# #

16 Σεπ 2010

«Ναι καλά! Αν ήταν έτσι αγόρι μου, ο Ποπάυ θα έτρωγε φακές, αντί για σπανάκι»

Ο Ησαύ ήταν από αυτά τα παιδιά που θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις άνετα ως φτυσμένα.
Ήταν δίδυμος αδερφός του Ιακώβ κι ήταν ο πρωτότοκος. Η μαμά του όμως, η Ρεβέκκα, για κάποιο λόγο ήταν φανατική του Ιακώβ και τον μεγάλο δεν ήθελε ούτε να τον φτύσει. (βλέπετε? Ούτε καν φτυσμένο!)
Για να καταλάβετε, με το που είδε τον Ησαύ, του έδωσε αυτό το όνομα, διότι ήταν λέει τριχωτός (αυτό σημαίνει Ησαύ –για αυτό και σήμερα λέμε: ωραία κοπέλα, αλλά κάτι πρέπει να κάνει με την τρίχα στα πόδια της (ν)ισάφ!). Επίσης, επειδή κι ο μπαμπάς του δεν του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, όταν του έφαγαν τα πρωτοτόκια (βλ. παρακάτω) τον μετονόμασε σε Εδώμ (όχι Εδώ μ..άνα μου) που σημαίνει...
κόκκινος, επειδή ο Ησαύ είχε γίνει μπαρούτι. (Σημ. όλοι στην οικογένεια ήταν ΛΑ.ΟΣ οπότε μπορείτε να φανταστείτε τον Εδώμ πως κυκλοφορούσε στις οικογενειακές γιορτές!).

Τέλος πάντων, η αλήθεια είναι ότι οι γονείς Ισάακ και Ρεβέκκα δεν είχαν γενικά μεγάλη έμπνευση στα ονόματα αφού τον δεύτερο, που τον έβγαλαν Ιακώβ σημαίνει αυτός που ακολουθεί κατά πόδας. Δηλαδή, εξηγήστε μου τώρα γιατί τόσα χρόνια κοροϊδεύουμε τους Ινδιάνους, όταν και στη Μεσοποταμία τα ίδια χάλια έκαναν.
Ο Ησαύ ήταν λέει πολύ καλός κυνηγός και γενικά άνθρωπος της φύσης. Ο Ιακώβ από την άλλη, το έπαιζε φιλάσθενος και καθόταν καθημερινά μαζί με τη Ρεβέκκα για να μην βγει έξω και κρυώσει. Έβγαινε ο μεγάλος αδερφός αξημέρωτα για κυνήγι και ο άλλος ήταν αγκαλιά με τις φρεσκοστυμμένες πορτοκαλάδες και τα τσάγια.

