# #

19 Ιουν 2011

η καταστολή, η βία δεν αποδυναμώνει ούτε εκφοβίζει, αλλά εξοργίζει, αφού οι συνθήκες αδικίας, που μας αφορούν όλους/ες και επικρατούν στο εδώ και τώρα, αποτελούν «ένα φλεγόμενο οπλοστάσιο, καθώς κάθε μικρή έκρηξη προκαλεί νέες πυρκαγιές, μέχρι ότου η τελική ανάφλεξη μετατρέψει τη νύχτα σε μέρα.


ΕΧΕΙ
ΑΠΕΡΓΙΑ


«Όταν ήρθαν να πάρουν τούς εβραίους,
δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν εβραίος.

Όταν ήρθαν για τούς κομμουνιστές
δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.

Όταν καταδίωξαν τούς τσιγγάνους,
ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος.

Όταν έκλεισαν το στόμα των ρωμαιοκαθολικών,
που αντιτάσσονταν στο φασισμό,
δεν έκανα τίποτα, γιατί δεν ήμουν καθολικός.

Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα,
αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου...»

Martin Niemöller (1) 


    11 Μαΐου 2011, φαινομενικά είναι «μια μέρα σαν όλες τις άλλες». Μια μικρή διαφορά είναι, ότι για ακόμα μια φορά «θα κλείσει το κέντρο», γιατί «έχει απεργία».(2) Αναπροσαρμογή ρουτίνας. Στο δημόσιο, όσοι/ες δεν πάνε για δουλειά θα δηλώσουν «κανονική άδεια» ή «ασθένεια». Όσοι/ες αναγκαστούν ή επιλέξουν να πάνε στη δουλειά θα φύγουν νωρίτερα, για να μην γίνουν «επεισόδια». Στον ιδιωτικό τομέα, σε πολλές περιπτώσεις όποιος/α επιλέξει να απεργήσει η απόλυση θα είναι ένα από τα πιο πιθανά ενδεχόμενα. Σε άλλες περιπτώσεις, η συμμετοχή σε μια συλλογική εργασιακή αποχή νοείται ως «αστεία», «γραφική», «να απεργήσω απέναντι σε ποιόν; Αφού δεν έχω αφεντικό».

     Πέρα τού διαχωρισμού δημόσιου/ιδιωτικού τομέα, όπου τα όρια δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσο οι διαπροσωπικές σχέσεις τα διαποτίζουν και συνέχεια τα μετατοπίζουν άρα και τα υγροποιούν, η έννοια τής απεργίας αποκτά νόημα ως κάτι πέρα και έξω από εμάς. Σημασιοδοτείται ως μια «παρέκκλιση» στο κέντρο τής κάθε πόλης, που λαμβάνει χώρα ως ένα συμβάν, όπου η κοινοτοπία και οι ρόλοι διαδηλωτών, μπάτσων, ασφαλιτών, δημοσιογράφων θα είναι ένα ακόμα θέαμα για τις ειδήσεις των οκτώ. Ακόμα και η επανάληψη τής φράσης «έχει απεργία» δηλώνει την πλήρη απουσία τού «εμείς». Πόσο αυτονόητη και αποδεκτή είναι όμως η διατύπωση αυτή από το να αρθρώναμε «έχουμε απεργία»;

     Η ημέρα τής προγραμματισμένης πορείας δεν είναι το σημείο ενός γραμμικού χρόνου, αλλά συν-χρονίζεται με άλλες χρονικότητες, που διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό πεδίο. Με άλλα λόγια, η δολοφονία τού Μ. Καντάρη από αγνώστους στο κέντρο τής Αθήνας μια μέρα πριν, θα αποτελέσει την «τροφή για τα θηρία», για να επαναδιατυπώσουν με όρους εθνικής υπεροχής και κυριαρχίας τη δολοφονία ενός «έλληνα» πλέον από «μελαψούς», «ξένους», «άγριους» μετανάστες. 

