# #

10 Μαρ 2011

Γαβριέλλα ........Μια διάσημη Ελληνίδα πόρνη !



Στίχοι: Κώστας Καλδάρας
Μουσική: Κώστας Καλδάρας
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζημιχάλης
Πού πήγε η Γαβριέλλα με την αλογοουρά
τα ξενύχτια μες στου δρόμου τα στενά
πού πήγε η Γαβριέλλα με τα στήθια τα βαριά
που μας τρέλαινε με κόλπα μαγικά
Η παρέα στην οδό Αχαρνών
για μια τσάρκα των ογδόντα δραχμών
και στην πόρτα το κόκκινο το φως
Πού πήγαν τα κορίτσια με τη φλόγα στη ματιά
πριγκηπέσσες σε δωμάτια στενά
πού πήγαν τα κορίτσια που φορούσανε γυαλιά
όταν τέλειωναν τη νύχτα απ’ τη δουλειά
Η παρέα στην οδό Αχαρνών
για μια τσάρκα των ογδόντα δραχμών
και στην πόρτα το κόκκινο το φως
Ένα από τα τραγούδια του Κώστα Καλδάρα είναι και η “Γαβριέλα” από το δίσκο “Νυχτερινή κυβέρνηση” που κυκλοφόρησε το 1988.Το τραγούδι αναφέρεται στην πλέον ξακουστή και επώνυμη ιερόδουλο της Αθήνας , τη Γαβριέλα Ουσάκοβα, που ξεπέταξε γενιές και γενιές εφήβων, που κράτησε αμέτρητες ώρες ερωτικής συντροφιάς σε χιλιάδες άνδρες.
Η Γαβριέλα είχε γεννηθεί στη ...
Ρωσία στις6-6-1916,με το νεο ημερολογιο, και έφτασε στην Αθήνα με την οικογένειά της, αφού παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη.Η ίδια έλεγε σχεδόν με καμάρι ότι στην πορνεία μπήκε από τα 5 χρόνια της.Αφορμή ένας Τούρκος , μέσα στο καράβι που τους μετέφερε από τη
Ρωσία στην Πόλη.Ο Τούρκος της έδωσε ένα πεντόλιρο και την αποπλάνησε.Η Γαβριέλα δεν έγινε πόρνη επειδή παραστράτησε στη ζωή της , ή επειδή κάποιοςτην έσυρε στην αμαρτία, τίποτα απ’όλα αυτά.Η Γαβριέλα το γούσταρε αυτό που έκανε.Σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό “Ένα” , το 1990 , το αναφέρει:
“Κανένα απολύτως παράπονο δεν έχω, ούτε από την κοινωνία, ούτε από κανέναν, τι μου φταίει δηλαδή η κοινωνία; Aφού το ‘παμε από μικρή, πώς να το εξηγήσω,τον ήθελα τον άντρα, τον λιγουρευόμουνα. Όχι, όχι, δεν μετάνιωσα για τίποτε!”
Η Γαβριέλα , που δούλευε έως τα 75 της χρόνια , είχε εκδώσει στη δεκαετία του 1980 ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.Στο βιβλίο της φυσικά μιλούσε για τους άντρες και τις επαγγελματικές της δραστηριότητες’ μεταξύ άλλων ανέφερε ότι πρόσφερε στους άντρες στοργή και ζεστασιά, και ότι στο σπίτι της έβρισκε κανείς παρηγοριά, αφού με τους πελάτες γινόταν φίλη, έπιανε συζήτηση και πολλοί της εκμυστηρεύονταν τα προσωπικά τους προβλήματα.Επίσης ποτέ δεν ήταν βιαστική, ποτέ δεν τους φόβιζε και ποτέ δεν τους μιλούσε άσχημα. “Τους περιποιόμουνα γιατί σεβόμουνα τα λεφτά που μου δίνανε.Το σπίτι μου δεν το βλέπανε σαν μπουρδέλο, αλλά σαν καταφύγιο παρηγοριάς”. Όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι της Γαβριέλας , το 1988, εκείνη ζούσε ακόμη.Είχε χαρεί πολύ όταν το άκουσε.Η μοίρα της ήταν να βρεθεί τρία χρόνια αργότερα , το 1991, άγρια δολοφονημένη στο διαμέρισμά της.Οι δράστες παρέμεινανάγνωστοι.Η Γαβριέλα, παρ’όλη την τεράστια περιουσία που είχε αποκτήσει, συνέχιζε να δουλεύει μέχρι τα 75 της.Οι άντρες ήταν η ζωή της.Η περιουσία που άφησε πίσω της, όπως ανέφεραν τα δημοσιεύματα της εποχής, ήταν 40 διαμερίσματα, καταθέσεις δεκάδων εκατομμυρίων και δυο τρία εξοχικά.
“Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, μάτια μου” έλεγε η συγχωρεμένη η Γαβριέλα”.
Στην αρχή εργάστηκε ως αρτίστα σε καμπαρέ. Τότε αγόρασε ένα οικόπεδο στην Μάρκου Ευγενικού και στη συνέχεια έκτισε το σπίτι της, όπου εργαζόταν ως ιερόδουλος. Κατά την περίοδο της Κατοχής εκμεταλλεύτηκε την φιλία της με Γερμανούς αξιωματικούς βοηθώντας την γειτονιά της, κυρίως όταν γίνονταν μπλόκα. Μετά την κατοχή κάποιοι συγκέντρωσαν υπογραφές να την διώξουν από την περιοχή. Κατάφερε και έμεινε για να κάνει τεράστια περιουσία. Παρά την περιουσία της, συνέχιζε να εργάζεται μέχρι το 1991 όπου βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιό της, στραγγαλισμένη από αγνώστους που μπήκαν σπίτι της ως πελάτες. Οι γείτονες άκουσαν φωνές και ειδοποίησαν την Αστυνομία. Οι δράστες εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Όλοι τότε μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα που μετέφερε τη ζωή της σε βιβλίο. A«Εγώ είμαι η Γαβριέλλα Ουσάκοβα εκ Ρωσίας. Ιερόδουλος Αθηνών.
Δεν μου αρέσουν οι πρόλογοι, κουράζουν τον αναγνώστη. Έρχομαι κατ’ ευθείαν
στο ψητό…A», έγραφε στον πρόλογο.
Από το βιβλίο της:
«Ο μπαμπάς είχε μαλώσει με τη μαμά άσχημα. Ήθελε να πάει στην Τραπεζούντα και η μαμά στη Ρουμανία. Έτσι πήρε τα πορτάλια του και ξεμπάρκαρε. Αργότερα,πέθανε στην Αμερική το 1962. Δεν τον ξαναείδα πια. Ο μικρός, όμως, με απασχολούσε. Δεν τον αγαπούσα καθόλου…»Εξομολόγηση ή θράσος και έκφραση μίσους για τον αδελφό της, τον οποίο σκότωσε, όταν τσούλησε το καρότσι του πάνω σε μπανανόφλουδα, στα κατάστρωμα του πλοίου;
Διαβάζουμε:
«Όλος ο κόσμος τα ΄βαλε με την απροσεξία του καθενός: «Πετάν φλούδες κάτω; Χάθηκε η θάλασσα;» Μόνο εγώ ήξευρα πως δεν ήταν ατύχημα και είχα τύψεις
συνειδήσεως πολύ καιρό».
Μ΄ αυτές τις εξαιρετικά σημαντικές εμπειρίες, έφτασε με την οικογένειά της στον Πειραιά. Παράλληλα με το σχολείο της δεν άφηνε να πάνε χαμένες οιευκαιρίες που τις έδινε η μητέρα της με τον πατριό της και για καλλιτεχνική μόρφωση. Οι εμπειρίες της στην προεφηβική ηλικία δεν ήταν μόνο το θέατρο,
αλλά και το γερμανικό λυκόσκυλο, ο Βόλφ…Το ανήσυχο μυαλό της έψαχνε πάντα για κάτι διαφορετικό. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή τα μετέπειτα χρόνια να την περιτριγυρίζουν μπόλικοι γιατροί, οι οποίοι, όπως τονίζει στο βιβλίο της, δεν την άγγιζαν από τη μέση και κάτω.Οι δραστηριότητές της δεν αφορούσαν μόνο τους άντρες. Φρόντισε να μάθει κοπτική ραπτική, αλά παρέδιδε και μαθήματα Γαλλικής. Ολ΄ αυτά τη γέμιζαν, ως ένα σημείο. Αυτό που αναζητούσε….. τον εαυτό της, ήταν η ανεξαρτησία.Αγόρασε το οικόπεδο στην οδό Μάρκου Ευγενικού, το 1936, και δυο χρόνια αργότερα, κατάφερε να χτίσει την πολυτελέστατη για την εποχή εκείνη πολυκατοικία, οπότε και αρχίζουν οι μεγάλες περιπέτειές της, στη ζωή και τον έρωτα.Όσο όμως ο έρωτας από τη μια και το χρήμα από την άλλη έμπαιναν στη ζωή της, εκείνη παρέμενε πιστή στις αρχές της. Τόδειχνε καθημερινά στους γείτονες, οι οποίοι την υπεραγαπούσαν.
