Με την επιστροφή Παπανδρέου από τις Κάννες, οπότε άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα κινείται σε μια «σωτήρια» για το ίδιο και τους δανειστές λύση, αυτή της σύμπραξης σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» ή όπως αλλιώς ονομάστηκε, και χωρίς εκλογές, αναδύθηκε αυτόματα από την πλευρά της κοινωνίας ένα ερώτημα:
Αν το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας συνασπίζεται ώστε ενωμένο να επιβάλει την καταστροφική πολιτική της νέας δανειακής, η Αριστερά τι κάνει;
Τι θα κάνει για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη που δεσμεύει τη χώρα για δεκαετίες, οδηγεί την κοινωνία στην καταστροφή και όλα αυτά φυσικά χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, αντιθέτως στη βάση της καταπάτησης οποιασδήποτε συντεταγμένης διαδικασίας έννομου κράτους;
Με άλλα λόγια, ...
το ζήτημα της συνεργασίας των δυνάμεων της Αριστεράς - επί της ουσίας, των δύο βασικών πόλων της - σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο έχει τεθεί «από τα κάτω», ανεξάρτητα από το αν έχει διαμορφωθεί ή όχι ένα καθαρό πρόταγμα επί του οποίου «ζητείται» η συνεργασία.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι ως βάση υπάρχει το αίτημα για απαλλαγή από την πολιτική που υλοποιείται, από το πολιτικό προσωπικό που τη διεκπεραιώνει και τη στηρίζει (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑΟΣ, ΔΗΣΥ κ.λπ.), καθώς και από τις δυνάμεις που την επιβάλλουν (Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ, Γερμανία κ.λπ.).
Είναι φανερό ότι ιδεολογικές συγκλίσεις ή πολιτική ενότητα δεν μπορούν να υπάρξουν. Από την άλλη, είναι αβίαστη και εύλογη η απορία πώς θα προχωρήσει η κατάσταση για την κοινωνία με τις μνημονιακές δυνάμεις ενωμένες σε «μαύρο μέτωπο», όπως τις χαρακτήρισε το ΚΚΕ, και στον αντίποδα τις δυνάμεις της Αριστεράς εγκλωβισμένες στην προ μνημονίου αντιπολιτευτική λογική.
Προ ημερών, ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος ανεξάρτητα από την πολιτική του δραστηριοποίηση εντός του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κι ένα σύμβολο που υπερβαίνει τα όρια αυτού του σχήματος, σημείωνε σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Αυγή»:
«Ενώνονται οι πολιτικές δυνάμεις των μονοπωλίων, του κεφαλαίου και της τρόικας και δεν θα συνεργαστούν οι δυνάμεις της Αριστεράς; Πρωτόφαντο, όταν μάλιστα ο στόχος δεν είναι η ενότητα, αλλά η συνεργασία». Συνεργασία σε συνθήκες οι οποίες χαρακτηρίζονται από «κοσμογονικές αλλαγές» κατά τη δική του υπογράμμιση.
Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν έχουν να κάνουν με το αν υπάρχει αυτή τη στιγμή περιθώριο πολιτικής σύμπραξης της Αριστεράς ή, εν πάση περιπτώσει, μιας κοινής μετωπικής δράσης απέναντι στο μέτωπο συγκυβέρνησης - τρόικας, καθώς και με ποιο πλαίσιο θα είχε αξία να γίνει αυτό, αν Ι εισακούγονταν οι επιθυμίες χιλιάδων ψηφοφόρων της Αριστεράς (κομμουνιστικής, αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής, ανανεωτικής) και όσων την παρακολουθούν. Γιατί πλέον τείνουν τα ώτα τους προς την Αριστερά εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που εγκαταλείπουν απογοητευμένοι τον δικομματισμό και απελπισμένοι από τις συνέπειες της πολιτικής του.
