Από μικρό παιδί μου άρεσε να ταξιδεύω. Πολύ πριν ταξιδέψω πραγματικά. Ήταν τότε, που βούταγα μέσα στα βιβλία, τη μουσική, τις ταινίες για να μεταφερθώ σε μέρη μακρινά, ονειρεμένα.
Ίσως γιατί ανέκαθεν με γοήτευε η έννοια της ξαφνικής μετάβασης σε τόπους απροσδιόριστους, πλάι σε αντικείμενα που σ’ έκαναν να αναρωτιέσαι γιατί βρέθηκαν εκεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Θυμάμαι, πιτσιρίκια ήμασταν, όταν φεύγαμε κρυφά, την ώρα που οι γονείς είχαν αποκοιμηθεί, με σκοπό να περπατήσουμε μερικά χιλιόμετρα, υπερηφανευόμενοι ότι αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής μας. Το ίδιο έκανα και όταν τέλειωνα το σχολείο, καβαλώντας το ποδήλατο με την πρώτη ευκαιρία κι άφηνα το χωριό μου για ώρες, καταλήγοντας μέσα από δάση και βουνά σε άλλα, άγνωστα χωριά, με τη μάνα μου να με ψάχνει ως αργά το βράδυ. Και εκείνες τις σχέσεις εξ αποστάσεως γι’ αυτό τις προτιμούσα. Επειδή ακριβώς είχα την ευκαιρία να εναλλάσσω τη διαμονή μου και να αλλάζω παραστάσεις και να βρίσκομαι σε ανύποπτο χρόνο να πίνω καφέ με γέροντες που δεν ήξερα και να κλοτσάω την μπάλα με παιδάκια τυχαίων πατεράδων και να ανακαλύπτω καινούργιες γειτονιές και κρυψώνες και να κάνω ότι πάω να κρυφτώ κι εγώ εκεί μέσα.
είχα εγκαταλείψει τη φωλιά μου. Ότι το σωστό ήταν να μένω σταθερός γύρω από πρόσωπα και πράγματα και ότι αυτές οι τάσεις της φυγής έδειχναν πως, κατά βάθος, δεν είχα συγκεκριμένο προορισμό. Ότι βρισκόμουν μονίμως αλλού κατά λάθος.
Αυτή η έννοια του λάθους και του ορθού πολύ με απασχόλησε και στα επόμενα μου τα ταξίδια, όταν τουρίστας πια, βρέθηκα να επεξεργάζομαι μαζί με τουρίστες άλλους τις διάφορες γωνιές του κόσμου. Τότε ήταν που οι έννοιες, οι τόποι, τα σχήματα απέκτησαν περισσότερες διαστάσεις, νοήματα νέα, διαφορετικά, που φιλτράριζαν αλλιώς την περιορισμένη έως τότε ματιά μου. Τότε ήταν που κοντοστάθηκα δίπλα σ’ έναν πύργο επιβλητικό, τον οποίο επισκέπτονται χιλιάδες πολίτες από όλη τη γη όλες τις εποχές του χρόνου.
Το περίεργο με τούτο το μνημείο είναι ότι η επιτυχία του χτίστηκε πάνω σ’ ένα λάθος τρομερό, αφού από ανθρώπινη αβλεψία στήθηκε στραβό από την αρχή του. Κι έτσι στέκεται ακόμα και τώρα, καθώς γέρνει προς τη μια πλευρά και θαρρείς ότι από ώρα σε ώρα πρόκειται να πέσει. Και αναρωτιέσαι και λες ότι για φαντάσου τούτο το λάθος να μην είχε γίνει και να ήταν όλα τέλεια κι ευθυγραμμισμένα κατά τους κανόνες της επιστήμης, αν θα είχε την ίδια πέραση τούτο το δημιούργημα, που σαν το κοιτάς νομίζεις τελικά ότι ο κόσμος μας παραείναι ίσιος.
