Ήταν μεσημέρι στο νεκροταφείο. Τότε γνώρισα το Νικόλα. Ήταν 4 ετών…
Πώς έρχονται τα πράγματα στη ζωή καμιά φορά. Ήταν μεσημέρι Κυριακής του περασμένου Μάη όταν χτύπησε το τηλέφωνο ξαφνικά.
“Κάθεσαι;” ακούστηκε μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Δε θυμάμαι. Αν ήμουν όρθιος κάθισα κι αν καθιστός πετάχτηκα.
Ένας αγαπημένος συνάδερφος, εντελώς ξαφνικά, έφυγε από κοντά μας. Κακά τα ψέμματα. Είχε σηκώσει μεγάλο βάρος στη δουλειά. Πιεζόταν πολύ. Και λες κι είχαμε προφητική συζήτηση καμιά δεκαριά ημέρες πριν μας αφήσει.
Η μέρα της κηδείας έφτασε. Φτάσαμε νωρίς στο νεκροταφείο του Βύρωνα για την εξόδιο ακολουθία. Αρκετός κόσμος. Συνάδερφοι, παλιοί και νέοι, συνεργάτες, όλο το νησί του, είχαν έρθει να τον αποχαιρετίσουν. Όλοι σοκαρισμένοι, όλοι σκυθρωποί και η ίδια κασέττα έπαιζε κάθε λίγο. “Μα ήμασταν όλοι μαζί και κάναμε πλάκα το απόγευμα της Παρασκευής”, “δεν μπορώ να το πιστέψω” κτλ κτλ.
Κουράστηκα. Δεν μπορώ και τα επαναλαμβανόμενα. Θεωρώ ότι από ένα σημείο και μετά λέγονται για να ειπωθούν. Προκαλούν μια περιττή φθορά. Λες και πρόκειται να αλλάξει κάτι.
Παραμέρισα κι όπως κάνω συνήθως, περιπλανήθηκα λίγο μέσα στο νεκροταφείο. Άλλωστε χρόνος υπήρχε πολύς.
Αν δεν είστε βιαστικοί επισκέπτες των κοιμητηρίων, τότε θα γνωρίσετε πολλούς ανθρώπους, θα πονέσετε μαζί τους και θα πονέσετε για αυτούς.
Ανθρώπους που κάνουν το δικό σου πόνο να φαντάζει ελάχιστος…
Έχοντας λοιπόν το νου μου στον καλό φίλο και το πόσο άδικα έφυγε, είδα ξαφνικά ...
μπροστά μου ένα γελαστό παιδάκι. Κρατούσε τα παιχνίδια του. Γελούσε ολόκληρο. Όχι απλά τα μάτια του και το πρόσωπό του.
Το λένε Νικόλα και είναι τεσσάρων ετών. Γελούσε και με κοιτούσε στα μάτια. Γελούσε και με κοιτούσε μέσα από τη φωτογραφία του.
Τα πόδια μου καρφώθηκαν στο έδαφος. Ούτε μπρος ούτε πίσω μπορούσα να πάω. Πώς να φύγεις όταν ένα παιδί σε κοιτάει έτσι;
Όλα ήταν φροντισμένα και περιποιημένα. Κάποιοι προφανώς τον επισκέπτονται καθημερινά για να μην αισθάνεται μοναξιά αλλά και για να έχει κάτι να περιμένει τις μακρινές νύχτες. Στο μαρμάρινο πλαίσιο με το τζαμάκι βρίσκονται μέσα μερικά αγαπημένα παιχνιδάκια του μαζί με άλλες φωτογραφίες της σύντομης ζωούλας του. Σύντομη αλλά για όσους έχουμε μικρά παιδιά όλος ο κόσμος.
Πώς χάθηκε ο Νικόλας; Γιατί χάθηκε ο Νικόλας; Πώς να αισθάνονται οι γονείς του; Λίγο να κλείσεις τα μάτια σου και αμέσως βιώνεις τρομακτικά αυτό που μπορεί να νιώθουν.
Την ώρα που κάποιοι χάνουν μισθούς, έξτρα, πριμ και παροχές, κάποιοι χάνουν το παιδί τους. Τη μια και αληθινά μοναδική περιουσία που απέκτησαν. Είναι τιμή για τον πατέρα να τον θάψει το παιδί του αλλά αβάστακτος πόνος όταν συμβαίνει το αντίστροφο λέει ένα παλιό γνωμικό.
Εσύ να είσαι φυλακισμένος στο σπίτι και να ξέρεις πως το αγγελούδι σου βρίσκεται μέσα σε ένα ξύλινο κουτί στο χώμα. Ακόμη κι αν η ψυχούλα του έχει φτερουγίσει αναπαυόμενη κοντά στο Δημιουργό της, εντούτοις ένας κόμπος εγκαθίσταται στο λαιμό σου.