    Το κέντρο τής Αθήνας θα περιχαρακωθεί και θα οριοθετηθεί από «αγανακτι- σμένους» πολίτες, το ΛΑ.Ο.Σ., τη Χρυσή Αυγή, τούς μπάτσους σε μια ζώνη, όπου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε έλληνες και ξένους θα είναι ορατή και απειλητική. Οποιοσδήποτε έμοιαζε με «μη-έλληνας» στο επικίνδυνο φαντασιακό των φασιστών μαχαιρωνόταν σε συνεργασία με την αστυνομία στα στενά τής Ηπείρου, Αχαρνών, Αγ. Παντελεήμονα κι αλλού. Πολλά μαγαζιά μεταναστών καταστράφηκαν και απειλήθηκε η ζωή τους. Λίγα μέτρα πριν τη δολοφονία τού Μ. Καντάρη, οι φασίστες κατέβαζαν από τα λεωφορεία όποιον/α έμοιαζε με μετανάστη/στρια και τούς/τις χτυπούσαν σε συνεργασία με την αστυνομία. 

    Πολλοί οδηγήθηκαν από σοβαρούς τραυματισμούς από μαχαιριές σε διάφορα νοσοκομεία και στις 12 Μαΐου δολοφονήθηκε μετά από κυνηγητό φασιστών στα Πατήσια «ένας νεαρός» από το Bangladesh, για τον οποίο δε θα μάθουμε ποτέ το όνομα του, σαν η ζωή του να ήταν «ανάξια» να βιωθεί, αλλά και να την θρηνήσουμε.


 










Συνεργασία μπάτσων

με φασίστες
τής Χρυσής Αυγής.
 


     Αυτά τα συμβάντα, που διασταυρώνονται το ένα με το άλλο, δεν μπορούν να αποκοπούν από το κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό πλαίσιο, όπου τοποθετούνται και νοηματοδοτούνται. Τίποτα δεν είναι ένα «ξαφνικό» γεγονός στο κέντρο τής πόλης ούτε αφορά μόνο το κέντρο τής Αθήνας. Όλα διαπλέκονται σε μια καθημερινότητα μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων εξουσίας. Η επινόηση τής κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης» από ένα εύρος «ειδικών» των οικονομικών (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και πολιτικών αποτελεί το άλλοθι, για να προωθηθεί το πιο απάνθρωπο μοντέλο τής νέο-φιλελεύθερης αντίληψης. Ιδιωτικοποιήσεις παντού, αποκρατι- κοποιήσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις. Η «κρίση» πλέον δημιουργείται δεν αντιμετωπίζεται. Διότι «κρίση» είχαν ανέκαθεν οι συνταξιούχοι των 400-500 ευρώ, όσοι πληρωνόντουσαν με 620-700 ευρώ μηνιαίως, αλλά και οι μισθωτοί των 1.000 ευρώ. «Κρίση» υπήρχε εδώ και χρόνια στο σύστημα τής δημόσιας υγείας, όπου η πρόσβαση δεν ήταν ποτέ δεδομένη και ...
«δωρεάν».

    
    Σε αυτή κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης» ο εκφοβισμός είναι το ισχυρό όπλο αποδυνάμωσης οποιασδήποτε μορφή αντίστασης και ανυπακοής. Γι΄ αυτό στην κατασκευή και επινόηση εχθρών τα ΜΜΕ αναπαράγουν τις ρηχές και επικίνδυνες  στερεοτυπικές διατυπώσεις  περί «ανεξέλεγκτης εισροής μεταναστών, που λόγω μη κρατικών υποδομών οδηγούνται στην παρανομία» διαμορφώνοντας συνειδήσεις, λόγους, αυτοματισμούς σκέψεων, μέχρι να πέσουν οι διαφημίσεις. Στα πλαίσια ενός κυρίαρχου λόγου οι μετανάστες ομογενοποιούνται. Αποτελούν το «μιαρό» Άλλο, που «απειλεί» την «καθαρότητα» των γηγενών, άρα πρέπει να εκ-τοπισθεί. Η ξενοφοβία και γενικότερα ο φόβος για το διαφορετικό γονιμοποιείται σε τέτοια πολιτισμικά συμφραζόμενα, για να πυροδοτήσει μια σειρά από νέους διαχωρισμούς και ιεραρχίες. Βασικός υπεύθυνος νοείται η «Πολιτεία», αυτός ο φαντασιακός άλλος, που δεν «προστατεύει» και δεν «προνοεί» για τις τύχες των ανθρώπων. Υπό το πρίσμα μιας πατριαρχικής αντίληψης περί κράτους-προστάτη όλα αυτά τα συμβάντα δεν είναι αφαιρετικές εικόνες, αλλά προϊόντα αυτής τής οπτικής.




