Ο Έρνεστ Χόγκαν είναι Αμερικανός συγγραφέας που πρωτοεξέδωσε στην ΕΦ, το "The Rape Οf Things Τo Come" το 1982. Φέρελπις συνεχιστής των άλλων κλασικών του είδους. 'Αλλα έργα του: η πρώτη του νουβέλα, "Cortez Οn Jupiter" (1990), το "High Aztech" (1992), "Smoking Mirrors Blues" (2001), το "The Rise Αnd Fall Οf Paco Cohen Αnd Τhe Mariachis Οf Mars" (2001) το "Coyote Goes Hollywood" (2003) και το "The Lost And Found" (2003).
-------------------------------------------------------------------------
Η ψηλή ξανθιά με το οξυζεναρισμένο μαλλί που κάρφωνε o Ραλφ, σηκώθηκε ξαφνικά όρθια κι είπε:
-"Γαμώτο μου, γιατί δε μπορώ επιτέλους να βρω κανέναν άντρα με πραγματικά μεγάλη ψωλή";
Η συγκεχυμένη, υπόκωφη οχλοβοή που λέρωνε τη γκαραζιέρικη ατμόσφαιρα του μπαρ με το τσιμεντένιο δάπεδο, σταμάτησεn αμέσως. Επικράτησε σιωπή. Οι δυο νταλικέρηδες που παίζανε μπιλιάρδο, σταματήσανε και κοιτάξανε τη ξανθιά. Ένας ξερακιανός, με μακριά λιγδωμένα μαλλιά νεαρός, που θα πρέπει να ήταν μηχανόβιος, αν είχε ποτέ τη δυνατότητα να αγοράσει μηχανή, σταμάτησε να ρίχνει κέρματα στο τζουκ μποξ διαλέγοντας συνέχεια το «Bound And Gagged» του Τεντ Νάγκεντ και προχώρησε προς το μέρος της. Η σταφιδιασμένη μπαμπόγρια πίσω από το μπαρ χλόμιασε, ενώ οι θαμώνες του μπαρ -όλοι εκτός από το Ραλφ - κοιτούσαν με αδημονία τη πόρτα.
-"Κοπέλα μου", ...
είπε ο ψευτομηχανόβιος, χαμογελώντας με τα σάπια δόντια του, "σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα". H αυτοπεποίθησή του ξεχείλιζε από το φθαρμένο μπλουζάκι του που έγραφε Χάρλεϊ Ντάβιντσον κι από τα θεοβρώμικα Ληβάις τζην του. Έκανε ν' αγγίξει τη ξανθιά με τα κοκαλιάρικα χέρια και τα βρώμικα νύχια του. Η γριά ιδιοκτήτρια του μπαρ, έκανε να πιάσει τη καραμπίνα που 'χε κάτω από το γκισέ. Προτού τα λιγδιάρικα χέρια του πλησιάσουν τα πλούσια στήθη της, η ξανθιά έριξε μια καλοζυγισμένη μπουνιά στο ηλιακό πλέγμα του νεαρού, κάνοντας να του κοπεί η ανάσα. Ο νεαρός έβηξε και ταλαντεύτηκε. Εκείνη τονε βοήθησε να χάσει την ισορροπία του, ρίχνοντας με τη καουμπόικη μπότα της μια κλωτσιά κατευθείαν στ' αχαμνά του. Όταν εκείνος έπεσε κάτω ανήμπορος, η ξανθιά του 'λυσε τη ζώνη με την αγκράφα που έγραφε Λεντ Ζέπελιν, του ξεκούμπωσε το φερμουάρ και μετά του κατέβασε τα παντελόνια.
-"Αρχίδια!" είπε, φτύνοντας το κακομοιριασμένο, ζαρωμένο μέλος. "Ούτε τη βάση δε πιάνεις". Το κλικ του κόκορα της καραμπίνας, έκανε κάθε βλέμμα να στραφεί στην ασπρομάλλα ιδιοκτήτρια.
-"Γαμώ το κέρατό σου καριόλα!" είπε στη ξανθιά. "Τσακίσου φύγε και μη ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μέσα"!
