Άνοιξη ήτανε, που έβαλε την κορόνα στην γκλάβα του ο Αμαλάριχος. Χάρηκε με την ψυχή του το κορόιδο ο λαός, ευλόγησε το παπαδαριό, που σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις ευλογάει τα γένια του κατά πρώτον λόγον, γονατίσανε οι τιτλούχοι, «το σπαθί μας στη διάθεση σας, μεγαλειότατε», γιατί οι τιτλούχοι όλο και πάνε να γίνουνε τα μαντρόσκυλα γύρω από το θρόνο και να τρώνε τα κόκαλα πρώτο χέρι. Ορκίστηκε ο στρατός και μόνο κάτι ανθρωπάκια τού λαού, ξεπερασμένα στην ηλικία, με πείρα και με μαλλί αλατοπίπερο, κουνήσανε το κεφάλι: «Τι αυτός, τι άλλος, όποιος ρουφιάνος κι αν είναι στον θρόνο, εμείς μια φορά φόρο θα πλερώνουμε και κανένας δεν θα ΄χει το θάρρος να μας πει: “Αντε, ρε παιδιά, και σας κάνω χαλάλι”, διότι έτσι μάθαμε να πλερώνουμε και να ΄μαστε από πάνου και λίαν ενθουσιασμένοι». Εγινε και το σχετικό τραπέζι και φάγανε τον σκασμό οι καλεσμένοι και κρύψανε στα φαρδομάνικα μεζέδες οι δεσποτάδες, για να τούς πάνε στις «ανιψιές» τους, κι απόχτησε η Ιερουσαλήμ βασιλιά.
Ο Αμαλάριχος, φράγκος βασιλιάς (1136-1174), ηγεμόνας τού σταυροφορικού βασιλείου τής Ιερουσαλήμ. |
Το καινούργιο το παιδί κακό για τη δουλειά του δεν ήτανε. Σκληρός, λένε τα κιτάπια, άμα ήτανε ανάγκη να ΄ναι σκληρός, φιλοχρήματος μέχρις αηδίας, αλλά και ανοιχτοχέρης άμα ήτανε ανάγκη να χαλάσει λεφτά...
για το καλό τού κράτους, παλικάρι στον πόλεμο και καρδιωμένος, άνθρωπος που εμπιστευότανε τον κόσμο του κι ακόμα άνθρωπος που τ΄ άρεσε να διαβάζει, να μαθαίνει και να σκέφτεται. Μέχρι σημείου, και προς τιμήν του δηλαδή, που έπιασε τον αρχιεπίσκοπο, τον Γουλιέλμο τής Τύρου, και τον έστρωσε κάτου. - Εσείς, ρε κύριε, όλο μπροστά μπαίνετε και όλο μυαλό μάς πουλάτε.
- Εμείς, μεγαλειότατε;
- Αμ ποιός; Εγώ; Εγώ ως βασιλεύς, αν γίνει κι ένας πόλεμος, θα πάρω το σπαθί μου, θα ηγηθώ τού στρατού, θα συμβολίζω την ενότητα και την ιδέα τής πατρίδος, τέλος πάντων, κάποια δουλειά κάνω. Εσείς, που όλο τρώτε και τρώτε και σταμάτημα δεν έχετε, μπορείς να μού πεις τι κάνετε ακριβώς;
- Σώζομεν τας ψυχάς τού κόσμου, μεγαλειότατε. - Δηλαδή, πώς τις σώζετε; Βιδέλο δεν ήτανε ο Αμαλάριχος. Τού ΄κοβε το νιονιό. | |
- Καλά, και αυτό πώς το πιστοποιώ εγώ; - Τι εννοείτε, μεγαλειότατε; | H σημαία-------------------- τού βασιλείου---------------- τής Ιερουσαλήμ.-------------- |
- Ήρθε κανένας από τούς πεθαμένους, να μου πει, «μας έσωσε ο αρχιεπίσκοπος και περνάμε με καθαρή ψυχή στον άλλο κόσμο»; Όχι. Να σού πούνε «μας γλίτωσε ο Αμαλάριχος από τούς Τούρκους», το λέει όλος ο κόσμος. Τη δική σας τη δουλειά, ποιός την πιστοποιεί; Μόνοι σας τα διαδίδετε, μόνοι σας τα μαγειρεύετε, μόνοι σας τα τρώτε.
Ο αρχιεπίσκοπος Τύρου, Γουλιέλμος. |
Ο Γουλιέλμος έφυγε πολύ σεκλετισμένος και ξανά κουβέντα δεν ξαναγίνηκε, γιατί ο Αμαλάριχος κατάλαβε, σαν έξυπνος άνθρωπος, ότι δεν πρέπει να τα κουβεντιάζεις τα κάτι τέτοια, στο τέλος θα σε βγάλουνε αναρχικό έτσι και τούς πεις καμμιάν αλήθεια. Κι επειδή δεν ήθελε να «κλονίσει τα κρατούντα», άρχισε να συλλογίζεται άλλες φτιάξεις...
Νίκος Τσιφόρος (*)
(*) Απόσπασμα από το βιβλίο
τού Ν. Τσιφόρου: «Σταυροφορίες»,
έκδ. «Ερμής Ε.Π.Ε.», «Δ.Ο.Λ.», 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.