Την ίδια στιγμή, πιο πέρα, σε μιαν άλλη χώρα τεράστια, την πιο τεράστια του κόσμου, αντικρίζεις ένα κομψοτέχνημα εκπληκτικής τελειότητας και αψεγάδιαστου σχεδιασμού, έναν ναό για τον οποίο ο θρύλος λέει ότι ο αρχιτέκτονας που τον σχεδίασε τυφλώθηκε από τον μεγάλο αυτοκράτορά του για να μην μπορέσει να σχεδιάσει ποτέ ξανά ένα τόσο τέλειο έργο. Του έβγαλε τα μάτια για να μην ξαναδεί ούτε ο ίδιος τι έφτιαξε. Και απορείς πάλι για το πώς είναι δυνατόν να αποθεώνεται το απολύτως λάθος και να τιμωρείται το απόλυτα σωστό.
Αργότερα, τα παραδείγματα πολλαπλασιάστηκαν. Έπιασα κουβέντα με έναν τύπο λιγάκι αμελή, με φαρδιά παντελόνια κι ένα καπέλο φορεμένο ανάποδα, ο οποίος ζει στη μοναδική υπερδύναμη που απέμεινε σε τούτο τον πλανήτη και δεν περνάει ούτε δευτερόλεπτο που να μην ευγνωμονεί την αμέλειά του.
Ήταν, λέει, το ξημέρωμα μιας Τρίτης, πριν δέκα και βάλε χρόνια, όταν είχε προηγηθεί ένα ατέλειωτο ξενύχτι με ποτά και φίλους και αστειάκια με την όμορφη κοπέλα μέσα από την μπάρα, κι επέστρεψε στο σπίτι λιώμα και σωριάστηκε στο κρεβάτι χωρίς καν να βγάλει τα ρούχα του. Ήξερε ότι έπρεπε να μην παρασυρθεί και ότι σε λίγες ώρες έπρεπε να πάει στη δουλειά του και ότι χρειαζόταν πολύ περισσότερος ύπνος για να είναι ακμαίος και συνεπής και αποδοτικός στην εργασία του.
Ότι οι σωστοί εργαζόμενοι δεν ξενυχτάνε ούτε πάνε άυπνοι για δουλειά και ότι όλη αυτή η συμπεριφορά του ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος. Τι κι αν έβαλε τρία ξυπνητήρια να χτυπήσουν ταυτόχρονα, κανένα δεν τον ταρακούνησε και δεν κατάφερε να του διακόψει τον βαθύ τον ύπνο. Και η ώρα πέρασε. Και τον βρήκε το μεσημέρι, με πρησμένο πρόσωπο και εγκέφαλο από το λήθαργό του. Και ένιωσε απαίσια, κοιτώντας το ρολόι, συνειδητοποιώντας ότι απουσίασε αδικαιολόγητα. Και άνοιξε την τηλεόραση. Και είχε τόσες ενοχές που νόμιζε ότι στο πλάνο έδειχνε το κτίριο που στεγαζόταν η επιχείρηση που δούλευε. Και είδε ανθρώπους να πηδάνε από τα παράθυρα. Αεροπλάνα να στουκάρουν πάνω στους τοίχους, που λίγο μετά πέφταν σαν χάρτινοι πύργοι στο έδαφος. Ότι όσοι πήγαν εγκαίρως στη δουλειά τους εκείνη την ημέρα ήταν συνεπείς στο ραντεβού τους με το θάνατο. Και ότι εκείνος, σήμερα, ζει από λάθος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βαδίζουμε πάνω στις ορθές τις κατευθύνσεις, μου τονίζει ένας πατέρας με σχιστά μάτια, που δείχνουν κάπως σκεπτικά και ταλαιπωρημένα. Μου εξηγεί ότι μια ζωή έκανε τις επιλογές εκείνες που θεωρούσε ως τις πιο ενδεδειγμένες για τον ίδιο και την οικογένειά του. Ότι προτίμησε να ζει σε μεγάλες, αστικές μεγαλουπόλεις, για να βρίσκονται τα παιδιά του ανά πάσα στιγμή κοντά στις προηγμένες υποδομές. Ότι αγόρασε το καλύτερο διαμέρισμα. Με τα μεγαλύτερα