-"Εντάξει, εντάξει", είπεν η ξανθιά, σηκώνοντας τα χέρια. Τα μακριά κατακόκκινα νύχια της άστραψαν, ενώ κάτω από το ξεθωριασμένο πορτοκαλί, εξώπλατο μπλουζάκι της, τα στήθη της τρεμόπαιξαν αναπόφευκτα. Σηκώθηκε και προχώρησε θεαματικά προς την έξοδο, τρικλίζοντας από το μεθύσι, με τον αναθεματισμένα τέλειο κώλο της -ντυμένο με ακριβό αλλά παλιό τζην- να κουνιέται λες και μάσαγε τσίχλα. Όλοι στο μπαρ ένιωσαν ανακούφιση. Η ξανθιά ήταν ωραία γκόμενα, αλλά αυτή η νύχτα ήταν μια από κείνες, που η αιθαλομίχλη του Λος Αντζελες δε σταματούσε να βράζει μετά το ηλιοβασίλεμα. Τα μάτια όλων ήταν κατακόκκινα κι ο ύπνος ήταν κάτι αδύνατο. Αυτό που ζητούσαν όλοι ήταν ένα μέρος με σχετικά αξιοπρεπή κλιματισμό, που θα μπορούσαν ν' αράξουν και να πιουν ένα ποτό με την ησυχία τους.
Η εξαίρεση ήταν ο Ραλφ. Υπήρχε κάτι σ' αυτή την αναιδή γυναίκα, κάτι που 'κανε το μυαλό του να ξεχνά τον πνιγηρό, ανθυγιεινό αέρα καθώς και τα προβλήματά του. Είχαν περάσει κάνα-δυο ώρες από τότε που κείνοι είχανε δώσει σημεία ζωής. Έτσι ο Ραλφ παράτησε το μισοάδειο ποτήρι με τη ξεθυμασμένη μπύρα και πήρε τη ξανθιά στο κατόπι. Προχωρούσε ξαναμμένη προς το πάρκινγκ, περπατώντας επικίνδυνα γρήγορα, μουρμουρίζοντας συνεχώς ακατάληπτες φράσεις από τις οποίες ξεχώριζαν οι συχνές επαναλήψεις της λέξης «γαμώτο».
Είχε σφιχτοδεμένο κορμί, προφανώς από αερόμπικ, είχε μυτερά νύχια κι έτρεχε πολύ γρήγορα υπό την επήρεια του αλκοόλ που 'χε κατεβάσει. Μπορεί αυτό που 'κανε ο Ραλφ να 'ταν επικίνδυνο, αλλά ο ίδιος ήτανε συνηθισμένος. Η ξανθιά ίσως να 'τανε κιόλας διασκεδαστική, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο Ραλφ. Της έκοψε το δρόμο κι είπε:
-"Ώστε λοιπόν γουστάρεις κάτι πραγματικά μεγάλο"; Τα γαλάζια ψυχρά μάτια της του ρίξαν ένα θανατηφόρο βλέμμα καθώς ο Ραλφ έδειξε το εξόγκωμα στο παντελόνι του. Το εξόγκωμα έφτανε σχεδόν μέχρι το γόνατο.
-"Μπα, απλώς έκανες μασούρι τίποτα βρεμένες κάλτσες και τις έχωσες στο παντελόνι σου", είπε κείνη, αλλά τα μάτια της έγιναν μερικούς βαθμούς θερμότερα.
-"Είναι πραγματικό", είπεν ο Ραλφ. "Απίστευτο κι όμως αληθινό".
-"Τέλος πάντων, αν το δω το πιστεύω", είπε κείνη. Οι ρόγες της είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές κάτω από το μπλουζάκι.
-"Το αμάξι μου είναι κει πέρα", είπεν ο Ραλφ, προσπαθώντας να της πιάσει το μπράτσο. Το χέρι του έπιασε άδειον αγέρα. Σαν αστραπή, η ξανθιά του κατέβασε τα παντελόνια μέχρι τον αστράγαλο, αφήνοντάς Το εκτεθειμένο κάτω από τον διαβρωτικό και χωρίς άστρα ουρανό.
-"Ω Θεέ μου", είπε, καθώς έπεφτε στα γόνατα, λες κι ήθελε να προσευχηθεί.