 
 
   Ελληναράδες (δηλαδή ρωμιοί απόγονοι αλβανών, ρουμάνων, τούρκων, αρμένιων, βορειοαφρικανών κ.λπ. κ.λπ., που διακατέχονται όμως, από την έμμονη ιδέα - φαντασίωση, ότι κατάγονται από τούς αρχαίους έλληνες) αγωνίζονται για την καθαρότητα τής... Ρωμιοσύνης ξυλοκοπώντας κάποιον, που δεν μοιάζει με ρωμιό και δεν διαθέτει πιστοποιητικά «ευγενούς καταγωγής», έναν μελαμψό μετανάστη.



    Η απαράδεκτη τοποθέτηση τού Σαββόπουλου σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη, που παραχώρησε,(3) επιβεβαιώνει το μισάνθρωπο εθνικιστικό διαχωρισμό «εμείς» και οι «άλλοι»: «Μία λύση θα ήταν να μεταφερθούν οι παράνομοι μετανάστες σε μισοαφημένα νησιά ή χωριά, για να καλλιεργήσουν τη γη και να ζήσουν με τη βοήθεια τού ΟΗΕ, γιατί μόνοι μας δεν μπορούμε. Κι όταν επιτέλους δεήσει η Ευρώπη να σχεδιάσει κοινή πολιτική για τούς μετανάστες και φύγουν οι άνθρωποι, τότε οι ιδιοκτήτες των εγκαταλελειμμένων σπιτιών σε χωριά και νησιά μας, θα ΄χουν το σπιτάκι τους συντηρημένο κι απ΄ έξω κανένα αμπέλι ή χωράφι καλλιεργημένο».


    Ο Benedict Anderson, κοινωνικός ανθρωπολόγος, μελετώντας την πολυ- διάστατη έννοια τού εθνικισμού (4) εύστοχα διατύπωσε, ότι τα έθνη είναι «φαντασι- ακές κοινότητες» διότι: «Η ιδιότητα τού να ανήκει κανείς σε έθνος, όπως και ο εθνικισμός, είναι πολιτισμικά κατασκευάσματα μιας συγκεκριμένης μορφής. Για να τα κατανοήσουμε επαρκώς, είναι ανάγκη να εξετάσουμε προσεκτικά πώς απέκτησαν ιστορική υπόσταση, ποιες σημασίες έχουν πάρει στο πέρασμα τού χρόνου και γιατί σήμερα απολαύουν τέτοιας βαθιάς συναισθηματικής αποδοχής[…] Το κάθε έθνος αποτελεί μια κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει για αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση τού ανήκειν […] Τέλος, συλλαμβάνεται με τη φαντασία ως κοινότητα, επειδή ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και εκμετάλλευση, που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, το έθνος νοείται ως μια βαθιά οριζόντια συντροφική σχέση. Αυτό το αίσθημα αδελφότητας δίνει τη δυνατότητα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, τούς τελευταίους δυο αιώνες όχι τόσο να σκοτώνουν, αλλά να δίνουν τη ζωή τους σε τόσο περιορισμένες φαντασιώσεις» (σελ. 24-28). (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται και Ο μύθος τής διατήρησης των «εθνικών» χαρακτηριστικών τού ελληνικού έθνους.)



