Ο ποιητής μας Κ. Βάρναλης, με την ευκαιρία της υποχρέωσης που είχε αναλάβει η κυβέρνηση του Παπάγου να πληρώσει η Ελλάδα τα εξωτερικά της δάνεια, που είχαν ξαναπληρωθεί πολλές φορές και με το παραπάνω, είχε γράψει για την περίσταση αυτή το εξής χρονογράφημα:
- Έλα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
– Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Έλα συ εδώ.
– Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!
– Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
– Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, «σύμβουλοι»…
– Κι από μένα τι ζητάς;
– Να πλερώσεις!
– Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
– Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια…
Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ” εμάς τους… φιλέλληνες!– Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Έλα συ εδώ.
– Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!
– Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
– Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, «σύμβουλοι»…
– Κι από μένα τι ζητάς;
– Να πλερώσεις!
– Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
– Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια…
– Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Οχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξιδο. Η προμήθεια, τ” ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ” αυτά τα πρώτα δυό «εθνικά δάνεια» φέρατε την Ελλάδα στα «πρόθυρα της καταστροφής».
– Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι…
– Να κάνεις τι;
– Αμ” το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου… Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία… Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος… Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα «κυλήσεις»!
– Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική… Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
– Πλέρω!
– Δεν έχω!
– Έχεις και παραέχεις. Όταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
– Δε μου “μεινε λάδι.
– Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στύβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στύβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει… κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται…
– «Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος».
– Θ” αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ” εδώ ένα πράγμα. Αν δεν βάζαμ” εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
– Τη δικιά μου;
– Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ” εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη… Έτσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν…
– Φεύγεις ή δε φεύγεις;
– Κουτέ. Οσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις. Δούλε!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.