Είχε μήκος σαράντα πέντε πόντους κι όλο μάκραινε και σκλήραινε καθώς η ξανθιά το πλησίαζε. Ήταν ένα τέρας, με τη περιφέρειά του στιγματισμένη από κάτι που 'μοιαζε με ουλές, σε τρεις ζώνες. Ήταν το πράμα που το τέρας του Φρανκενστάιν σίγουρα θα 'πρεπε να 'χε ανάμεσα στα σκέλια του. Καθώς η ξανθιά έγλειφε πεινασμένα το κεφάλι τυλίγοντας τη μακριά και ζεστή γλώσσα της γύρω του, ο Ραλφ έριξε μια ματιά στο πάρκινγκ. Ούτε ίχνος ζωής. Όπως και σ' ένα τυπικό προάστιο κατά μήκος του Αυτοκινητόδρομου του Σαν Μπερναρντίνο: μετά τα μεσάνυχτα έπεφτε επιδημία μαζικής χειμερίας νάρκης. Βέβαια οι μπάτσοι δεν στρογγυλοκάθονταν πάντα στα καθίσματα των αγαπημένων τους λουκουματζίδικων. Παρ' όλ' αυτά, οι μπάτσοι ήτανε το τελευταίο πράγμα που ανησυχούσε τον Ραλφ.
Η ξανθιά σταμάτησε το γλείψιμο που πρόσθεσε άλλους τρεις πόντους στο μήκος του. Ετοιμαζόταν να το πάρει ανάμεσα στα στήθια της. Ένα χοντρό κορδόνι από σάλιο το συνέδεε ακόμα με το στόμα της.
-"Όπως σου 'πα", είπεν ο Ραλφ παίρνοντας το κεφάλι της ξανθιάς στα χέρια του, "το αυτοκίνητό μου είναι κεί πέρα".
-"Ουπς!" έκανε κείνη μ' ένα πρόστυχο χαμόγελο. "Παρασύρθηκα". Η ξανθιά ήταν το είδος της γυναίκας που του έκανε. Ακριβώς ό,τι αναζητούσε.
Σύντομα βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα του σαραβαλιασμένου πράσινου Νόβα. Ο Ραλφ δε μπορούσε να πιστέψει πόσο γρήγορα η ξανθιά έβγαλε τα ρούχα της -ακόμα και τις καουμπόικες μπότες. Για μιαν ακόμα φορά έγλειφε σπατουλαριστά τη σκούρα μοβ βάλανο, περνώντας τη γλώσσα της πάνω και κάτω από τη σχισμή της ουρήθρας. Ο Ραλφ μάλαζε απαλά τα στήθη της, ενώ ταυτόχρονα έτριβε τις ρόγες της με τους αντίχειρές του. Η ξανθιά έκλεισε τα μάτια της, αναστέναξε και μετά είπε ρυθμικά:
-"Γάμα μου τα βυζιά! Γάμα μου τα βυζιά!"
Αμέσως πήραν κι οι δυο τη κατάλληλη στάση, έτσι ώστε να το κρατά γερά στο ζεστό χώρισμα του στήθους της. Οι ρόγες της έγιναν σκληρές σα βότσαλα και προεξείχανε σα κοντόχοντρα δάχτυλα, καθώς ο Ραλφ γλίστρησε το γεμάτο ουλές τέρας ανάμεσα στα στήθη της κι άρχισε να το τρομπάρει μπρος-πίσω μέσα στη σφιχτή κοιλότητα της σάρκας της, με ρυθμό που αύξαινε σταδιακά. Κάθε φορά που το πράμα του χτυπούσε το σαγόνι της, γλιστρούσε στα χείλια της κι έτριβε τη μύτη της, εκείνη το υποδεχόταν πρόθυμα με τη γλώσσα.