Από την άλλη, βέβαια, το θέμα είναι πώς η ίδια η ηγεσία της Αριστεράς αντιλαμβάνεται σήμερα το ζήτημα της συνεργασίας και με ποια λογική το επιδιώκει ή το απορρίπτει. Επ’ αυτού υπάρχει μια διαμορφωμένη θέση και από την πλευρά του ΚΚΕ και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ (αν κι εδώ αναπτύσσονται και απόψεις πέραν της επίσημης).
Επίσης, ανεξάρτητα από τα όρια των κομματικών σχηματισμών, έχει αναπτυχθεί η δυναμική δύο τάσεων: Η μία εννοεί τη συνεργασία στη βάση της αντιμνημονιακής ρητορικής προσπερνώντας ή χαμηλώνοντας το ζήτημα του ευρώ και συνακόλουθα της Ε.Ε., το οποίο πάντως εκ των πραγμάτων έχει τεθεί και φαίνεται να απασχολεί σεβαστό κομμάτι της κοινωνίας.
◆ Η άλλη αντιλαμβάνεται τη συνεργασία ακριβώς στη βάση της άμεσης απάντησης στο χρέος διά της στάσης πληρωμών σε συνδυασμό με την άμεση έξοδο από την ευρωζώνη ως ένα βασικό βήμα διεξόδου, με άλλους να βάζουν επιτακτικά το ζήτημα της ρήξης και με την Ε.Ε. και με άλλους να το αφήνουν ανοιχτό.
Παράλληλα έχουμε δει όλο το προηγούμενο διάστημα οι παραπάνω τάσεις να τίθενται υπό τη σκέπη καλεσμάτων για μέτωπα «εθνικά», «πατριωτικά», «λαϊκά» κ.λπ. (από τον ΣΥΡΙΖΑ ώς τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Αλέκο Αλαβάνο κ.ά.), ενώ τον τελευταίο χρόνο έχουν ενισχυθεί οι φωνές για ένα «νέο ΕΑΜ» με μοναδική εξαίρεση τον χώρο που στην κατοχή πρωτοστάτησε για τη δημιουργία του, το ΚΚΕ, το οποίο σήμερα θέτει πάνω από τον «εθνικοαπελευθερωτικό» αγώνα (αν κι εφόσον σήμερα μιλάμε για μια ιδιότυπη οικονομική και πολιτική κατοχή) το ζήτημα της ταξικής πάλης.
Όχι, δεν θα πάρουμε
Το ΚΚΕ έχει με σαφήνεια αποκλείσει κάθε προοπτική συνεργασίας εδώ και χρόνια και συνεχίζει επίμονα να διαχωρίζει τη θέση του από τη συγκεκριμένη συζήτηση, περιγράφοντας κάθε φορά – άλλοτε πειστικά, άλλοτε λιγότερο – τους ιδεολογικοπολιτικους λόγους της άρνησής του.
Επανειλημμένα έχει τοποθετηθεί για το πλαίσιο των συμμαχιών που διεκδικεί και αυτές βρίσκονται στο κοινωνικό πεδίο και όχι στο πολιτικό σύστημα και τις πολιτικές του δυνάμεις.
Είναι χαρακτηριστική η απεύθυνση της ηγεσίας του κόμματος σε τακτικά διαστήματα στα τμήματα που αποκολλώνται από τον δικομματισμό με τη φράση «απευθυνόμαστε ακόμα και σε εκείνους που δεν συμφωνούν σε όλα μαζί μας».
Η στρατηγική στόχευση του Περισσού για την «ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων» και την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης με στόχο τη «λαϊκή εξουσία και οικονομία» παραμένει – χωρίς ταλαντεύσεις τα δύο τελευταία χρόνια που η χώρα μπήκε σε περίοδο ριζικών ανατροπών – η βασική επιδίωξη του κόμματος και τίθεται ως διαχωριστική γραμμή από το υπόλοιπο κομματικό σύστημα.