μπαλκόνια. Πλάι στα πιο φωταγωγημένα εμπορικά κέντρα, για να μη στερηθούν οι γιοι του τίποτα. Και δεν πειράζει που, όταν μεγαλώσαν, άντρες πια, του κάνανε περίεργες ερωτήσεις, όπως “μπαμπά τι είναι το χώμα;”. Δεν ήταν δα και τόσο σπουδαίο να μη γνωρίζουν τι είναι το χώμα, οι εποχές αλλάξανε, έχει διαφορετικές ανάγκες πια ο άνθρωπος. Ότι αυτή η αγάπη για τη μεγάλη πόλη δεν έσβησε ακόμα κι όταν ένα ολόκληρο πυρηνικό εργοστάσιο ανατινάχτηκε λίγα χιλιόμετρα παρακάτω και η οικογένεια αντάλλασσε φιλιά φορώντας μάσκες, τις οποίες μάλιστα έπρεπε να ανανεώνουν ανά μία ώρα μήπως και προκληθούν μικρόβια μέσα στα φιλιά. Ότι αυτή η κοσμοθεωρία δεν άλλαξε ακόμα κι όταν ο ένας του ο γιος παρουσίασε συμπτώματα μιας ασθένειας σπάνιας, με επιπλοκές απρόβλεπτες, αιφνιδιαστικές. Τόσο που μια μέρα κατέληξε στα χέρια του κι αφότου περίμενε στις ατέλειωτες ουρές του υπερσύγχρονου νοσοκομείου που βρισκόταν σχεδόν δίπλα από το σπίτι. Σαν τραγική ειρωνεία, μου λέει. Να κάνεις διαρκώς τα σωστά κι όλα να σου πάνε λάθος.
Ακολουθώντας εκείνο το παιδικό συνήθειο, χάθηκα σε όλα αυτά τα μακρινά μέρη για χρόνια. Προσπάθησα να χωρέσω στις βαλίτσες μου όσες περισσότερες παραστάσεις και ανθρώπινες ιστορίες μπορούσα, προτού επιστρέψω μια και καλή πίσω. Για να μπορώ να κάνω συγκρίσεις και διακρίσεις, να σχετικοποιώ τα απόλυτα, να βλέπω για λίγο τα στραβά ως ίσια και ως ίσια τα στραβά. Ανέβηκα πάλι στο ξεχασμένο μου ποδήλατο και κατέβηκα με φόρα τις πρώτες κατηφοριές που συνάντησα, αφήνοντας τον άνεμο να μου δροσίσει τα μάγουλα. Πέρασα από την παλιά τη γειτονιά μου. Προσπέρασα παλιούς γνώριμους που τώρα πια κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια. Μπήκα μέσα στα καφενεία και είδα τους απόμαχους μιας ζωής να αρπάζονται από τους γιακάδες και να φτύνουν ο ένας τον άλλο διαφωνώντας για τη σημασία του λάθους και του σωστού.
Ότι η χώρα καταβάλλει αξιέπαινες προσπάθειες και ότι η παραμονή σε ένα ενιαίο νόμισμα είναι μονόδρομος.
Ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε ακόμα και αν οι υπόλοιποι δρόμοι γεμίζουν κάθε μέρα με άστεγους και πεινασμένους.
Ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν επιστρέφαμε σε καταστάσεις ξεχασμένες.
Ότι θα ήταν λάθος τεράστιο, μια σκέτη καταστροφή το γύρισμα στο χθες.
Ότι το σωστό περνάει μέσα από την ανάπτυξη.
Ότι το σωστό βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά της ενωμένης Ευρώπης.
Ότι πρέπει να αποφεύγουμε τα λανθασμένα ΟΧΙ και να προτιμάμε τα ορθά ΝΑΙ. Και κάπως έτσι άφησα τη φαντασία μου πάλι να με ταξιδέψει. Και ξανασκέφτηκα τον κόσμο ανάποδα. Και διάβασα την Ιστορία ξανά από την αρχή.
Κι ήταν λάθος τα σωστά κι ολόσωστα τα λάθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.