Ήταν άψογα. Ήταν ό,τι έψαχνε να βρει ο Ραλφ στη ζωή του. Ξέχασε τα πάντα σχετικά με την αιθαλομίχλη, τα φτηνά μπαρ, τους τρελούς χειρούργους, τα πιθηκόμορφα σκιάχτρα με τα μαλλιά στο χρώμα της άμμου, τις ψυχρές καριόλες με τη παράξενη προφορά, που κουβαλούσαν μαύρα τσαντάκια γεμάτα μαραφέτια για απαίσιες αυτοσχέδιες εγχειρήσεις. Ήθελε απλώς και μόνο μιαν όμορφη γυναίκα καρφωμένη στην παλλόμενη ψωλή του, το μουνί της να χάσκει υγρό και φαρδύ, το γιγαντιαίο πέος του να υγραίνεται στην άκρη του, να εκκρίνει τη γαλακτώδη μικρή πέρλα -προοίμιο της έκρηξης που θα ξερνούσε κολλώδεις πίδακες από λευκό σπέρμα πάνω στο εκστατικό της πρόσωπο... Μετά άκουσε κάτι. Τρεις δυνατούς χτύπους.
Η ξανθιά δεν φάνηκε να ακούει αλλά ο Ραλφ σήκωσε το βλέμμα κι είδε κάτι που 'κανε το αίμα του να παγώσει. Στο θαμπωμένο παράθυρο διακρίνονταν οι συγκεχυμένες φιγούρες των δύο γνώριμων μορφών. Έπρεπε να κάνουνε την εμφάνισή τους όταν o Ραλφ ήταν έτοιμος να τελειώσει. Μια πελώρια γροθιά μέσα σε γάντι από μαύρο δέρμα, διαπέρασε συντρίβοντας το ενισχυμένο κρύσταλλο του παράθυρου, λίγο πάνω από το κεφάλι της λαχανιασμένης ξανθιάς. Ένα ουρλιαχτό ξέφυγε από το λαρύγγι της τελευταίας, καθώς θραύσματα γυαλιού πέσανε σα χαλάζι στο κεφάλι της κι ο πιθηκάνθρωπος με τα μαλλιά στο χρώμα της άμμου τη γράπωσε από τα μαλλιά με μια λαβή θανάτου. Η τεράστια ψωλή του Ραλφ άρχισε να πλαδαρεύει.
-"Περνάς καλά με το παιχνιδάκι σου, ε Ραλφ;" είπε μια τρομακτικά αδύνατη γυναίκα με άχρωμα μαλλιά, με προφορά που ο Ραλφ δε μπόρεσε ποτέ του ν' αναγνωρίσει. Κούνησε μπροστά του το μικρό μαύρο τσαντάκι της. Η θέα της τσάντας επιτάχυνε τα αντανακλαστικά του. 'Αρπαξε το μπράτσο του πιθηκάνθρωπου και το τράβηξε στο αυτοκίνητο, το κακομούτσουνο κεφάλι κι οι ώμοι βροντήξανε στο πλαίσιο του παράθυρου και στα υπολείμματα του σπασμένου γυαλιού. Η τεράστια δερματοντυμένη γροθιά χαλάρωσε κι άφησε τα μαλλιά της ξανθιάς.
Μόλις λευτερώθηκε η ξανθιά, άρχισε δράση. 'Αρπαξε το χέρι του εισβολέα και βύθισε τα δόντια της μέσα του, κλείνοντας τα σαγόνια της πάνω του σα μέγγενη. Ο αργόστροφος δολοφόνος ήτανε πολύ απασχολημένος με τον πόνο που 'νιωθε για ν' αντιδράσει. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ο Ραλφ πήδηξε στο μπροστινό κάθισμα. Δευτερόλεπτα αργότερα είχε βρει τα κλειδιά του και σανίδωσε το γκάζι του Νόβα. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε σα βολίδα μέσα στο άδειο πάρκινγκ, σέρνοντας μαζί τον εισβολέα που κλωτσούσε κι ούρλιαζε. Είχανε βγει στο δρόμο όταν η ξανθιά τονε ξεκόλλησε από τ' αμάξι, στέλνοντάς τον να κουτρουβαλήσει στην άσφαλτο που του 'γδαρε ρούχα και σάρκες.