Τα παραπάνω συμπυκνώνουν οι εκκλήσεις για «συμπόρευση με ισχυρό ΚΚΕ» για ένα «λαϊκό μέτωπο για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων».
Σε μια πρόσφατη αναφορά του, στη Διακήρυξη της Κ.Ε. του κόμματος για τη νέα κυβέρνηση, το ΚΚΕ σημειώνει: «Αν θέλει ένα μεγάλο μέρος του λαού να πάψει να αισθάνεται ταπεινωμένο από τοποθετήσεις της Ε.Ε. και ηγετών της, πρέπει να παλέψει να απαλλαγεί η χώρα μας από την εξουσία των μονοπωλίων, να αποδεσμευτεί από την Ε.Ε. αλλά και από κάθε είδους ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις, διαφορετικά δεν θα αλλάξει η κατάσταση προς όφελός του».
Σε αυτό το πλαίσιο το ΚΚΕ χαρακτηρίζει «αποπροσανατολισμό», «παγίδα» και «αυταπάτη» το αντιμνημονιακό, το πατριωτικό μέτωπο και τις συμμαχίες, τις αντιμνημονιακές κυβερνήσεις που προτείνει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ορισμένες άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Αντιθέτως τις χαρακτηρίζει «αφερέγγυες» γιατί «αυτές οι συμμαχίες και κυβερνήσεις δεν συγκρούονται με τα μονοπώλια, την ιδιοκτησία και την εξουσία τους».
Πάντως αξίζει να παρατηρηθεί ότι στο κοινωνικό πεδίο, όπου είναι ασφυκτικές οι πιέσεις στα εργατικά, λαϊκά και μεσαία στρώματα από την ασκούμενη πολιτική της συγκυβέρνησης, πλέον, υπό τη σκέπη της τρόικας, οι τόνοι χαμηλώνουν, ειδικά μπροστά σε αγώνες όπως είναι π.χ. το χαράτσι της ΔΕΗ, πιο πριν τα διόδια ή οι συγχωνεύσεις των σχολείων.
«Ναι μεν, αλλά...»
Ο έτερος βασικός πυλώνας της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, έχει ως πάγιο συστατικό της ρητορικής του το ζήτημα της «ενότητας» της Αριστεράς, το οποίο σε συνθήκες μνημονίου έχει, θα λέγαμε, «αναβαθμιστεί» και έχει αποκρυσταλλωθεί στην εκφώνηση για την ανάγκη της διαμόρφωσης ενός «νέου συνασπισμού εξουσίας με πυρήνα την Αριστερά» και… εμβέλεια από τα αριστερά της Αριστεράς ώς τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει κατονομάσει τους χώρους στους οποίους απευθύνεται και συγκεκριμένα το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη Δημοκρατική Αριστερά, τους Οικολόγους Πράσινους, το Άρμα Πολιτών, τις δυνάμεις που έχουν αποδεσμευτεί από το ΠΑΣΟΚ διαφοροποιούμενες από την πολιτική του.
Σε κοινωνικό επίπεδο ο Τσίπρας απευθύνεται πλέον στο σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων καλώντας σε «αντιμνημονιακό» «αντινεοφιλελεύθερο» μέτωπο μέσα από το οποίο θα προκύψει ο νέος συνασπισμός εξουσίας.
Αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος, πάντως, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως και πλειοψηφικά καλεί σε συνεργασία (όχι μόνο δράσης αλλά κι εκλογική) προτάσσοντας, όπως είπαμε, το αντιμνημονιακό - αντινεοφιλελεύθερο στοιχείο, χαμηλώνοντας το ζήτημα του ευρώ και της Ε.Ε., το οποίο θέτουν τόσο δυνάμεις στο εσωτερικό του (Λαφαζάνης, ΚΟΕ κ.ά.) όσο και δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που το θέτουν βέβαια με διαφορετικό τρόπο).
