» συνήθως παραγράφεται, η «ποινή» διαγράφεται, ή δίνεται «αμνήστευση»…
Μέσα στις πιο επιτυχημένες κρασοκατανύξεις παράγεται η Λεχριτική …ποίηση, που αποδίδεται με χειρόγραφους στίχους, σε καρτελάκια από χαρτόνι, που αναρτώνται σε περίοπτη θέση στους τοίχους του καπηλειού.
«Να μην πηγαίνεις συχνά για οινοποσία, αλλά μόνο από βράδυ σε βράδυ». «Μια καλή ρετσίνα, ένας καλός μεζές ένα έξυπνο καλαμπούρι είναι ο πλούτος στη ζωή…». Την υψηλότερη θέση κατέχει ο Υμνος της Ρετσίνας.
«Σε γνωρίζω από το χρώμα και από τη μυρωδιά, σαν σε βάζω μες το στόμα άχ ρετσίνα μου γλυκιά/ Στο βαρέλι κατοικούσες εκεί μέσα στη σκλαβιά κι ένα χέρι καρτερούσες να σου δώσει λευτεριά/ Από σταφύλι είσαι βγαλμένη του Αυγούστου τον καρπό και για αυτό είσαι αγαπημένη και για αυτό σε προτιμώ….
Ο σύλλογος Λεχριτών «ο Διόνυσος» (Παλιοί Κανταδόροι) συμμετέχει σε πάρα πολλές εκδηλώσεις, που διοργανώνει η αυτοδιοίκηση και μάλιστα έχει καταγράψει σε ψηφιακό δίσκο τα γλέντια και τις εξορμήσεις του καθώς και τα σπάνια τραγούδια που ερμηνεύει.
Το παράπονο του προέδρου του, Γιάννη Σαμαρόπουλου είναι ότι τελευταία οι φορείς της πολιτείας δεν εκδηλώνουν το ίδιο ενδιαφέρον όπως παλαιότερα για αυτούς, παρά το γεγονός ότι «νέοι άνθρωποι έρχονται για να ακούσουν τη δική μας μουσική, την καντάδα», που«δεν ακούγεται πια από τα ραδιόφωνα».
«Η πολιτεία δεν έχει ενσκήψει αρκετά πάνω μας, όσο θα έπρεπε, για να μας αξιοποιήσει, γιατί είμαστε ένας ιστορικός σύλλογος που παράγει πολιτισμό…».
[Φάνης Γρηγοριάδης, Φωτο: σκίτσο του Β. Χριστοδούλου, ΑΠΕ-ΜΠΕ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.