Τον γνωρίσαμε πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες ως ένα από τα πολλά υποσχόμενα πρόσωπα στη μουσική σκηνή.
Έκτοτε ρίχνουμε ματιές στο παρελθόν, παραδεχόμενοι ότι κράτησε την υπόσχεση, προσανατολισμένος πάντα στην ουσία της τέχνης του.
Καλλιεργημένος, σεμνός, καλλιτέχνης χαμηλών τόνων και εσωτερικών εντάσεων, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης υπηρετεί με συνέπεια το όραμά του.
Αφορμή για την κουβέντα μας στάθηκε η συμμετοχή του τόσο ως ερμηνευτή όσο και ως συνθέτη στο αφιέρωμα για τον Νίκο Γκάτσο, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη. Το αφιέρωμα στον Γκάτσο, που κλείνει με τη βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, είχε τεράστια επιτυχία.
Γιατί ο χρόνος στάθηκε τόσο γενναιόδωρος με τα τραγούδια του ποιητή; Διότι και ο ίδιος ο Γκάτσος στάθηκε γενναιόδωρος με τον χρόνο, τον τόπο, τους ανθρώπους και την τέχνη του. Δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ την αφοσίωση και τη θυσία που απαιτούν τέτοιοι στίχοι, έδωσε πέραν του εαυτού του σ’ αυτό που έκανε, με ευθύνη και ελευθερία απεριόριστη.
Με μια ανοιχτοσύνη και μια προσήλωση που βλάστησε κι ακόμα δίνει καρπούς. Μας έκανε ακριβό δώρο σε εποχή φτωχή. Κι όσο η εποχή φτωχαίνει πνευματικά και ηθικά, το δώρο μεγαλώνει.
Μελοποιήσατε δύο τραγούδια του Γκάτσου για τις ανάγκες του αφιερώματος. Ποια ήταν τα συναισθήματα και οι σκέψεις σας;
Αρχικά πλησίασα τους στίχους του μιλώντας τους στον πληθυντικό, όπως θα μιλούσα και στον ίδιο αν τον γνώριζα. Δεν έβγαινε όμως δουλειά, οπότε αναγκάστηκα να κρατήσω τον σεβασμό χωρξη. Με το σεις και με το σαςικίς τις ευγένειες που περιορίζουν την απαραίτητη δημιουργική αμεσότητα. Όπως στην προσευχή, όπου απευθυνόμαστε στον Θεό πάντα στον ενικό, χωρίς αυτό να είναι ένδειξη μη σεβασμού. Και όπως στην ερωτική πράξη, όπου με το «με συγχωρείτε» και με το «αν μου επιτρέπετε», το αποτέλεσμα είναι μάλλον βαρετό. Έτσι, όσο μελοποιούσα ένιωθα ελεύθερος να πειραματιστώ, να δοκιμάσω, να ταλαιπωρήσω τους στίχους, να τους τσαλακώσω, να τους χρησιμοποιήσω, να γελάσω μαζί τους, για να βγάλω ένα αποτέλεσμα που να αισθάνομαι πως είναι κοντά στο πνεύμα του στιχουργού και δεν τον προσβάλλει. Κι επειδή είχε χιούμορ σαν άνθρωπος, ήλπιζα πως αν ήταν εδώ και το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε, κάτι αστείο θα ’βρισκε να μου πει και δεν θα με μάλωνε.
Γράφονται σπουδαία τραγούδια σήμερα;
Κάπου θα γράφονται, δεν μπορεί. Σε κάποιο μικρό δωμάτιο, σε κάποιο διπλανό σπίτι, σε κάποιο χωριό. Δεν σταματά αυτό το πράμα. Τώρα, αν το ερώτημά σας είναι αν εκδίδονται σπουδαία τραγούδια ή αν γίνονται γνωστά, αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Για να υπάρξουν σπουδαία τραγούδια χρειάζονται και σπουδαίοι ακροατές. Αυτό θα πρέπει να είναι το ερώτημα: είμαστε σήμερα ακροατές; Ακούμε, παρεμπιπτόντως, πρόχειρα, οδηγώντας ή μιλώντας παράλληλα στο τηλέφωνο, ψωνίζοντας στις υπεραγορές ή μέσα στο ταξί. Πότε κλείσατε τα τηλέφωνα, αδειάσατε το μυαλό σας από άγχη και σκέψεις και συνειδητά βάλατε έναν καινούργιο δίσκο να τον ακούσετε, αφοσιωμένοι στην ακρόαση; Εγώ έχω καιρό να το κάνω.
