Ο γιός του νοικοκυραίου μεγάλωσε στο χωριό. Ο πατέρας του, ο κυρ-νοικοκυραίος, ήταν αγρότης και πάσχιζε να μεγαλώσει τα παιδιά του δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια, κάνοντας “το σκατό του παξιμάδι”. Το όνειρό του ήταν να μην κάνουν την ίδια μίζερη ζωή τα παιδιά του, να σπουδάσουν, να ξεφύγουν απ’ το χωριό και απ το μεροδούλι μεροφάι, να γίνουν “επιστήμονες” να τα καμαρώνει.
Ο γιος, του βγήκε λίγο “μπούλης”, τον παραχάιδεψε και η μάνα νοικοκυραίου. Μικρός, τα έκανε πάνω του μέχρι τα 8 του και στο σχολείο τα άλλα παιδιά τον κοροιδεύανε για αυτό. Xέστη τον φωνάζανε και κατρουλή τον κατεβάζανε και συχνά τον βαράγανε υποτιμητικά στο σβέρκο και του πετάγανε στραγάλια με το φυσοκάλαμο. Παιδί “ξουράφι” δεν ήτανε με καμία δύναμη, μάλλον “αργός” ήτανε. Δεν τα ‘παίρνε τα γράμματα, όπως έλεγε ο δάσκαλος στον κυρ-νοικοκυραίο. “Καλύτερα να μείνει εδώ να δουλέψει τη γη σας, να προκόψει”, του είχε πει στην 6η δημοτικού, “δεν τα παίρνει με τίποτα, ούτε τέχνη δε νομίζω πως μπορεί να μάθει”.
Ο γιος του νοικοκυραίου έβλεπε πολύ τηλεόραση, πάρα πολύ τηλεόραση, του άρεσαν τα αστυνομικά και οι... ταινίες, οι πολεμικές, σαν τον “Ράμπο”, του άρεσε και αυτός ο γάλος με τα τρία ονόματα, ο πως τον λένε μωρέ, αυτός ο Ζα κλο βα ντα και παιδικός του ήρωας ήταν ο Στίβεν Σιγκάλ. Στο γυμνάσιο ήταν χειρότερα τα πράγματα. Μόνο στα θρησκευτικά και στη γυμναστική τα κατάφερνε, γιατί η μάνα νοικοκυραίου τον πήγαινε από μικρό συχνά στην εκκλησία. “Ξεφτέρι” ήτανε σε κάθε λιτανεία και κηδεία και έπαιζε και πολλή μπάλα στην ομάδα του χωριού, ήταν δεξί μπάκ, ο “κλαδευτίρας” όπως τον φώναζαν οι συμπαίχτες του. Δεν ήταν καλός στην ιστορία, αλλά του άρεσε η επανάσταση του ’21, μισούσε τους αιμοβόρους Τούρκαλάδες (που να ξερε πως ο προπροπάππους του ήταν προύχοντας που μάζευε τα χαράτσια για τον αγά) και πίστευε πως είναι απόγονος των Λακεδαιμόνων (όταν μπορούσε να προφέρει σωστά αυτή τη λέξη καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, άν και μισούσε και τους “γιούφτους” γιατί “αυτοί έφιαξαν τα καρφιά που σταυρώσαν το χριστούλι”). Του άρεσαν και οι αρχαίοι μύθοι. Πολλές φορές αναρωτιόταν τι σκατά λαβή έκανε στον μόλο, ο Λεωνίδας, αλλά πάντα βραχυκύκλωνε σε αυτή τη σκέψη και δε τόλμησε ποτέ να ρωτήσει.
Ως χαρακτήρας στην προεφηβεία ήταν μάλλον ντροπαλός και ακοινώνητος. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν τα έκανε και πολύ παρέα, γιατί αυτά «ακούγανε ξένα», «ντυνόντουσαν με τζίν χωρίς τσάκιση», μιλάγανε για «πολιτικά» και όταν προσπαθούσε να μπει στην παρέα τους τον δουλεύανε, «γιδογάμη» τον ανεβάζανε, «γρόθο» τον κατεβάζανε και του ρίχνανε υποτιμητικές σφαλιαρίτσες η του καρφιτσώνανε χαρτάκια με ένα πέος ζωγραφισμένο στην πλάτη. Εκείνος κάρφωνε τα πάντα στον γυμνασιάρχη, τον Θεολόγο, τον χουντικό απ’ τα Τρίκαλα, που τον έβαζε να σπιουνεύει ποιοί καπνίζουν και ποιοι είναι σε «πολιτικές νεολαίες», για να τον περνάει τις τάξεις. Το χαιρότανε το κάρφωμα, ήταν γλυκιά η αίσθηση της εκδίκησης, ένα είδος ανώμαλης επιβεβαίωσης.«Θα τους δείξω εγώ», σκεφτότανε και έβλεπε τον εαυτό του Σβαρτζενέγκερ να τους θερίζει όλους με ένα μεγάλο μακρύκαννο όπλο.
