# #

6 Απρ 2013

Η πίπα της Ειρήνης...


Χθες ήταν τα γενέθλια μιας ξαδέλφης μου και σύρθηκα με το ζόρι σπίτι της.

Σε γενέθλια και γιορτές δεν πατάω, αλλά στην ξαδέλφη μου την Ειρήνη αν δεν πάω, την έβαψα.
Είναι ικανή να μου τηλεφωνεί καθημερινά επί ένα μήνα και να παραπονιέται ότι την έχω γραμμένη με ανεξίτηλο, δεν την αγαπάω καθόλου και αδιαφορώ που δεν της κάθεται γκόμενος, γιατί αν τη φτύνω εγώ, πώς να μη τη φτύνουν και οι γκόμενοι;

Στην πραγματικότητα οι γκόμενοι τη φτύνουν επειδή τους...
τσιμπουκώνει στο πρώτο ραντεβού και αρνείται να πηδηχτεί μαζί τους πριν τους γνωρίσει καλύτερα.
Αν ιδρυθεί μουσείο πίπας, θα πάρει το όνομα της: «Η πίπα της Ειρήνης».

Φτάνω σπίτι της κατά τις 7. Μου ανοίγει, με αγκαλιάζει και μου σκάει ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
Εκείνη τη στιγμή είδα μπροστά μου όλα τα πουλιά που έχει τσιμπουκώσει, φορτωμένα σε υπερωκεάνιο να με χαιρετάνε απ΄ το κατάστρωμα.

Μπαίνω μέσα και παθαίνω δεύτερο σοκ.
Οι μόνοι άνθρωποι που είχαν έρθει να της ευχηθούν, ήταν δυο γριές θείες.

-Καλώς την κοκόνα!
-Τι δώρο έφερες της ξαδέλφης σου;
-Ένα ουίσκι. 
-Σαν τα μούτρα σου είναι η Ειρήνη μας, να πίνει;

Μακάριοι οι ζαβοί. Τι άλλο να της έφερνα;
Η ξαδέλφη με ουίσκι απολυμαίνει το στόμα της.

Σε λίγο καθόμασταν όλες μαζί στο σαλόνι και κοιταζόμασταν.
Από το cd ακουγόταν Νταλάρας και η Ειρήνη έδειχνε ικανοποιημένη που το σόι την τίμησε.
Έπινε και χαμογελούσε μουγκή.
Τώρα το στόμα της δεν ήξερε να το ανοίξει.

Αν δεν έκανα παιχνίδι να περάσει η ώρα, θα αυτοκτονούσα δυναμώνοντας τον Νταλάρα.
Άρχισα να ρωτάω για όποιον συγγενή ήξερα και δεν ήξερα, μέχρι που οι θειάδες νυστάξανε και τον πήρανε στον καναπέ.

Ωραιότατα, πάνω που τέλειωσε και το διπλό σιντί του Νταλάρα και σηκώνομαι να φύγω.
Δεν πρόλαβα κι η ξαδέλφη βάζει ένα καινούριο σιντί του Μητσιά.
Ο οποίος σε ένα στίχο έλεγε πως «δεν υπάρχει γυναίκα να της χαρίσει τη ζωή του».
Τι να τις κάνει ρε άνθρωπε δυο βδομάδες ζωής η γυναίκα; Εκατόν πενήντα χρονών είσαι.

Το ίδιο και η ξαδέλφη μου.
Όχι ότι εγώ είμαι πιτσιρίκα, αλλά εκείνη μου ρίχνει δεκαετία.
Με έναν αποτυχημένο γάμο στην πλάτη της επί Πλαστήρα, ψάχνει άντρα λέει, για να πηγαίνουν μαζί Σούπερ Μάρκετ.
Ζει γι αυτή τη στιγμή. Να ψωνίζουν παρέα.

Ξέρω γυναίκες να θέλουν άντρα για το πήδημα, για τα λεφτά, για τη μόστρα, για τη μάνα τους, αλλά άντρα για τον Σκλαβενίτη δεν είχα ξανακούσει.

Τρώγοντας στη μάπα τον Μητσιά από ευγένεια, αναγκάζομαι να της πιάσω την κουβέντα για τα θέματά της μέχρι να τελειώσει το σιντί.
Της εξηγώ ότι αν δεν κόψει τα τσιμπούκια άμα τη εμφανίσει, δεν θα βρει άντρα ούτε για το περίπτερο.

-Τι τον τσιμπουκώνεις μωρή στο αυτοκίνητο και μετά φεύγεις; Κάτσε πηδήξου τουλάχιστον, δείχνει αλλιώς.
-Δε γίνεται να πηδιέμαι με αγνώστους.
-Και μπορείς να χώνεις στο στόμα σου το πουλί τους;
-Λάμπουν οι άνθρωποι καλέ, πεντακάθαροι!
-Ρε, είσαι ένα και πενήντα κι εκτός από κοντή θα σε λένε και τσιμπουκλού.
-Με λένε εμένα κοντή;
-Υπάρχει ταμπού για το θέμα, δεν καταλαβαίνεις;
-Που είμαι ένα και πενήντα;
-Που τσιμπουκώνεις κόσμο! Δε λέω, δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώττε, το γράφει και το Ευαγγέλιο, αλλά να έδινες κάτι άλλο καλύτερα; Δώστους μια ταμπακέρα στο πρώτο ραντεβού. Τι περιμένεις από τον τσιμπουκωμένο, μου λες;
-Να του αρέσει, να ξαναβγούμε και να κάνουμε σχέση.
-Για να τον τσιμπουκώνεις μετά στον Σκλαβενίτη;
-Άμα τα φτιάξουμε θα κοπούν αυτά.

Έκλεισα το σιντί μόνη μου, πήρα μπουφάν και τσάντα κι έφυγα.
Μαλάκω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.