Η «Πατρίδα» είναι ένα ξεχωριστό τραγούδι, ένα καυστικό μουσικό σχόλιο, που διαπερνά την Ιστορία. Τι είναι η πατρίδα για σας;
Πατρίδα για μένα είναι η δύναμη που σε γεννά και σε κρατά ζωντανό, δίνοντας ή ζητώντας σου συνεχώς ζωή, σχηματίζοντας την εικόνα και την ταυτότητά σου, ενδυναμώνοντάς σε ώστε να μπορείς ν’ αγαπάς τον άλλον άνθρωπο και τη δική του πατρίδα. Είναι η αφετηρία και ο προορισμός, η μέγιστη δύναμη της νοσταλγίας, που σε καθορίζει σαν άτομο και σαν σύνολο, αποκαλύπτοντας το μεγαλείο και τη μικρότητά σου και σε αναγκάζει, αν είσαι σοβαρός, να μην καυχιέσαι γι’ αυτήν, ούτε να τη θεωρείς «καλύτερη» από τις πατρίδες των άλλων. Είναι η παράδοση που σου παραδόθηκε για να την αλλάξεις πριν να την ξαναδώσεις, αποδεικνύοντας πως δεν έζησες μάταια και χαρίζοντας τα έργα των χειρών σου στους επόμενους. Μια ανεκτίμητη ενέργεια, που μπορείς όμως να ξοδέψεις μισώντας, με την ψευδαίσθηση πως την υπηρετείς, ενώ άλλα συμπλέγματά σου τρέφεις. Ή να τη μεταχειριστείς προς ίδιον όφελος, με αποτέλεσμα να την τραυματίσεις, τραυματίζοντας τον εαυτό σου.
Η Ιστορία συνθλίβει τα άτομα, τις ζωές τους;
Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα καθορίζουν μαζικά τους ανθρώπους, τα χρόνια και τις γενιές που ακολουθούν. Έζησα το πραξικόπημα και την προδοσία από πρώτο χέρι, ήμουν πέντε χρονών όταν εισέβαλε η Τουρκία και ο πόλεμος είναι η πρώτη μου καθαρή ανάμνηση. Μεγάλωσα δίπλα σε αντίσκηνα προσφύγων, οι άνθρωποι έζησαν εκεί πέντε χρόνια πριν χτιστούν συνοικισμοί. Δέκα χρόνια μετά βάζαμε ακόμη μονωτικές ταινίες χιαστί στα παράθυρα, μη σπάσουν τα τζάμια και μας κόψουν σε περίπτωση βομβαρδισμού. Άκουγα για χρόνια στο ραδιόφωνο τα καθημερινά μηνύματα του Ερυθρού Σταυρού από τους εγκλωβισμένους: «Η Μαρίτσα Σόλωνος πληροφορεί τα παιδιά της πως είναι καλά». Πήγα φαντάρος στα δεκαεπτά μου, έκανα σχεδόν ευχαρίστως θητεία δυόμισι χρόνων, να ξέρω να πολεμώ αν μας την πέσουν ξανά, να προλάβω να ρίξω καμιά σφαίρα πριν με φάνε λάχανο, παρόλο που ήξερα πως το να σκοτώνεις και να σκοτώνεσαι για τα συμφέροντα των μεγάλων είναι τουλάχιστον ανόητο. Τα πράγματα ήταν όμως εκεί, χειροπιαστά και όχι στη σφαίρα της ιδεολογίας ή στην πολυτέλεια της ειρήνης. Και είδα τον Αβραμόπουλο στις ειδήσεις, πριν από λίγες μέρες, να επισκέπτεται την Κύπρο ως υπουργός Άμυνας και να μας λέει με στόμφο πως η Ελλάδα για άλλη μια φορά είναι εδώ και εγγυάται την ασφάλεια του νησιού κ.λπ. Δεν ξέρω αν συνθλίβεται το άτομο κάτω από τέτοιες συνθήκες, αλλά σίγουρα η ζωή καθορίζεται.
Σε τι οικογενειακό περιβάλλον μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα σε περιβάλλον καλλιτεχνικό και ευτυχώς καθόλου καλλιτεχνίζον. Ο πατέρας μου, ένας μυστικός, πνευματικός και θηριώδους δύναμης άνθρωπος, είχε το εργαστήρι ζωγραφικής του στο σπίτι, μεγάλωσα μέσα σε μπογιές και τελάρα. Πολλά βιβλία, πολλοί δίσκοι, ένα ιδιαίτερο οικογενειακό χιούμορ και τεράστια ελευθερία. Παρ’ όλο που η μητέρα μου δούλευε στο ραδιόφωνο, υπήρχε στο σπίτι μια απέχθεια για τη δημοσιότητα και την επαγγελματική επιτυχία. Πώς έτυχε μετά και κατήντησα διάσημος, ποτέ δεν το κατάλαβα.