Έβλεπε επίσης συχνά τον εαυτό του να βιάζει δεμένη χειροπόδαρα την κόρη του γείτονα (όπως είχε δεί σε μια γερμανική τσόντα). «Αυτό το τσουλί», που τον φώναζε υποτιμητικά «τοσοδούλι», μπροστά σε όλα τα άλλα παιδιά. Κάποτε, όταν ήταν μικρά, παίζανε στον αχυρώνα το γιατρό και τη νοσοκόμα και ‘κείνη είδε το «μόριό» του, “τοσοδούλι” φώναξε δείχνοντας και έβαλε δυνατά τα γέλια. “Τοσοδούλι, θα σου δείξω εγώ”, σκεφτόταν. Ένας θείος τον πήγε μια μέρα στις «πουτάνες», ένα καλοκαίρι, στην Αθήνα, αλλά δεν του σηκώθηκε απο το άγχος και ‘κείνη η “παλιοβουλγάρα” του είπε: «ντεν πειράζει, μικρούλι, γκαμίσει άλλη φορά, μη φοβάται ντεν είναι πούστη», χαϊδευτικά. Αυτό δεν το ξεπέρασε ποτέ γιατί θυμήθηκε πως κάποτε του σηκώθηκε βλέποντας στα αποδυτήρια τον γιο του καφετζή, το σέντερμπάκ του “Αίαντα”, της ομάδας του χωριού, που είχε μεγάλη την ψωλή, γυμνό. «Αδύνατον να είμαι αδερφή», σκεφτότανε συνέχεια και επίμονα, “αδύνατον εγώ είμαι άντρας, δεν είμαι πούστης εγω !!!” και όταν ήρθε η ώρα να πάει στρατό, πήγε στα Ο.Υ.Κ., να αποδείξει τον ανδρισμό του, στον εαυτό του και σε κάθε «ξεκωλιάρα».
Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ικανοποιημένος. Την τελευταία εβδομάδα εκπαίδευσης όταν έσπασε τα μούτρα ενός φαντάρου σε ένα φτιαχτό τσαμπουκά, σ’ ένα «κωλάδικο» κοντά στα σύνορα, ένιωσε επιτέλους “άνδρας”. Τον φουκαρά τον φαντάρο τον κράταγαν βέβαια τρεις «παλληκαράδες», της σειράς του και ήταν και «μαστουρωμένος», αλλά ο γιός του νοικοκυραίου πολύ το χάρηκε που τον χτύπαγε με όλη του τη δύναμη, καθώς σκεφτόταν μέσα του: “δεν είμαι πούστης, δεν είμαι πούστης, δεν είμαι πούστηηηηηηηηηηηηηηηηηηης !!!, είμαι άντρας ρεεεεεε”.
Όταν γύρισε στο χωριό με ένα τατουάζ “Μολόν Λαβαί” στον δεξί ώμο του και μια σπαρτιάτικη περικεφαλαία στο στήθος, ο πατέρας του, του πήρε μια μεταχειρισμένη «μπε-ε-βε, τζι-τι-εξ, σούπερ-τούρμπο, μι-τρία» με τις τελευταίες οικονομίες της οικογένειας. Πέρναγε τον καιρό του βλέποντας Λιακόπουλο και Άδωνις και διαβάζοντας επιτέλους βιβλία που μπορούσε να καταλάβει. Ναι, επιτέλους η αλήθεια που αυτός μόνο καταλάβαινε και που του έκρυβαν τόσα χρόνια οι “κουλτουριαρέοι” μασόνοι που τον εξευτέλιζαν με τα ακαταλαβίστσικα επιστημονικά επιχειρήματα κάθε φορά που προσπαθούσε να συμμετάσχει σε κάποια σοβαρή κουβέντα. Ήταν απόγονος των ΕΛ, ήταν κάτι σπουδαίο, δεν ήταν σαν τους «άλλους», τους «κρυφο-Εβραίους» και τις «αδερφές». Ήταν άριος, ήταν ξεχωριστός, δεν ήταν βλάκας, ήταν Έλληνας ανώτερος απ όλους και τον πολεμούσαν όλοι, δεν ήταν ηλίθιος και αμόρφωτος αυτός, οι άλλοι ήταν παραπλανημένοι, οι “εξυπνάκιδες”, αυτός γνώριζε την πραγματική αλήθεια. Ήταν ξεχωριστός, μέλος της εκλεκτής φυλής του θεού, ήταν Έλληνας, όχι απλά άνθρωπος ! Γυάλιζε το κυνηγετικό του όπλο κάθε μέρα και εξόντωνε κάθε σπουργίτι που είχε μείνει στο καμμένο δάσος, φαντασιωνόμενος πως εξοντώνει ορδές από “αράπηδες”, Πακιστανούς, Αλβανούς και άλλους αλλόθρησκους εχθρούς της πατρίδας, που τους έβαλαν οι «Αμερικάνοι» να καταργήσουν τη «θρησκεία και τα πιστεύω μας». Δούλευαν στα χωράφια του βέβαια, αλλά “αυτοί είναι πίθηκοι, είναι όπως τα ζώα, είναι φτιαγμένοι απ το θεό για να μας υπηρετούν”, σκεφτόταν κάθε φορά που στο τέλος της σεζόν κάρφωνε τους λαθρομετανάστες εργάτες στην αστυνομία για να απελαθούν και να μην τους πληρώσει. Άκουγε διαπασών κλαρίνα στην «αμαξάρα» του, γυρίζοντας τύφλα απ’ τα πανηγύρια και πάταγε αδέσποτους σκύλους και γάτες, «για πλάκα». Περιέργως ήταν πάντα “καψούρης” με κάποια φανταστική κοπέλα που υπήρχε μόνο στο μυαλό του, ή που την είχε δει κάπου τυχαία και που εκείνη προφανώς αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή του, λάτρευε τα καψουτράγουδα και ήταν σε μόνιμη ερωτική απογοήτευση χωρίς αντικείμενο.