Μια μέρα, ο Ησαύ, αφού είχε κυνηγήσει από ελάφια μέχρι γκόμενες, ένιωσε μια λιγούρα.
Μια και δυο λοιπόν, πάει σπίτι να φαρμακώσει μια μπουκιά φαί.
Ο Ιακώβ με ένα κασκόλ στο λαιμό και μια παστίλια στο στόμα ανακάτευε κάτι μέσα στην κατσαρόλα. Ο Ησαύ τον πλησιάζει από πίσω και τον ρωτάει?
«Τι θα φάμε μυγόχεσμα?»
«Εσύ τίποτα! Γιατί με βρίζεις? –Μαμάαααα πες του!» τσαντίστηκε ο Ιακώβ. «Εγώ θα φάω φακές γιατί είναι δυναμωτικές. Έχουν πολύ σίδηρο και θα γίνω πιο δυνατός από εσένα και θα σε νικήσω!»
«Ναι καλά! Αν ήταν έτσι αγόρι μου, ο Ποπάυ θα έτρωγε φακές, αντί για σπανάκι» ειρωνεύτηκε ο Κοκκινοτρίχης (άρχισα να επηρεάζομαι από την ονοματολογία της εποχής).
«Το σπανάκι έχει τοξικά. Οι φακές είναι καλύτερες» επέμεινε με σθένος, ο ασθενικός Ιακώβ.
«Λες ε?» κόλλησε ο Ησαύ. Καλά τότε βάλε μου ένα πιάτο φακές.
Και στρογγυλοκάθησε στο τραπέζι. «Α! και πουσαι? (αυτό είναι ρήμα, έτσι, όλο μαζί). Πιάσε και καμιά ελίτσα, φέτα, ψωμί και λίγο Κουρτάκη».
Ο άλλος, επειδή ήξερε τι λιγούρης ήταν ο αδερφός του, είχε καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο για να του πάρει τα πρωτοτόκια.
Για να καταλάβετε τα πρωτοτόκια ήταν σπουδαίο πράγμα εκείνη την εποχή. Ο πρωτότοκος έπαιρνε κτήματα, σπίτια, περιουσία κι ο δεύτερος έπαιρνε την ευχή του πατέρα του και τη θέση του επιστάτη στα κτήματα του πρώτου. (μην μεταφράσω δηλαδή τι έπαιρνε διότι είναι σαφές).
«Θαααα περιμένεις όμως λίγο, διότι δεν έχουν βγει πολύ βραστερές οι φακές κι αργούν» πέταξε τάχα αδιάφορα ο Ιακώβ.
«Ε άντε να περιμένω» μονολόγησε ο πεινασμένος αδερφός. «πόσο να περιμένω άλλωστε?»
Εμ έλα που περίμενε, περίμενε κι έφαγε εντωμεταξύ ένα καρβέλι ψωμί κι ένα ολόκληρο καλαθάκι φέτα Κεφαλληνίας. Κοπάνησε και τρία μισόλιτρα Κουρτάκη, κι είχε αρχίσει να ζαλίζεται.
«Τι θα γίνει ρε Ιακώβ με αυτές τις φακές? Κόκαλα έχουν?» ρωτάει ξελιγωμένος τον αδερφό του.
«Τώρα! Τώρα! Μη βιάζεσαι! Έριξα και τον πελτέ και πρέπει να πάρει μια βράση ακόμη» κωλυσιεργούσε τεχνηέντως το φίδι το κολοβό.
Του Ησαύ είχε αρχίσει να του γυρνά το μάτι από την πείνα.
«Έλα ρε παιδάκι μου. Τόσες ώρες οι φακές θα έχουν γίνει πουρές. Έλα σε παρακαλώ δώσε μου ένα πιατάκι».
«Περίμενε σου λέω!» εκεί πείσμα ο άλλος.
«Έλα σε παρακαλώωωωω. Ένα πιατάκι! Και να! Εγώ θα σου δώσω το λαγό που σκότωσα σήμερα» άρχισε τις εμπορικές διαπραγματεύσεις ο Ησαύ.
«Δεν θέλω το λαγό!» αντιγύρισε ο Ιακώβ.
«Καλά! Άντε θα σου δώσω το ελάφι!» αντιπρότεινε το χάπατο. (Ο κοκκινοτρίχης ντε!).
«Ούτε το ελάφι θέλω!» κολλημένος ο Ιακώβ.
«Καλά θες να σου δώσω τη Λίτσα?» πέταξε την τελευταία του προσπάθεια ο Ησαύ.
«Ποια αυτή την κοντή με τα μεγάλα δόντια?» ξίνισε τώρα ο Ιακώβ.
«Ε μα τι θες πια? Με έπρηξες!» φώναξε ο Ησαύ.