Γυμνός, με το τρομακτικό του όργανο πλαδαρό, τα μάτια του Ραλφ έγιναν γυάλινα καθώς οδηγούσε σα μανιακός. Αψηφώντας εντελώς κάθε όριο ταχύτητας, επιτάχυνε το αυτοκίνητο κατευθυνόμενος προς τη κύρια έξοδο και μετά κράτησε τέρμα πατημένο το γκάζι σ' όλη τη διαδρομή μέχρι τον πρώτο τους προορισμό: μια ράμπα εισόδου στον Αυτοκινητόδρομο του Σαν Μπερναρντίνο. Όταν έφτασε κεί, αγνόησε τ' όριο ταχύτητας των 55 μιλίων και συνέχισε να οδηγεί σα τρελός. Δεν είχε σημασία πού πήγαινε, θα πήγαινε όπου τον έβγαζε ο αυτοκινητόδρομος, όσο συνέχιζαν να αβγαταίνουν τα πολύτιμα μίλια μεταξύ του Ραλφ και των διωκτών του.
-"Τι στο διάολο ήταν αυτές οι μαλακίες;" ούρλιαξεν η ξανθιά, με τα μαλλιά της ν' ανεμίζουνε ξέφρενα από τον αγέρα που 'μπαινε ορμητικά από το σπασμένο παράθυρο. "Τι διάλο, οι ηλιακές κηλίδες τηγανίσανε το μυαλό ολονών";
-"Με λένε Ραλφ", είπε κείνος.
-"Κι εμένα Γουίλυ -από το Γουίλμα-, οι γονείς μου γουστάρανε την «Οικογένεια Φλίντστοουν» περισσότερο από μένα- κι αυτό δεν αποτελεί εξήγηση"! Ο Ραλφ έκοψε ταχύτητα, έριξε μια ματιά στο καθρεφτάκι κι είπε με σοβαρό ύφος:
-"Ήταν η Νέλντα κι ο Τζέηκομπ. Ήρθαν να πάρουνε πίσω το πράμα μου".
Το τσιτωμένο πρόσωπό της χαλάρωσε για μια στιγμή και μετά η Γουίλυ σωριάστηκε στο κάθισμα λέγοντας:
-"Ναι... βέβαια".
-"Για σκέψου το", είπεν ο Ραλφ, "Πώς μπορούσα να 'χω γεννηθεί μ' αυτό το τέρας του Φρανκενστάιν ανάμεσα στα σκέλια μου; Γιατί νομίζεις ότι υπάρχουν όλες αυτές οι ουλές; Τα φυσιολογικά πέη με τέτοιο μέγεθος ποτέ δε καβλώνουν ολότελα".
-"Δηλαδή, δεν είναι φυσιολογικό; Εννοώ... είναι τεχνητό";
-"Εεε... κάτι τέτοιο. Είναι ένα θαύμα της σύγχρονης μεταμοσχευτικής κι αναπλαστικής χειρουργικής. Το παράνομο έργο ενός τύπου που αυτοαποκαλείται δόκτωρ Κράκεν".
-"Για... γιατί";
-"Το δικό μου πράμα ήτανε μικρό, πολύ μικρό. Όλοι το θεωρούσανε πολύ αστείο και για να καταφέρω να πηδήξω μου 'βγαινε το λάδι. Κάθε καριόλα, όταν το έβλεπε, έλεγε: «άλλαξα γνώμη, είναι πολύ μικρό» και μ' άφηνε καβλωμένο στα κρύα του λουτρού. Μπορείς να το φανταστείς"; Η Γουίλυ μπερδεμένη, έγνεψε καταφατικά. "Κόντευα να τρελαθώ τελείως κι έτσι άρχισα να τη ψάχνω με τη μεγέθυνση πέους, κάτι που εντέλει αποδείχτηκε μαλακία και τσαρλατανισμός. Τότε μια μέρα ήρθε ο Κράκεν -είναι όλο ρυτίδες, δεν έχει ούτε μια τρίχα στο κρανίο του, ούτε καν βλεφαρίδες. Είχε βρει τ' όνομα και τη διεύθυνσή μου από κάποιον από τους κομπογιαννίτες. Η διαδικασία μεταμόσχευσης κι ανάπλασης μου φάνηκεν ενδιαφέρουσα κι έτσι δέχτηκα".