  

    Όταν στις 11 Μαΐου, θα καλέσουν σε απεργία διάφορες ετερόκλητες συλλογικότητες (κομματικές, συνδικαλιστικές, αναρχικές), η απεύθυνση αυτή θα βρει ανταπόκριση σε ένα ετερογενές σύνολο ανθρώπων, όπου οι λόγοι τής παρουσίας τους σε αυτή την προσπάθεια, καθώς και οι τρόποι, που νοηματοδοτούν τη διαμαρτυρία, διαφέρουν αρκετά. Η πορεία διαμαρτυρίας θα ξεκινήσει σε ένα πλαίσιο, όπου τα συνθήματα και η παρουσία των οπλισμένων μπάτσων/μισθοφόρων δολοφόνων στα πεζοδρόμια και σε κομβικά σημεία τής διαδρομής, θα μάς θυμίζει συνεχώς, ότι αυτή η διαμαρτυρία είναι ενταγμένη σε ένα κανονιστικό πλαίσιο μιας περιχαρακωμένης «ειρηνιστικής» διαδρομής (Πατησίων - Πανεπιστημίου) και η μόνη σωματική έκφραση αντίδρασης είναι διαμέσου τού λόγου. Κάθε πορεία όμως διαμαρτυρίας, δεν είναι ούτε παρέλαση ούτε περίπατος. Είναι μια στιγμή ενός διαρκούς συμβάντος. Είναι μια στιγμή και ένας από τούς πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, για να εκφραστεί μια διαρκής μάχη, που δίνεται από τον καθένα/καθεμία μας σε μια καθημερινότητα γεμάτη από πολύμορφες, πολυεπίπεδες και πολυεστιακές ανισότητες.

    
    Οποιαδήποτε «παρέκκλιση» από αυτό το περιχαρακωμένο μοντέλο μιας ειρηνικής, υπάκουης, αποστειρωμένης και περιφρουρημένης διαδρομής μάς απειλούσε εκ μέρους των οπλισμένων κρατικών «προστατών», ότι θα μάς σημάδευε με το τραύμα τού φόβου, τής υποταγής, τής καταστολής. «Παρέκκλιση» και «αφορμή» στα κυρίαρχα συμφραζόμενα είναι η πέτρα, η μολότοφ, η αντιασφυξιογόνα μάσκα. Η σύγκρουση διαδηλωτών - μπάτσων, σώμα με σώμα σε μια στιγμή, όπου η δυναμική της ξεφεύγει από τα πλαίσια τού προβλέψιμου. Διότι κάθε πορεία συμπλέει με το απρόβλεπτο, το ανείπωτο και το επερχόμενο. Έτσι κι έγινε.

     Στην Πανεπιστημίου, αφού ένα μέρος τής πορείας είχε μείνει μπροστά στη βουλή, ένα άλλο μέρος συνέχισε προς τα Προπύλαια. Δεξιά και αριστερά τής Πανεπιστημίου παρατεταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, παρά πολλοί οπλισμένοι μπάτσοι. Στη μέση, πάρα πολλοί άνθρωποι, ο ένας κολλητά με τον άλλον σε μια προσπάθεια να απεγκλωβιστούμε από την απειλητική τους παρουσία προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε. Ήταν αδύνατον. Οι μπάτσοι ήταν πλέον στα δύο  μετρά, πέταγαν τα χημικά πάνω στα κεφάλια μας, στα πόδια μας. Το ένα πίσω από το άλλο. Η Πανεπιστημίου ήταν πλέον ένας θάλαμος αερίων, που οι μπάτσοι περίμεναν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να ακινητοποιηθούμε από την ασφυξία, για να χτυπήσουν με κλοτσιές και ανάποδα γκλομπ όποιον / όποια έβρισκαν. Η πορεία είναι πλέον η συνθήκη, που δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις σπίτι σου. 