Η Γαβριέλα ποτέ δεν έπαψε να αισθάνεται άνθρωπος αν και πολλές φορές ενεργούσε με τρόπο όχι κοινά αποδεκτό. Έτσι, όμως, συμπεριφέρονται οι άνθρωποι πουαισθάνονται ειλικρινείς πρώτα με τον εαυτό τους και κατόπιν με τους άλλους.Η πολυτάραχη ζωή μιας τέτοιας γυναίκας δεν είναι βέβαια δυνατό ν΄ αποτυπωθεί σε μερικές αράδες. Διαλέξαμε από το βιβλίο της ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, το οποίο δίνει ανάγλυφη την εικόνα των πελατών της, οι οποίοι ήταν απ΄ όλα τα κοινωνικά στρώματα και πλήρωναν για ν΄ απολαμβάνουν κάθε περιποίηση:«Μούρχεται το απόγευμα ο γαλατάς μ΄ ένα τσέλιγκα. Καπελάκι μαύρο, μεταξωτό, στρογγυλό, χωριάτικο. Είχε και γκλίτσα, λες και θάβοσκε τα κατσίκια καιτα πρόβατα, μια σφυρίχτρα στο λαιμό, ένα κομπολόι στην τσέπη, μια φούντα μαύρη μεταξωτή και κεχριμπάρι κίτρινο ζωντανό. Ωραίος, ομολογουμένως, λεβέντης
γέρος! Μα κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει. Κοιτάζω προσεχτικά, έχει πελώριες μουστάκες, κάτι άλλο; Δεν έχει μύτη. Παρατηρεί το βλέμα μου ο γαλατάς.Τη μύτη κοιτάζεις; Ανέλαβε ο γέρος με βροντώδη φωνή. Στον πόλεμο του ΄12, μου την πήρε κάποιο βόλι, αμ΄ στη ζωή δεν μ΄ έβλαψε καθόλου, τα ρουθούνια υπάρχουν.
Όσφρηση έχει καλή, συμπληρώνει ο γιος. Τότε μόνο αντελήφθην το γιο να ξεπροβάλλει πίσω από τη σωματάρα του γέρου. Λεπτός αυτός, λίγο καμπουριασμένος.Στάσου λίγο, βρε, να δει η γυναίκα τα βλαστάρια μου! Σάματις καμπούρη σ΄ έχω ή έχασες κανένα τάληρο και το γυρεύεις; Θα σε κάνω και γαμπρό: Του βρήκα μια νύφη, ξανθιά, όμορφη, μπουκιά και συχώριο. Αμ΄ ξεύρει τίποτις να της κάνει, μάταδε μ… στο χωριό; Σπιτάκια για φανταράκια, κόκκινα, δεν υπάρχουν. Θα τον αναλάβεις τώρα, με το αζημιώτο βέβαια;Δεν μιλώ. Του τα δείχνω με νοήματα και επιτέλους μπαίνει στο νόημα. Ντύνομαι και τον βάζω να με γδύσει. Τα κατάφερε επιτέλους. Εγώ είμαι τώρα η νύφη, όχι πλέον αυτός. Βάζω το μαξιλάρι κι αρχίζω να τον χαϊδολογώ…
Αυτή είναι η Γαβριέλα, όπως αυτοπαρουσιάζεται μέσα από τα γραπτά της. Ο θρύλος που κυριάρχησε για πενήντα χρόνια στην κοσμική ζωή της πρωτεύουσας μπορείνα πέθανε αλλά στην πραγματικότητα ζει. Και θα ζει πάντα, όσο υπάρχουν άνθρωποι με τα αισθήματα της ψυχής της.Παρά το γεγονός ότι η δουλειά που διάλεξε δεν είναι και σήμερα αποδεκτή, κατάφερε να κρατήσει όχι μόνο τους πελάτες δίπλα της, αλλά κυρίως τους ανθρώπους.
Αυτούς που κάθε λεπτό σκεφτόταν πώς θα βοηθήσει και τους έδειχνε απλόχερα τα αισθήματά της. Και βέβαια δεν το έκανε για να μην την «ξεφωνήσουν», γιατί είχε αποδείξει ότι δεν είχε ανάγκη κανένα. Τόκανε γιατί γεννήθηκε με αισθήματα και ευαισθησίες, τα οποία σήμερα είναι δυσεύρετα. Και βέβαιαδεν τα αποζητάς στις ιερόδουλες, αλλά στους ανθρώπους εκείνους που θέλουν να λένε ότι αποτελούν την ελίτ της κοινωνίας, η οποία τους αποδέχεταιόχι για τα αισθήματά τους και τις ευαισθησίες τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.