-"Κι έπιασε. Έτσι";
-"Το ρουφούσες, Γουίλυ. Τέλος πάντων, που λες με παγιδέψανε σ' αυτό το περίεργο σύστημα εξόφλησης πληρωμών. Πολύ σύντομα ο τραπεζικός μου λογαριασμός στέρεψε κι εκείνοι απαίτησαν να τους επιστρέψω το πράμα μου. Εγώ τη κοπάνησα κι ο Κράκεν έστειλε ξοπίσω μου τον Τζέηκομπ και τη Νέλντα για να μου το κόψουνε χωρίς αναισθητικό και να μ' αφήσουν να αιμορραγήσω μέχρι θανάτου". Η Γουίλυ έσκυψε για να ρίξει μια ματιά στο πράμα του, στην ημίσκληρη δόξα του.
-"Αν δεν το 'χες αυτό, δε θα σε πίστευα".
-"Τέλος πάντων, ντύσου και θα σ' αφήσω κάπου. Μπορεί να κινδυνεύσεις κι άσε τι θα σου κάνουν αν..."
-"Αποκλείεται Ραλφ", είπε κείνη, σκύβοντας και πιάνοντάς το. "Δε μπόρεσα ακόμα να νιώσω το γερο-Φρανκενστάιν σου μέσα μου! Χώρια που καταντά συναρπαστικό, να τρέχεις έτσι να κρυφτείς και τα ρέστα". Κατόπιν έσκασε ένα ζουμερό γαλλικό φιλί στ' αφτί του, κάτι που κόντεψε να κάνει το αυτοκίνητο να ξεφύγει από τη πορεία του και να γίνει μια μάζα τσακισμένα παλιοσίδερα στο κράσπεδο του αυτοκινητόδρομου. Σύντομα φτάσανε σ' ένα μοτέλ που χρέωνε με την ώρα.
Όταν κλείδωσαν τη πόρτα και βάλανε τον σύρτη, πέσαν o ένας πάνω στον άλλο σα δυο ποτάμια λυωμένης λάβας. Έσφιγγαν με τα χέρια τους ο ένας τον άλλο. Κοιλιά και λαγόνια πιέζανε το πέος του Φρανκενστάιν που σκλήραινε συνεχώς. Τα πλούσια στήθη της να 'ναι κολλημένα πάνω στον Ραλφ καθώς οι ρόγες σκλήραιναν. Τα στόματά τους σφραγιστήκανε σχηματίζοντας μια ζεστή, σκοτεινή, γεμάτη σάλια σπηλιά, μέσα στην οποία πάλευαν οι γλώσσες τους.
Σαν ένα κορμί, πέσανε στο κρεβάτι κι άρχισαν να ξεσκίζουν o ένας τα ρούχα του άλλου, αποκαλύπτοντας τα ιδρωμένα και καπνισμένα από την αιθαλομίχλη κορμιά τους, που αναζητούσαν απεγνωσμένα τον παράδεισο το ένα στο άλλο.
Στην αρχή ο Ραλφ πήγε να 'ρθει από πάνω, αλλά η Γουίλυ του πήρε τα χέρια και τα 'βαλε στα στήθη της, τονε κοίταξε κατάματα με πυρωμένο βλέμμα, ένωσε τους γευστικούς κάλυκές της με τους δικούς του για μιαν ακόμα φορά και μετά ικέτεψε:
-"Θέλω να σε καβαλήσω, Ραλφ. 'Ασε με να καβαλήσω το γιγάντιο τέρας, το θεσπέσιο κτήνος σου".
Εκείνος ξάπλωσε ανάσκελα κι η Γουίλυ ήρθε από πάνω, λύγισε τα γόνατα και μετά έκανε κάθισμα, χόρεψε λιγάκι, περιστρέφοντας το αιδοίο της που 'σταζε, μερικά χιλιοστά πάνω από τη παλλόμενη βάλανο του τιτάνιου μέλους, γαργαλώντας τη με τις σκούρες καστανές τρίχες του εφηβαίου της. Αυτό τονε ξετρέλανε. O Ραλφ άρπαξε τα σεντόνια καθώς εκείνο μεγάλωνε διαρκώς κι άφησε το μαργαριταρένιο υγρό στην άκρη του πέους του ν' ανακατευτεί με τα ζουμιά της Γουίλυ. Έπειτα άρπαξε τα βυζιά της, βύθισε τα δάχτυλά του βαθιά στη μαλακή σάρκα, μετά άνοιξε τα δάχτυλά του και ζούληξε τα βυζιά δυνατά, παραμορφώνοντάς τα και σπρώχνοντάς τα προς τα πλευρά του κορμιού της που έτρεμε ολόκληρο, προσέχοντας να τρίβει τις ρόγες με τους αντίχειρές του καθώς τ' άφηνε να επανέλθουνε στη θέση τους.