Κι αυτό επειδή θεωρεί ότι η συζήτηση αυτή πολώνει τον χώρο του, σφυρηλατημένο σε μεγάλο βαθμό με την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης, ιδέα που κατά την αντίληψή του βάζει σε αμφισβήτηση η ρητορική περί εξόδου από το ευρώ, αλλά και γιατί μπορεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα συνεργασιών και απεύθυνσης στα «δεξιά» του (ΔΗΜΑΡ, πασοκογενείς κ.λπ.), όπου εκ των πραγμάτων κινείται το πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας.
Αυτό φαίνεται να αποτυπώνεται και στο «μίνιμουμ» προγραμματικό πλαίσιο το οποίο διατυπώνει ο ΣΥΡΙΖΑ ως πρόταση διακυβέρνησης, εφόσον έχει γίνει πράξη ο προαναφερθείς συνασπισμός εξουσίας: εξοικονόμηση πόρων για την ανάπτυξη με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες, ριζική αναδιανομή πλούτου, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, χωρίς μνημόνια, μεσοπρόθεσμα και αντικοινωνικούς όρους, αξιοποιώντας όλα τα όπλα αποφασιστικής και σκληρής διαπραγμάτευσης (λογιστικό έλεγχο, αμφισβήτηση, αθέτηση πληρωμών κ.ά.), αναζήτηση εναλλακτικών πηγών δανεισμού, εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση του τραπεζικού τομέα προς όφελος της κοινωνίας, και άμεση επαναφορά στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, των δημόσιων επιχειρήσεων.
Από την άλλη η απεύθυνση στο ΚΚΕ μοιάζει να γίνεται συνήθως με όρους αμυντικοεπιθετικούς και ενδεχομένως με μια αγωνία ανάδειξης των διαφορών των δύο χώρων που συνοπτικά αποτυπώνονται στο δίπολο «δογματισμός» - «προοδευτισμός».
Πόσο ακόμα χώρια...
Την ίδια ώρα κάποιες εκ των διαφιλονικούμενων συμμαχιών στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να «ναυαγούν», καθώς από τη μία οι Οικολόγοι Πράσινοι χαιρέτισαν τη συγκυβέρνηση υπό τον Παπαδήμο, η δε Δημοκρατική Αριστερά κλυδωνίστηκε σοβαρά, και ως χώρος «έπαιξε» στα σενάρια συγκυβέρνησης.
Επί της ουσίας δε η τελευταία, και παρά τις εκκλήσεις του Τσίπρα να αποφασίσει με ποιους θα πάει, δεν τοποθετεί τον εαυτό της στον αντιμνημονιακό άξονα, παρόλο που ενδεχομένως στο ακροατήριό της να υπάρχει και τέτοιο κοινό. Αντιθέτως έχει προτάξει τη στόχευση της ανασυγκρότησης του σοσιαλιστικού - δημοκρατικού χώρου.
Πιθανότατα, οι βασικοί πολιτικοί χώροι της Αριστεράς – οι οποίοι σε τελική ανάλυση θέτουν το πρόγραμμά τους υπό την κρίση των πολιτών και γι’ αυτό ζητούν τη διενέργεια εκλογών – αφήνουν κενά τα οποία τον τελευταίο χρόνο καλύπτουν κινήσεις όπως ο Μίκης Θεοδωράκης με τη «Σπίθα» (και πλέον ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α.), το ΕΠΑΜ και άλλες πρωτοβουλίες, παραπέμποντας σε διεργασίες που προδίδουν μια αναδιάταξη των υπαρκτών δυνάμεων εντός της Αριστεράς με διαχωριστική γραμμή τον άξονα του χρέους και της ευρωζώνης καθώς και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Πάντως η κοινωνική πίεση αυξάνεται κατακόρυφα και πιθανότατα οι διαχωριστικές γραμμές θα ξεθωριάζουν όσο η τρέχουσα πολιτική θα σαρώνει ανθρώπους και δημόσια περιουσία…
Ποντικι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.