Η συνωμοσία της αποταμίευσης.......
Την κρίση στο χρηματιστήριο της πιάτσας την καταλαβαίνεις από δυο πράματα.
Από την ταρίφα στις πουτάνες κι από το ότι ολοένα και περισσότεροι κυριλέδες ανακαλύπτουν την αξία της περιπτερόμπυρας.
Τα πράματα είχαν ζορίσει κι η κωλοτρυπίδα του κόσμου δεν μπορούσε να ανασάνει. Ο λαός το είχε ρίξει στα πάθη του. Έβλεπες στο δρόμο κουστουμάτους με μπουκάλια αλκοόλ, φτωχομπινέδες να συνωστίζονται στα πρακτορεία Προπό, νταλαβέρια ακόμα και στο παρκάκι του ταπεινού μου προαστίου, αυτό που παίζουν τα παιδιά και χέζουν οι σκύλοι.
Δούλευα αφισοκολλητής. Καλή δουλειά. Τις καλές δουλειές δεν τις κρίνεις από τα λεφτά που παίρνεις, αλλά από το αν μπορείς να καπνίσεις ...
στον χώρο εργασίας. Έτσι λοιπόν ήμουν πουλί ελεύθερο, στο δρόμο και στη γύρα, ώστε να μπορώ δουλεύοντας να παρατηρώ τους ανθρώπους. Ήξερα τα κόλπα της δουλειάς από τότε που ήμουν φοιτητής και με είχαν στριμώξει με τα συνδικαλιστικά.
Κατέβαινα κάθε πρωί στο λιμάνι, σε ένα γραφείο πίσω από τον Ηλεκτρικό. Το είχε ο εργολάβος που έκλεινε τις δουλειές για τις αφίσες. Κάθε βαρεμένος ανέθετε σε μας την διαφήμιση της δουλειάς του. Συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις ήταν τα συνηθισμένα. Είχαμε και πελάτες τις τοπικές οργανώσεις των δύο μεγάλων κομμάτων.
Τα κόμματα ήταν καλοπληρωτές, αλλά είχα ξεκαθαρίσει από την αρχή στο αφεντικό πως δεν ήμουν διατεθειμένος να δουλεύω για αυτούς τους μπάσταρδους. Θα μπορούσε να με διώξει. Δεν το έκανε και έδινε αυτές τις δουλειές στους Πακιστανούς, τους πέταγε κι ένα ξεροκόμματο και κράταγε για πάρτη του τα πολλά.
Σχολούσα κι έπαιρνα κάποιο λεωφορείο για το σπίτι. Από το λιμάνι είχα πολλές επιλογές για να πάω σπίτι αλλά το αγαπημένο μου λεωφορείο ήταν το 824 γιατί δίπλα ακριβώς στη στάση που κατέβαινα είχε μια κάβα σκέτο διαμάντι. Την είχε ένας αλλήθωρος παππούς ο οποίος έφερνε από το χωριό εξαιρετικό τσίπουρο, τρία ευρώ το λίτρο. Πάντα το μισό, ζεστό μεροκάματο έκανε φτερά μέσα σε εκείνη την γέρικη τρύπα που μύριζε μούστο και μούχλα. Είμαι από τους ανθρώπους που δουλεύουν οχτώ ώρες για να ξεσπάσουν τις υπόλοιπες. Για αυτό θα έπρεπε να δουλεύουν όλοι. Για να σκορπάμε τα χρήματα μας σε πράγματα που μας αρέσουν.
Η αποταμίευση είναι μια συνωμοσία για να καλοπερνάνε οι τραπεζίτες. Ενώ κάτω από το στρώμα μου τα λεφτά περίμεναν το πολύ μια-δυο μέρες για να αξιοποιηθούν. Να γίνουν μπύρα, φαγητό, λεφτά για ταξί … πραγματική οικονομία!
Είχα ξεμείνει εντελώς από ιδέες και τα ενδιαφέροντά μου τα είχα τερματίσει. Εντάξει δεν λέω, περνούσα κάμποση ώρα γρατζουνώντας τοίχους και κοιτώντας το ταβάνι, συντηρούσα τις αντίκες που είχα στο σπίτι, πήγαινα στου Γρηγόρη για μια κόντρα στο πινγκ-πονγκ. Τον χρόνο μου γέμιζαν οι καθημερινές δουλειές, πότισμα φυτών και τάισμα γατιών. Ευτυχισμένος αυτός που διαθέτει πίσω αυλή στο καμίνι που έχει για δήμαρχο κάποιον Καμίνη.
Αλλά έμενε ένα κενό ρε γαμώτο. Βαριόμουν. Όλοι βαριόντουσαν. Η κρίση μας είχε τσακίσει, μας είχε καθηλώσει σαν τα κοτόπουλα. Για αυτό μου άρεσε η δουλειά με τις αφίσες. Ήταν δουλειά στο δρόμο. Είχα πάρει την απόφαση, μιας κι είχα ξεμείνει από ιδέες, να παρατηρώ τον κόσμο. Αντιδράσεις, συμπεριφορές, τάσεις και μόδες που ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί εξαιτίας της κρίσης. Αγόρασα ένα δημοσιογραφικό κασσετοφωνάκι για να καταγράφω οτιδήποτε έβλεπα και μου έκανε εντύπωση. Ωραίο μηχάνημα. Οι σχέσεις με τα μηχανήματα είναι πάντα ειλικρινείς. Με τους ανθρώπους είναι διαφορετικά. Το μηχάνημα στο ξεκαθαρίζει από την αρχή : «Μην περιμένεις απάντηση σε αυτά που μου λες!» … με τους ανθρώπους έχεις απαιτήσεις.