-"Ω Θεέ μου, ναι, ναι, ναι!" έκανε η Γουίλυ, λαχανιάζοντας καθώς χαμήλωνε το ορθάνοιχτο μουνάκι της πάνω στο κεφάλι του ...Φρανκενστάιν, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της καθώς εκείνο γλιστρούσε μέσα. Κατόπιν γονάτισε μ' ανοιχτά τα σκέλια και μ' ένα γουργουριστό "Ουγχχ", άρπαξε σφιχτά τον Ραλφ με τους ισχυρούς μυώνες του κόλπου της. Ο κόλπος της έσφιγγε πιο σφιχτά κι από χέρι. Χαλαρώνοντας το σφίξιμό της αρκετά για να μπορέσει να κινηθεί, άφησε το γεμάτο ουλές παλούκι να γλιστρήσει μέσα της, να χωθεί βαθιά, να γεμίσει εντελώς το κολπικό της τούνελ και να εισχωρήσει στη μήτρα. Όταν το κεφάλι χτύπησε στα τοιχώματα της μήτρας, ο Ραλφ άρπαξε τη Γουίλυ από τους γοφούς -δεν ήθελε να την πονέσει. Σφίγγοντας και χαλαρώνοντας τη λαβή της, ανεβοκατέβαινε πάνω στο τέρας, πλημμυρίζοντας και τους δυο με κύματα ηδονής. O Ραλφ άρπαξε το τμήμα του παλουκιού που δεν είχε χωρέσει να μπει μέσα. Τα υγρά της τρέχανε στα χέρια του κι ο Ραλφ έσπρωχνε το πέος βαθύτερα στο ρυθμό που κείνη ανεβοκατέβαινε πάνω του. Το χέρι του χτυπούσε στο μουνί της, δίνοντάς του απανωτά υγρά χαστούκια. Ο ρυθμός έφτασε στο αποκορύφωμά του. Γρηγορότερα. Γρηγορότερα. Η Γουίλυ φυσούσε και ξεφυσούσε και τελικά έχυσε μ' ένα παθιασμένο "Ναιαιαιαιαιαιαιαι!" καθώς ο Ραλφ εξαπέλυε το ζεματιστό χείμαρο μέσα της. Καθώς η Γουίλυ έπεφτε πάνω στον Ραλφ και του 'σκαζε παλλόμενο υγρό φιλί στο λαιμό, η πόρτα έσπασε, η κλειδαριά τσακίστηκε κι ο ξεχαρβαλωμένος σύρτης κρεμάστηκεν άψυχα από τις βίδες του.
Ο πιθηκόμορφος Τζέηκομπ στεκόταν στο κατώφλι, κρατώντας το πρησμένο χέρι του που 'τρεμε. Πίσω του βρισκόταν η απίστευτα κοκαλιάρα Νέλντα, κουνώντας χαιρέκακα ένα μικρό μαύρο τσαντάκι.
-"Ατακτούλικο παιδί", είπε κι ακολούθησε ένα στακάτο "τσκ-τσκ-τσκ".