Το μόνο που θες είναι να γυρίσεις κοντά στα παιδιά σου και να τα αγκαλιάσεις τόσο σφικτά ώστε να μην μπορεί να στα πάρει κανείς.
Και εκεί λίγο παραδίπλα ο Δημήτρης. Πιο μεγάλος. Πρόλαβε να ζήσει λίγο παραπάνω αλλά κι αυτός ένα παιδί 16 ετών. Οι φίλοι του δεν τον έχουν ξεχάσει. Τον επισκέπτονται τακτικά και αυτό το προδίδουν τα σημάδια της παρουσίας τους. Τον κρατούν όπως του έγραφαν ζωντανό με τις αναμνήσεις και την αναφορά σε αυτόν. Σε όσα πρόλαβαν μαζί να ζήσουν.
Κι αν αυτά φαντάζουν τραγικά, τότε δεν είχα τι πω όταν το καλοκαίρι σε ένα χωριό της Μακεδονίας βρήκα δύο αδερφάκια να κοιμούνται μαζί. Το ένα πλάι στο άλλο. Να χάνεις ότι ένα παιδί λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε και λίγο παρακάτω και το άλλο, το δίδυμο αδερφάκι του.
Τότε θυμήθηκα και τον Κωνσταντίνο-Λουκά. Πάει κανένας χρόνος τώρα. Ίσως θα θυμάστε κάποιοι το αίτημα για αίμα που είχε κυκλοφορήσει στο ίντερνετ και τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Θυμάμαι το θείο του να μου μιλάει για το παιδί και για το αν μπορούμε να βοηθήσουμε παραμονή μιας μεγάλης επέμβασης που έκανε λέγοντας σε κάποιον ιερέα να το μνημονεύσει. Κάναμε ότι κάναμε και το είπαμε όπου μπορούσαμε. Αρκετός κόσμος κινητοποιήθηκε νοερά. Μήπως πολλές φωνές μαζί καταφέρουμε κάτι. Η επέμβαση έγινε. Ο μόλις 2 ετών Κωνσταντίνος-Λουκάς έβγαινε ζωντανός από το χειρουργείο. Ρωτούσα το θείο του συχνά. Τι κάνει ο μικρός; Σταθερά, ήταν η απάντηση. Όμως η αδύναμη υγεία του και η ακόμη πιο αδύναμη καρδούλα του τον πρόδωσαν. Ήταν άνιση η μάχη σχεδόν με το που είδε το φως του ήλιου. Ένα μικρόβιο, μια λοίμωξη και το ένα έφερε το άλλο και όλα μαζί το μικρό παιδάκι στην αγκαλιά του Θεού. Οι γονείς του είχαν δημοσιεύσει στο επόμενο διάστημα ένα βίντεο με φωτογραφίες από τη ζωή του. Ένα γλυκύτατο παιδάκι.
Δυστυχώς έτσι είναι. Από την ημέρα που μαθαίνεις τον ερχομό τους, αρχίζεις να αγωνιάς. Μια αγωνία που θα σε συνοδεύσει μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου. Κι αυτή είναι η καλύτερη δυνατή εκδοχή. Περνάς τις ταλαιπωρίες, τα βάσανα, τα βλέπεις να μεγαλώνουν και ξαφνικά σου φεύγουν μέσα από τα χέρια. Και δεν μπορείς να τα ξαναφέρεις πίσω.
Πριν κάποιους μήνες με αφορμή το τραγικό γεγονός του γιου ενός εργάτη μετανάστη στην Εύβοια που τον βρήκε νεκρό το πρωί γράφαμε για τον αποχωρισμό με το γονιό.
Όμως το να χάνει ο γονιός το παιδί. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απώλεια στον κόσμο από αυτό. Ο χειρότερος δυνατός εφιάλτης. Εκεί νομίζω ότι σταματούν πια όλα για ένα γονιό. Εκεί νομίζω ότι ξεκινά πια η αναμονή για το πότε θα ξαναδείς το παιδί σου υπό καλύτερες συνθήκες. Ο πραγματικός ορισμός του ζωντανού νεκρού. Τρόμος και μόνο στην ιδέα. Μια φορά είχα την ατυχία να το δω στον ύπνο μου και την τύχη να πεταχτώ αμέσως.
Οπότε πέρα από όσα χάνουμε καθημερινά, πέρα από την γκρίνια μας για την ανατροπή μιας κατάστασης που πρέπει να αγωνιστούμε, ας μην ξεχνάμε αυτά κι αυτούς που έχουμε μαζί μας στο πλάι μας κάθε στιγμή.
Τίποτε και κανείς δεν είναι δεδομένο…
—
τα παραπάνω γεγονότα είναι αληθινά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.