Εκδόθηκε και τρίτη γνωμοδότηση της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σχετικά με το θέμα της ανωνυμίας στο Διαδίκτυο. Η πρώτη γνωμοδότηση είχε εκδοθεί το καλοκαίρι του 2009 και είχε υποστηρίξει την άποψη ότι τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (δηλαδή τα "ίχνη" όπως η IP του υπολογιστή) δεν καλύπτονται από το απόρρητο, οπότε δεν χρειάζεται καν να ακολουθηθεί η "βαριά" διαδικασία της άρσης του απορρήτου (που προβλέπεται μόνο για ορισμένα κακουργήματα). Δηλαδή για κάθε αδίκημα ...(ακόμα και για εξύβριση), υποστήριζε εκείνη η γνωμοδότηση, οφείλει ο πάροχος της πρόσβασης στο διαδίκτυο να παρέχει στις ανακριτικές αρχές το όνομα του συνδρομητή που αντιστοιχεί στον εκάστοτε χρήστη. Μάλιστα, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε φτάσει στο σημείο να κρίνει ότι η Οδηγία 2006/24/ΕΚ που όριζε ότι η εκάστοτε εθνική νομοθεσία για το απόρρητο ισχύει για τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, δεν έχει δήθεν επιρροή στο εν λόγω νομικό θέμα, επειδή το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να μεταβάλει το Σύνταγμα! (Βλ. εκτενή σχολιασμό εδώ και αντιδράσεις από νομικούς εδώ).
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το Σύνταγμα δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα σε "εξωτερικά" και "εσωτερικά" στοιχεία επικοινωνίας, προστατεύοντας συνολικά κάθε μορφή επικοινωνίας και ανταπόκρισης και θέτοντας τις αυστηρές εγγυήσεις της άρσης του απορρήτου προκειμένου να εντοπιστούν οι φερόμενοι ως δράστες συγκεκριμένων κακουργημάτων. Συγκεκριμένα το Σύνταγμα αναφέρει στο άρθρο 19 (βλ. εδώ) ότι το απόρρητο δεν δεσμεύει τις δικαστικές αρχές σε δύο μόνο περιπτώσεις (α) διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και (β) λόγους εθνικής ασφάλειας.
Φέτος όμως ψηφίστηκε τελικά από τη Βουλή ο νόμος 3917/2011 (βλ. εδώ)που ενσωματώνει την Οδηγία 2006/24/ΕΚ (υποχρεωτική διατήρηση δεδομένων κίνησς και θέσης) και τώρα πια το εν λόγω θέμα αποτελεί εσωτερικό δίκαιο. Οπότε, η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος επανήλθε με νέο ερώτημα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για το κατά πόσον μετά από αυτή τη νομοθετική μεταβολή εξακολουθεί να ισχύει η γνωμοδότηση του 2009. Κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 4, κατά την οποία, τα "δεδομένα κίνησης και θέσης", δηλαδή τα στοιχεία για την ταυτοποίηση του συνδρομητή μιας σύνδεσης, παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2225/1994, δηλαδή σύμφωνα με τις διατάξεις της άρσης του απορρήτου. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος σε αυτό το σημείο! Μόνο με την διαδικασία της άρσης του απορρήτου (δηλ. μόνο για ορισμένα κακουργήματα) μπορεί να δοθούν αυτά τα στοιχεία στις αρμόδιες αρχές.
Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου εξέδωσε όμως πάλι μια γνωμοδότηση που ανατρέπει την συγκεκριμένη διάταξη, κρίνοντας ότι τα εν λόγω δεδομένα κίνησης και θέσης δεν εμπίπτουν δήθεν στο απόρρητο (όπως αναφερόταν και στην γνωμοδότηση Σανιδά) και ότι οι πάροχοι δεν δεσμεύονται δηλαδή τελικά από τον Ν.2225/1994, αλλά μπορούν να δίνουν τα στοιχεία και με απλή αίτηση των εισαγγελικών αρχών, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για κακουργήματα!
Ωστόσο, οι πάροχοι, αν συμμορφωθούν προς αυτήν την γνωμοδότηση και όντως παραδόσουν τα στοιχεία στις αρχές, θα έχουν παραβιάσει τον Ν.3917/2011 και θα τους περιμένουν οι ποινικές κυρώσεις του ίδιου νόμου (άρθρο 11), αλλά και οι ιδιαίτερα βαριές διοικητικές κυρώσεις που φτάνουν μέχρι και πρόστιμα 5.000.000 ευρώ, από τις αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές (άρθρο 12). Έτσι η εισαγγελία του Αρείου Πάγου με την νέα γνωμοδότηση που επιχείρησε να καταργήσει την νέα νομοθεσία, δημιούργησε έναν νομικό φαύλο κύκλο για τους παρόχους, τον οποίο μόνο η Δικαιοσύνη πλέον θα μπορούσε να επιλύσει οριστικά.
Θα πρέπει πάντως να υπενθυμίσουμε για άλλη μια φορά την απόφαση Copland, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. εδώ) . Η απόφαση αυτή αναφέρει ότι ο έλεγχος των πληροφοριακών συστημάτων δεν μπορεί να γίνεται με αδιαφανείς και άγνωστων συνεπειών διαδικασίες. Η επέμβαση στην διαδικτυακή ιδιωτικότητα επιτρέπεται να γίνεται μόνον εφόσον την επιτρέπει ένας "νόμος" και μόνον εφόσον ο νόμος αυτός είναι "προσβάσιμος" και "προβλέψιμων συνεπειών", λέει πάγια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 8 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Οι τρεις γνωμοδοτήσεις του Αρείου Πάγου: α) δεν είναι "νόμος", β) δεν έχει δημοσιευθει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ώστε να θεωρείται "προσβάσιμη" κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ και γ) δεν είναι "προβλέψιμων συνεπειών", αφού ουδείς συνδρομητής γνωρίζει τι εξέλιξη μπορεί να έχει η εφαρμογή της από τον πάροχο, αλλά και ουδείς πάροχος μπορεί να γνωρίζει τι συνέπειες θα έχει η μη εφαρμογή της. Οπότε, η γνωμοδότηση της Εισαγγελίας και πάλι δεν επαρκεί από πλευράς ΕΣΔΑ για να στοιχειοθετηθεί σε αυτήν ένα αίτημα προς παρόχους για άρση του απορρήτου.
Μένει να δούμε πως θα αντιμετωπίσει βέβαια και η Δικαιοσύνη το θέμα αυτό, γιατί η αλήθεια είναι ότι οι θιγόμενοι από προσβολές της τιμής στο Διαδίκτυο δεν διαθέτουν πολλά αμυντικά μέσα όταν πρόκειται για ανώνυμους. Μπορούν βέβαια να απευθυνθούν στις ίδιες τις υπηρεσίες που φιλοξενούν τους bloggers ζητώντας με "report" την απομάκρυνση των προσβλητικών στοιχείων, αλλά και πάλι η διαδικασία αυτή δεν παρέχει τις εγγυήσεις της δικαστικής προστασίας. Το βέβαιο είναι ότι το θέμα δεν μπορεί να το λύσει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, αλλά μόνο ο αναθεωρητικός νομοθέτης, αφού το Σύνταγμα είναι σαφές σε ποιες περιπτώσεις επιτρέπει την άρση του απορρήτου.
δικαιοσυνη του κω λου
ΑπάντησηΔιαγραφή