Τον τελευταίο καιρό, στη γειτονιά μου συναντώ μια γυναίκα. Τη μια τη βρίσκω έξω από το σπίτι μου, την άλλη στον πίσω δρόμο, την άλλη στην πλατεία.
Είναι κανονική σε ύψος, κανονική σε βάρος, μελαχρινή με λίγες άσπρες ρίζες και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Την πρώτη φορά ήταν ακριβώς στην πόρτα μου.
Την προσπέρασα με ένα «καλημέρα». Πριν στρίψω στην γωνία γύρισα και την κοίταξα. Σκούπιζε αργά και προσεκτικά. Λες και ήταν σπίτι της. Κάθε δυο τρία μέτρα δημιουργούσε ένα μικρό λόφο από σκουπίδια τον οποίο στην συνέχεια άδειαζε σε ένα καρότσι.
Το φωσφοριζέ γιλέκο του Δήμου τής έπεφτε μεγάλο αλλά δεν του έδινε και πολύ σημασία. Στην απέναντι μεριά του δρόμου ένας άντρας φαινόταν να παρακολουθεί τα βήματά της. Προχωρούσε αυτή, προχωρούσε και αυτός.
Σκούπιζε αυτή, σταμάταγε αυτός. Την επόμενη φορά που την συνάντησα ο άντρας ήταν ξανά κοντά της. Μάζευε κάτι σακούλες που εξείχαν κάτω από ένα παρκαρισμένο αμάξι. Ποιος είναι;
Δεν τόλμησα να ρωτήσω αλλά άλλαξα τον χαιρετισμό και από το «καλημέρα» πέρασα στο «γεια σας». Το σκηνικό επαναλήφθηκε δυο τρεις φορές, μέχρι που χθες η συνομιλία μας προχώρησε. Οι γιορτές - έστω και αυτές οι κουτσουρεμένες από ανεμελιά - προσφέρονται για μερικές κουβέντες παραπάνω.
Η Μαρία είναι διμηνίτισσα. Προσλήφθηκε την 1η Μαρτίου και θα απολυθεί στις 30 Απριλίου. «600 ευρώ τον μήνα. Αλλά για το καλοκαίρι δεν προβλέπονται οδοκαθαριστές. Ίσως πάλι τον Σεπτέμβρη». «Και ο κύριος;»,
«Φίλος μου» μου λέει, κοιτώντας τον ζεστά. «Απολυμένος». Δώδεκα χρόνια εργαζόταν σε μια μεγάλη φίρμα σούπερ μάρκετ. Πριν δυο χρόνια τον έκαναν προϊστάμενο και πριν έξι μήνες τον απέλυσαν ως υψηλόμισθο. «1200ε έπαιρνα». «Τέσσερις μήνες ήμουν καθημερινά στο ψάξιμο. Απογοητεύθηκα και είπα να 'ρχομαι να την βοηθάω να 'χει και παρέα».
«Όταν δεν μας κοιτάνε της σπρώχνω και το καρότσι». Τα τελευταία λόγια καλύφθηκαν από γέλια. «Σιγά μην μου ζητήσεις και μεροκάματο». «Πώς τα κάνανε έτσι οι μεγάλοι;», σοβαρεύει απότομα η συζήτηση.
Ποιοι μεγάλοι;
Οι ξένοι;
Οι δικοί μας;
Δεν κατάλαβα αλλά δεν ζήτησα και διευκρινίσεις. «Την Κυριακή θα έχει ΚΤΕΛ;» με ρωτάει με αγωνία η Μαρία. «Μέχρι το Σάββατο δουλεύω.
Αλλά Κυριακή, Δευτέρα κάθομαι και λέμε να πάμε στο χωριό μου». Ο δρόμος γέμισε με τα χαμόγελα τους. «Ε και βέβαια θα έχει ΚΤΕΛ» βιάστηκα να απαντήσω χωρίς να έχω ρωτήσει τους απεργούς. «Άσε, φίλε, γιατί μας έχουν κόψει τα χαμόγελα». «Ποια χαμόγελα;».
Η συζήτηση εξελίσσεται χωρίς εμένα. Επαναλαμβάνουν προφανώς κουβέντες που έχουν πει ξανά και ξανά, σκουπίζοντας τους δρόμους. «Μα δεν τους αρέσει να χαμογελάμε, δεν το έχεις καταλάβει; Αυτοί θέλουνε να ζούμε με 600 ευρώ και οι άλλοι απεργούν όταν ο κόσμος θέλει να πάει στα χωριά του. Είσαι χάλια;
Πάρε μια και από μένα να πάς πιο κάτω». Τα λόγια της η Μαρία τα συνοδεύει με χειρονομίες. «Θέλεις να διαμαρτυρηθείς κύριε;
Πήγαινε και απόκλεισε τους πολιτικούς στα γραφεία τους. Τι κλείνεις το λιμάνι; Νομίζεις ότι οι πολιτικοί θα μείνουν με τις βαλίτσες στην προβλήτα;».
Στην τελευταία φράση της Μαρίας γέλασα. Όλοι γελάσαμε. Ένα μικρό αεράκι φούσκωσε το γιλέκο της, φάνηκε τεράστια αλλά γέμισε και τον δρόμο με χαρτιά και φύλλα. «Άντε, βιάσου γιατί δε θα προλάβουμε». «Πρέπει να καθαρίσουμε τους δρόμους που θα περάσει ο Επιτάφιος» απολογήθηκε κοιτώντας προς το μέρος μου. Χαμογέλασα, υποκλίθηκα και έφυγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.