Τι θυμάστε από την πρώτη αληθινή επαφή σας με τη μουσική;
Λάτρευα τον Σαββόπουλο, ακόμα τον λατρεύω. Τότε δεν έρχονταν οι Ελλαδίτες καλλιτέχνες για συναυλίες στην Κύπρο. Αυτός ήρθε, ήμουν δώδεκα χρόνων, έπαιξε σ’ ένα γήπεδο στο κέντρο της Λευκωσίας. Πήγαμε από νωρίς με τον πατέρα και τον αδερφό μου, πιάσαμε θέσεις. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, δεν νύχτωνε με τίποτα. Μετά άρχισε η συναυλία. Τη θυμάμαι όλη. Τι μέγεθος! Ήταν κάτι το συγκλονιστικό, το ζούσα με όλες μου τις αισθήσεις. Καθοριστική στιγμή.
Τα λόγια της μάνας σας πριν φύγετε από την Κύπρο;
Δεν τα θυμάμαι. Θυμάμαι πως με χαιρέτησε ήσυχα και τρυφερά, με συγκίνηση. Η γαϊδουριά η δική μου, που δεν έβλεπα την ώρα να πάω στην Αθήνα (αγαπούσα μια κοπέλα εδώ) και ο ενθουσιασμός μου για το καινούργιο δεν νομίζω να της άφησαν και πολλά περιθώρια να μου πει τίποτα βαθυστόχαστο. Δεν ήταν πάντως κανένας ξενιτεμός... Σαν να πηγαίνεις από μια πόλη της Ελλάδας σε μια άλλη.
Τι αναζητάτε στη μουσική;
Ίσως τίποτα. Ίσως όλα. Ίσως τη χρησιμοποιώ για να υπάρχω. Δεν ξέρω να κάνω και τίποτε άλλο. Ούτε και βρήκα κάτι άλλο για να του δοθώ. Εννοώ κάτι που να μου ταιριάζει και να μην απαιτεί να γίνομαι άλλος για να το υπηρετήσω ή για να το ευχαριστηθώ. Είμαι μεγάλος τεμπέλης, δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να ασχοληθώ σοβαρά με κάτι που απαιτεί τόσο μόχθο, αν δεν βρισκόταν αυτή η τέχνη να με παιδεύει με το μαστίγιο και το καρότο της.
Αρκετοί πιστεύουν ότι ο κόσμος γυρίζει σιγά σιγά την πλάτη στο ευτελές, στο αβασάνιστο, και ψάχνεται για πιο ουσιαστικά πράγματα. Εσείς τι σκέφτεστε;
Ναι, το εύχομαι οι καταστάσεις που ζούμε να βγάλουν και κάτι καλό. Ήδη βλέπουμε μια στροφή του κόσμου σε πιο ανθρώπινα πράγματα. Γεμίζουν οι πιο μικρές σκηνές, ενώ αδειάζουν τα μεγαλομάγαζα, η γκλαμουριά ενοχλεί περισσότερο απ’ ό,τι παλιά, η επίδειξη πλούτου γίνεται αποκρουστική, επικίνδυνη και απαγορευτική, η ενοχή μας για ό,τι άχρηστο μπορεί να έχουμε, ενώ ο διπλανός έχει ανάγκη, μεγαλώνει, η αυτοκριτική του καθενός μας και του συνόλου γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση, οι αξίες της αλληλεγγύης και της συνύπαρξης μετατρέπονται από ιδεολογικά σχήματα σε πραγματική ανάγκη, η αμφισβήτηση για όσες «αξίες» μας έφεραν ώς εδώ μεγαλώνει, η πλαστή ασφάλεια του καθενός μας πάει περίπατο. Οι νέοι καλλιτέχνες χρειάζονται τεράστια δύναμη και πίστη για να δημιουργήσουν, αφού το κοινό είναι αποδεκατισμένο, οι δυνατότητες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους περιορισμένες, οι εταιρείες νεκρές, οι πιθανότητες να πλουτίσουν ανύπαρκτες και η προσπάθεια να γίνει κανείς διάσημος είναι ενοχλητική και μπανάλ. Οπότε, δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγει.
INFO: Η Μαρία Φαραντούρη και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης τραγουδούν Νίκο Γκάτσο στις 14 & 15 Δεκεμβρίου στο Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης-ART2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.