Ο κυρ-νοικοκυραίος ήταν αδερφός του χασάπη, που ήταν μέγας και τρανός κομματάρχης του «Κόμματος». Του κόμματος που το ψήφιζε επειδή το ψήφιζε ο πατέρας του πατέρα του και ο πατέρας του. “Όλα κι όλα έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα συνεχίζουμε”. Χρόνια παρακαλούσε για μια θεσούλα για το γιό του στο δημόσιο, αλλά «το ΑΣΕΠ μας έχει δέσει τα χέρια», του απαντούσε ο χασάπης, ανάθεμα στα κουμούνια και τις “αξιοκρατίες τους, χαλάσανε τις παραδόσεις και τις οικογένειες”. Ο γιος βοηθούσε και αυτός το Κόμμα κάνοντας θελήματα στις εκλογές για τον τοπικό βουλευτή του «Κόμματος» και νονό του (γόνος οικογένειας τσιφλικάδων, είχε βαφτίσει τουλάχιστον 1000 παιδιά στο νομό), μοιράζοντας φυλλάδια και σηκώνοντας ελληνικές σημαίες στις ομιλίες του. Ώσπου κάποια μέρα ο χασάπης τον κάλεσε στο μαγαζί και καθώς έκοβε μια σπάλα με τον μπαλντά, του είπε: «λοιπόν ανηψιέ, υπάρχουν δυό θεσούλες απ’ το ‘παράθυρο’ για σένα, μια στην πυροσβεστική και μια στην ομάδα ΔΙΑΣ, ξέρεις, τους ‘ράμπο’ της αστυνομίας, πές μου πού θες να σε βάλω και θα το τακτοποιήσω». Δεν έκανε δεύτερη σκέψη. Ήξερε πολύ καλά για την πυροσβεστική απ’ το γιό της περιπτερούς, πως είναι ηρωικό επάγγελμα και επικίνδυνο. Όλοι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν, τον πυροσβέστη, ήρωας, παλικάρι λέγανε όλοι, “μπράβο του έχει κότσια αυτό το παιδί, νάναι καλά”, “πέρυσι παραλίγο να καεί ζωντανός για βγάλει μια οικογένεια από ένα σπίτι που πήρε φωτιά”, “τέτοιοι αξίζουν σεβασμό”, “αυτοί είναι άντρες ρε, με ψυχή”. Είχε και ένα μακρινό ξάδερφο που ήτανε «μπάτσος» στο ηθών και είχε χοντροκονομήσει «δουλεύοντας την κοινωνία» και «ξύνοντας τα αρχίδια του». Κανείς δεν τον χώνευε, όλοι τομάρι και καθίκι τον έλεγαν, πίσω απ την πλάτη του, γιατί μπροστά του ή δεν μιλάγανε, ή μιλάγαν μόνο για ποδόσφαιρο. “Κοπρίτης, νταβατζής είναι, κατακάθι της κοινωνίας, μαγκιά κλανιά και κώλος φινιστρίνι”, αυτά ήταν τα καλύτερα που μπορούσες να ακούσεις για αυτόν. Δεν χρειάστηκε καμία δεύτερη σκέψη. Τι δεύτερη σκέψη να κάνει ;
“Στη ΔΙΑΣ, στη ΔΙΑΣ !!!” ρε μπάρμπα, αναφώνησε αμέσως, “σιγά μην πάω γίνω πυροσβέστης, αν ήθελα μια δουλειά να κουράζομαι θα έμενα αγρότης, καμία δουλεία δεν είν ντροπή μπάρμπα …”
Μind The Gap
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.