«Παιδιάαααααα μη μαλώνετε! Ησαύ εσύ είσαι ο μεγάλος, πως συμπεριφέρεσαι έτσι στο μικρό σου αδελφό?» ακούστηκε η στοργική μάνα από μέσα, η οποία παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την όλη συναλλαγή.
«Μα βρε μαμά δεν μου δίνει φακές και στο κάτω, κάτω, αμάν πια με αυτό το ο Μεγάλος κι ο Μεγάλος! Δύο λεπτά τον περνάω! Όλα τα φορτώνομαι εγώ, επειδή είμαι ο μεγάλος!» άρχισε να κλαψουρίζει το κακόμοιρο το παιδί.
«Ε δώσε μου τότε τα πρωτοτόκια να μη σου ξαναπούν ότι είσαι ο μεγάλος!» απάντησε θριαμβευτικά ο Ιακώβ.
«Κι άμα στα δώσω θα σταματήσετε να με στέλνετε για εφημερίδα και γάλα, επειδή είμαι ο πιο μεγάλος?» ρούφηξε τη μύτη του ο Ησαύ που είχε συγκινηθεί από την αδικία που βίωνε τόσα χρόνια.
«Βρε το συζητάς? Όλα εγώ θα τα κάνω!» είπε ο Ιακώβ που ξαφνικά του πέρασαν όλες οι ιώσεις και πήρε τα πάνω του.
«Θα μου δώσεις και φακές?» συνέχισε το λακριντί ο κοιλιόδουλος.
«Άμα δε δώσω σε σένα φακές σε ποιον θα δώσω βρε?» απάντησε ο κατάπτυστος δευτερότοκος.
Κι έτσι αγαπητές κυρίες και κύριοι πάαανε τα πρωτοτόκια.
Για να καταλάβετε όμως, η μηχανορραφία δευτερότοκου και μάνας δεν τελείωσε εκεί! Όοοοχι. Διότι έπρεπε να πάρει και την ευχή του πατέρα. Ο δε πατέρας επειδή από τον καταρράκτη είχε αγγίξει τα όρια της τύφλωσης, δεν ήξερε ποιος είναι ποιος. Για να πάρει λοιπόν τη σχετική ευχή, ο Ιακώβ πήρε μια μάλλινη κόκκινη χνουδωτή ζακέτα, την πέταξε πάνω του ανέμελα και πήγε στον πατέρα του που εκείνη την ώρα άκουγε τον αγώνα Ρεάλ-Μπαρτσελόνα.
«Μπαμπάαα» είπε και τον έπιασε από το χέρι.
«Φύγε από δώ, ακούω τον αγώνα» τον έδιωξε ο Ισαάκ.
«Μπαμπάααα σου μιλάω!» αγρίεψε ο Ιακώβ.
«Τι θες ρε σκασμένο?» τσαντίστηκε ο άλλος.
«Θέλω να μου δώσεις την ευχή σου!» απήντησε ο καλός γιος.
«Ε πάρτην!» είπε ο Ισαάκ και χωρίς να γυρίσει καν το κεφάλι του, του ‘ριξε ένα φάσκελο.
«Φχαριστώωωω» είπε ο μικρός απατεώνας κι έφυγε χοροπηδώντας. Φτάνοντας στην κουζίνα βλέπει τον Ησαύ που μόλις είχε αποσώσει το πιάτο με τις φακές.
«Τι κάνεις εκεί με τη ζακέτα Ιούλιο μήνα?» τον ρωτά ο μεγάλος που είχε γίνει τούμπανο.
«Μόλις πήρα την ευχή του μπαμπά! Άντε τελείωνε με το φαί διότι έχουμε και δουλειές!» του απαντά η νυφίτσα.
«Τι? Πως? Μα πως έγινε αυτό?» ρωτά ο άλλος.
«Εμ, όταν αγόρι μου εσύ έτρωγες φακές, εγώ έπαιρνα τα rights για τα κτήματα. Άντε, άντε σήκω τώρα γιατί αρκετά κάθησες. Δεν θα σε έχω εδώ μέσα να τρως και να πίνεις! Δουλειά! Δουλειά!.
Ο Ησαύ ένιωσε αρχικά έναν ίλιγγο, μετά μια σκοτοδίνη και μετά σηκώθηκε, βγήκε από την πόρτα και πήγε στα χωράφια …όχι για πέσιμο, από το άλλο που πάει η γριά.                                                                                            ...http://wilma-tote-twra.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.