Χρησιμοποιούσα τα ΜΜΜ, την έπεφτα στις πλατείες, χαζολογούσα στις βιτρίνες. Μια μέρα μέσα στο λεωφορείο μια αφράτη ξανθιά μιλούσε με τον δικό της κι όλοι στο λεωφορείο ήταν αναγκασμένοι να ακούν το διάλογο. Το κινητό είναι ένα όπλο παραβίασης της ιδιωτική ζωής. Δίπλα στην αφρατούλα καθόταν ένας παπάς που την κοιτούσε δήθεν διακριτικά αλλά του έτρεχαν τα σάλια. Το μαύρο ράσο του ήταν κάτασπρο στο ύψος του καβάλου. Φαίνεται πως ο δούλος του θεού και σίγουρα δούλος του μουνιού της αφρατούλας, είχε ακουμπήσει τα χέρια του σε κάνα τοίχο που πέφτανε οι σοβάδες και κάθε τόσο έπιανε με αυτά τα ιερά παπάρια του και τα έξυνε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο αφράτο τέκνο του ή μάλλον τεκνό. Η αφρατούλα σηκώθηκε κι ήρθε να κάτσει δίπλα μου. Σκέφτηκα … «αν στην πέφτει αυτός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό τι περιμένεις από μένα που έχω πουλήσει την ψυχή μου στο διάολο;».
Αναστάτωση. Ο οδηγός του λεωφορείου άρχισε να ουρλιάζει και να πλακώνεται με έναν άλλο οδηγό. Στην διαμάχη μπήκαν κι οι αργόσχολοι συνεπιβάτες μου. Ο κόσμος έβγαζε τα προβλήματά του με την επιθετικότητα. Άλλοι σαν εμένα με την απάθεια. Μου άρεσε αυτός ο κόσμος. Ήταν πιο αληθινός. Ζωώδης. Τα ένστικτα βγαίνανε στην επιφάνεια κι απλώς περίμενες τον επόμενο σκατοκαριόλη περαστικό που θα σου έδινε μπουνιά στο δρόμο ή κανένα κλεφτρόνι να σου χύσει τα μυαλά στο πεζοδρόμιο για πενήντα ευρώ. Περίμενες. Απλά. Και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για αυτό.
Η ειλικρίνεια στη συμπεριφορά του κόσμου βέβαια δεν σταμάταγε εκεί. Οι σχέσεις μας είχαν γίνει πιο παραδοσιακές. Η οικονομική στενότητα, η ακρίβεια, η μοναξιά ακόμα, είχαν κάνει τον κόσμο να ανακαλύπτει ξανά τους τρόπους που συνέρχονταν, συζητούσαν και διασκεδάζανε οι παππούδες μας. Παντού έβλεπες ζευγάρια, παρέες κι οικογένειες, με μια μπύρα, με ηλιόσπορο ή και φαγητό ακόμα, να κάθονται σε παγκάκια με τις ώρες. Πάνω στα πεζούλια λάπτοπ και i-phone. Έξυπνα τηλέφωνα για χαζούς ανθρώπους. Η εποχή του λάιφ-στάιλ, το πρώτο τραπέζι πίστα και ο Αλβανός μπογιατζής μας, είχε περάσει ανεπιστρεπτί, κι αυτό ήταν το μόνο θαυματουργό αποτέλεσμα της κρίσης.
Ολόγυρα αγάμητοι νέοι. Κι εγώ μόνος τούτη την εποχή. Αγόρια και κορίτσια να βράζουν. Να διαβάζεις στα μάτια και στις κινήσεις τους το πόσο θέλουν να πηδηχτούν! Ότι δεν είχαν καταφέρει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα είχε καταφέρει το ίντερνετ. Μας είχαν μαντρώσει στα σπίτια μας. Χιλιάδες νέοι μπροστά σε μια οθόνη να κάθονται βουβοί. Μαντρωμένοι. Για να μην κάνουν έρωτα. Για να μην μιλήσουν. Κυρίως για να μην εξεγερθούν.
Σπίτι τα ίδια. Άνοιξα την τηλεόραση περισσότερο για να χω φως. Έτσι για συντροφιά. Ξάφνου κατάλαβα πως επιτέλους λέει κάτι σημαντικό. Δυνάμωσα την ένταση του ήχου. Η κυβέρνηση αδυνατούσε να μοιράσει βιβλία στα παιδιά αλλά ταυτόχρονα σχεδίαζε το νομοσχέδιο που νομιμοποιούσε τη φούντα. Όσοι νέοι σώθηκαν από την αμορφωσιά δεν θα γλίτωναν από τη μαστούρα. Σε ένα κόσμο που δεν υπάρχουν σχολικά βιβλία εγώ έγραφα και φιλοδοξούσα να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο. Ας είναι. Συγγραφέας δεν γίνεσαι για να δεις το όνομα σου τυπωμένο. Γίνεσαι για να γράψεις για την εποχή σου, να την ακουμπήσεις, κι όταν η εποχή αυτή περάσει εύχεσαι να μην ξεπεράσει κι εσένα.
Ο κόσμος γυρνούσε δω κι εκεί σαν μαστουρωμένος, προσμένοντας κάποιο θαύμα. Οι μισοί φώναζαν κι οι άλλοι μισοί το είχαν ράψει. Κι εγώ με κανένα στρατόπεδο από τα δύο. Φώναζα μόνο στο μικρό κασσετοφωνάκι μου. Ήταν κι αυτό μια μικρή πράξη αντίστασης.
* Στίχος από τραγούδι του Γιώργου Μπάτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.