Ένα ξέσπασμα αδρεναλίνης έκανε το Ραλφ να συνέλθει αμέσως από τη μετασυνουσιακή του χαύνωση. 'Αρπαξε τη Βίβλο του Γεδεών από το τραπεζάκι και την εκσφενδόνισε στο πληγωμένο χέρι του Τζέηκομπ. Ο ξανθομάλλης γίγαντας βρυχήθηκε με πόνο. Έκανε να χιμήξει. Έφαγε το τηλέφωνο στα μούτρα. Κι ενώ στεκόταν εκεί σαστισμένος, ο Ραλφ έπεσε πάνω του, ρίχνοντας όλο το βάρος του στο πληγωμένο χέρι του Τζέηκομπ. Ενώ ο Ραλφ σφυροκοπούσε τον Τζέηκομπ, η Νέλντα έβγαλε ένα γυαλιστερό νυστέρι από το τσαντάκι και χίμηξε στη Γουίλυ. H δυναμική ξανθιά το 'κανε να πέσει από το χέρι της καριόλας, πετώντας της με θαυμαστήν ακρίβεια το πορτατίφ, και μετά έπεσε πάνω στη Νέλντα σαν αγριόγατα, ξεσκίζοντας το κοκαλιάρικο πρόσωπο με τ' άλικα νύχια της. Κι οι δυό τους σωριάστηκαν κατάχαμα. Σύντομα κι οι δυο γυναίκες κυλιόνταν στο πάτωμα, η Νέλντα ν' αφήνει κόκκινες νυχιές στο δέρμα της Γουίλυ κι η Γουίλυ να ξεσχίζει τ' αντρικά ρούχα της Νέλντα σε κουρέλια. Σαν τύπος που περνά τη ζωή της βουτηγμένη στα βιβλία, η Νέλντα ήτανε συνηθισμένη να ξεσπά τα σαδιστικά της ένστικτα σε θύματα που δε μπορούσαν να της φέρουν αντίσταση κι έτσι τα βρήκε σκούρα από την αθλητική και περπατημένη Γουίλυ. Η βοηθός του δόκτορα Κράκεν άρχισε να γρατζουνάει τα βυζιά της αντιπάλου της. H Γουίλυ άρπαξε τα κοντά, άχρωμα μαλλιά της Νέλντα κι άρχισε να βροντοκοπά το κοκαλιάρικο κεφάλι στο πάτωμα. Σταμάτησε μόνο όταν ο Ραλφ την έπιασε από τους ώμους και της είπε:
-"Γουίλυ! Σβέλτα! Μάζεψε τα ρούχα σου! Πρέπει να τη κοπανήσουμε από δω!»
Τρέξανε γυμνοί στο Νόβα, κρατώντας τα κουβαριασμένα ρούχα τους, χωρίς να ξέρουν αν είχαν αφήσει πίσω τους δυο πτώματα ή δυο υποψήφιους για το θάλαμο επειγόντων περιστατικών. Ενώ απομακρύνονταν με ξέφρενη ταχύτητα προς το λυκαυγές, διασχίζοντας τον Αυτοκινητόδρομο του Σαν Μπερναρντίνο, κείνος έσπασε τη σιωπή:
-"Να με συγχωρείς που σ' έμπλεξα έτσι".
-"Μαλακίες", είπε η Γουίλυ, σκύβοντας και πιάνοντας με το ένα της χέρι τον ώμο του και με το άλλο το καβλί του. "Σ' ευχαριστώ που μ' έμπλεξες έτσι! Πριν από λίγες μέρες με απέλυσαν από τη δουλειά μου, σε λίγες μέρες μου κάνουν έξωση και δε μπορούσα να βρω έναν άντρα της προκοπής. Είχα ψυχοπλακωθεί και μπεκρόπινα απελπισμένη. Και μετά ήρθες εσύ. Και τώρα έχω έναν άντρα με όργανο που δεν είχα δει ποτέ ούτε στα πιο άγρια, υγρά όνειρά μου, άρχισα μια συναρπαστική επικίνδυνη ζωή και κατέληξα να τρέχω γυμνή σ' έναν αυτοκινητόδρομο". Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και χάιδεψε τις τρίχες του εφηβαίου του, μετά τις τρίχες του στήθους του κι άρχισε να παίζει με τις ρόγες του. "Είμαι κοπέλα που λατρεύει το χαβαλέ και τους μπελάδες κι έτσι κόλλησα μαζί σου Ραλφ, μαζί σου και μ' όλη τη τρέλα που με κυνηγά. Ε, ας τραβήξουμε αυτό το δρόμο, μέχρι να βαρεθούμε το τοπίο και μετά ας αλλάξουμε κατεύθυνση. Αυτό είναι η αληθινή ζωή για μένα..."
Ο Ραλφ απλώς χαμογέλασε και σκέφτηκε, για πρώτη φορά σε μια μικρήν αιωνιότητα, πως τελικά, ίσως τα πράγματα να του είχαν έρθει δεξιά...
_______________________________________________________
Ernest Hogan
"The Frankenstein Penis" (1989)
Μετάφραση: Θανάσης Βέμπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.