    Γι΄ αυτό, τα λόγια πάντα θα είναι φτωχά να περι- γράψουν τούς πόνους, την αγωνία και τούς φόβους των 67 ανθρώπων, που μεταφέρθηκαν στο ΚΑΤ, των άλλων 20, που πήγαν στον Ευαγγελισμό, την αφαίρεση σπλήνας ενός διαδηλωτή μετά από κλοτσιές μπάτσων σε όλο του το σώμα, τον Γ. Καυκά, που έπεσε σε κώμα μετά από χτύπημα από γκλομπ στο κεφάλι και έμεινε για εννέα μέρες διασωληνωμένος στην εντατική τού Κρατικού Νίκαιας.  
     Οι λέξεις δεν μπορούν να βρεθούν για όσους/ες δεν χωράνε σε αυτούς τούς αριθμούς και υποφέρουν από αυτό το οριακό συμβάν. Λίγα χιλιοστά πιο δεξιά, κοντά στη σπονδυλική στήλη να με είχε χτυπήσει το γκλόμπ τού μπάτσου, θα ήμουν νεκρή ή παράλυτη ή οτιδήποτε άλλο. Οι εφιάλτες, που ακολουθούν, όταν κλείνω τα μάτια και παίζεται η ίδια σκηνή τής βίας, ξεγλιστρούν από περιχαρακωμένες περιγραφικές αφηγήσεις.


*     *     *


    Τα λόγια όμως, θα είναι πάντα λίγα για να περιγράψουν τον συμβολικό θάνατο, που επήλθε μετά την περιγραφή τού συμβάντος στις αυτοματοποιημένες αντιδράσεις γνωστών: «Μα καλά, γιατί πήγες στην πορεία; Δεν το ξέρεις ότι γίνονται επεισόδια;». Όταν η βία ενάντια σε τόσους διαδηλωτές είναι ένα ακόμα αναμενόμενο «επεισόδιο» μιας «πορείας - σαπουνόπερας» στο δελτίο των οκτώ και οι αντιδράσεις των πολιτών - θεατών κυμαίνονται στα πλαίσια τού διανοητού μεταξύ θλίψης, απάθειας, επιφανειακού χλευασμού τότε βασικό διακύβευμα θα παραμείνει η διαρκής αναζήτηση ενός επερχόμενου, «αδιανόητου» μέχρι τώρα άλλου κόσμου.

     Διότι η καταστολή, η βία δεν αποδυναμώνει ούτε εκφοβίζει, αλλά εξοργίζει, αφού οι συνθήκες αδικίας, που μας αφορούν όλους/ες και επικρατούν στο εδώ και τώρα, αποτελούν «ένα φλεγόμενο οπλοστάσιο, καθώς κάθε μικρή έκρηξη προκαλεί νέες πυρκαγιές, μέχρι ότου η τελική ανάφλεξη μετατρέψει τη νύχτα σε μέρα.» (Anderson,(4) σελ. 116).




     ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

     (1) Μέχρι το 1970, η τοποθέτηση αυτή αποδιδόταν στον Bertolt Brecht. Αν και η προέλευση αυτού τού ποιήματος δεν είναι ξεκάθαρη λέγεται, ότι είναι τού  Friedrich Gustav Emil Martin Niemöller (1892-1984), ενός γερμανού αντιναζιστή λουθηρανού πάστορα, ο οποίος αρχικά υπήρξε υποστηρικτής τού Χίτλερ. Ο Niemöller, υπήρξε ένας από τούς ιδρυτές τής Confessing Church, που αντιστάθηκε στη ναζιστοποίηση τής γερμανικής προτεσταντικής εκκλησίας. Εξ αιτίας τής αντίθεσής του στον έλεγχο τής εκκλησίας από τούς Ναζί, φυλακίστηκε στα στρατόπεδα Sachsenhausen και Dachau από το 1937 έως το 1945. Αποκήρυξε τα εθνικιστικά του πιστεύω και ήταν ένας από τούς εμπνευστές τής Stuttgart Declaration of Guilt. Το απόσπασμα κυκλοφόρησε ευρέως στις Η.Π.Α. ανάμεσα σε κύκλους κοινωνικών ακτιβιστών στα τέλη τής δεκαετίας τού ΄60.


     (2) Σ.σ. Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την απεργία και τα επεισόδια τής 11ης Μαΐου 2011.  


     (3) Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στα πλαίσια ενός κοινού ραδιοφωνικού μαραθωνίου με θέμα την εγκληματικότητα, την Τετάρτη 18 Μαΐου 2011.


     (4) Benedict Anderson: «Φαντασιακές κοινότητες, στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση τού εθνικισμού», εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1997.




Κοινωνική Ανθρωπολόγος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.