Έξυπνοι είναι οι άνθρωποι που μαθαίνουν από τα λάθη τους. Σοφοί είναι όσοι μαθαίνουν από τα λάθη των άλλων.
Ο Αδάμ δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος και διαρκώς έκανε τα ίδια και τα ίδια λάθη. Όμως ένα μικρό κομμάτι σοφίας που επέπλεε στη θάλασσα των λαθών του, το οφείλει στο λάθος ενός φίλου του (ας τον λέμε Γιώργο).
Ο Γιώργος ήταν ένας κατσαρομάλλης Τοξότης, με ίσια δόντια και ψηλά ζυγωματικά. Πάντα χαρούμενος και γενναιόδωρος, ίσως και λίγο επιπόλαιος, «έκλεβε» όλες τις γκόμενες από τους καταχθόνιους Σκορπιούς, σαν τον Αδάμ, που πίστευαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να ρίξεις ένα κορίτσι είναι να του μιλάς με τις ώρες για την Ασκητική του Καζαντζάκη.
Ο Γιώργος τα είχε όλα. Πέρα από την ομορφιά οδηγούσε και το αυτοκίνητο του πατέρα του, έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα σαν τονRandy Rhoads και ποτέ δεν του έλειπε το χρήμα.
Είχε μείνει ένα χρόνο στην Αυστραλία, σε κάποιους συγγενείς, και είχε γυρίσει φορτωμένος με δώρα και εμπειρίες που ζήλευαν όλοι οι επαρχιώτες φίλοι του.
Ώσπου ήρθε η ώρα του να πάει στο στρατό –για να γίνει άντρας.
Ο στρατός είναι μια παράλογη και αλλοπρόσαλλη ποντικοπαγίδα. Βλέπεις να πηγαίνουν κάποια αγόρια που νομίζεις ότι δε θα αντέξουν ούτε ένα μήνα και είτε θα πάρουν απαλλαγή είτε θα βάλουν το όπλο στο στόμα σε κάποια σκοπιά, για να ξεφύγουν.
Αλλά τυχαίνει πολλές φορές αυτά τα αγόρια να κάνουν τη στρατιωτική θητεία χωρίς καμία απώλεια, συνήθως εφαρμόζοντας την πρακτική του «στ’ αρχίδια μου όλα», πρακτική που συνεχίζουν να εφαρμόζουν και στην υπόλοιπη ζωή τους. Ο στρατός είναι ο προμαχώνας της σταρχιδιστικής κοινωνίας.
Και άλλοι, που φαίνονται δυνατοί και «άνετοι», πέφτουν με τα μούτρα στην παγίδα. Έτσι έπεσε και ο Γιώργος.
Στην πρώτη άδεια είχε χάσει την αισιοδοξία του. Υπηρετούσε σε ένα ακριτικό νησί και ο λοχίας του ήταν «ένας μουστακαλής χωρίς λαιμό, που στρίβει σαν το λύκο, ολόκληρος». Έτσι τον είχε περιγράψει ο Γιώργος, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Όπως φαίνεται αυτός ο γομαροειδής λοχίας είχε βάλει σκοπό της ζωής του να καταστρέφει τους φαντάρους –και τα κατάφερνε μια χαρά.
Στη δεύτερη άδεια ο Γιώργος χαμογελούσε περίεργα. Είχε ανακαλύψει την Τζίνα. Μαζί με κάποιους άλλους της σειράς του γέμιζαν σακούλες με καθαρή βενζίνη (βενζίνα > τζίνα) και τις κρεμούσαν κάτω από τη μύτη τους.
Ρουφούσαν τις αναθυμιάσεις και έκαιγαν εγκεφαλικά κύτταρα για να ξεχνάνε το λοχία που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την επόμενη μέρα.
Στην τρίτη άδεια ο Γιώργος δεν πήγε να βρει τους παλιούς του φίλους στο στέκι. Το στέκι ήταν ένα μικρό σαντουιτσάδικο με φτηνή μπύρα, όπου πήγαιναν ακριβώς επειδή είχε φτηνή μπύρα.
Ο Γιώργος περνούσε απ’ έξω, καβάλα στο μηχανάκι κάποιου ύποπτου τύπου, και ούτε γυρνούσε να κοιτάξει.
Κάποια μέρα τον πέτυχε ο Αδάμ στο δρόμο. Στις ερωτήσεις του ο Γιώργος απάντησε βιαστικά και συγκαταβατικά: «Μπύρες και κουτόχορτο, εγώ έχω βρει τον παράδεισο τώρα.»
Ο «παράδεισος», όπως έμαθε ο Αδάμ αργότερα, ήταν η πρέζα.
Ο Γιώργος είχε ξεκινήσει με μυτιές, μετά την κάπνιζε μέσα σε αλουμινόχαρτο, αλλά γρήγορα τα λεφτά δεν του έφταναν για να φτιάχνεται αρκετά, έτσι ξεκίνησε να τη σουτάρει.
Μέχρι να τελειώσει τη θητεία του είχε γίνει κανονικό τζάνκι –εκείνον ο στρατός δεν τον έκανε άντρα.
Κατάφερε να επιβιώσει (από τη θητεία και την ηρωίνη) και γύρισε στο σπίτι του. Αλλά ποτέ δεν επέστρεψε στην παλιά παρέα. Ήταν κοινό μυστικό ότι ο Γιώργος ήταν «αλλού». Και, όπως συνηθίζεται, αυτό το ήξεραν όλοι εκτός από τους γονείς του.
Μέρα με τη μέρα έλιωνε μέσα στην «παραμύθα», ώσπου κάτι έγινε στον εγκέφαλο του και κατάλαβε ότι ο παράδεισος του ήταν κενός.
Η επιφοίτηση του ήρθε ένα πρωινό που ξύπνησε κάπου στην Ομόνοια, μισοπεθαμένος στο πεζοδρόμιο. Κοίταξε τον εαυτό του και σκέφτηκε: «Τι κάνω; Πως κατάντησα έτσι; Εγώ δεν είμαι πρεζόνι.»
Γύρισε στο σπίτι του και είπε τα πάντα στους γονείς του, μαζί με την απόφαση ότι ήθελε να αποτοξινωθεί. Αλλά δεν ήθελε να πάει σε κέντρο, ήθελε να το κάνει στο σπίτι, πίστευε ότι θα μπορούσε «with a little help from his friends».
Αυτοί οι φίλοι ήταν οι παλιοί του φίλοι, εκείνοι που είχε σταματήσει να βλέπει όταν ανακάλυψε τον «παράδεισο».
Μία ή δύο μέρες μετά την επιφοίτηση του τζάνκι, ο Αδάμ ήταν στο δωμάτιο του και διάβαζε. Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει και τον πατέρα του να απαντάει. Από τη μισή συζήτηση που άκουγε κατάλαβε τι γινόταν.
Ο πατέρας του Αδάμ ήταν οικογενειακός φίλος με τον πατέρα του Γιώργου. Η μητέρα του, επιδεικνύοντας πρωτοφανή για την επαρχιώτικη πόλη προοδευτικότητα, πήρε τηλέφωνο όλους τους γονείς των παλιών φίλων, τους είπε τι είχε συμβεί και ζήτησε τη βοήθεια τους.
Ίσως αυτό να είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στις μικρές κοινότητες, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν αποξενωθεί πλήρως.
Συντετριμμένος ο πατέρας του Αδάμ του ανακοίνωσε τα νέα: «Ο Γιώργος, ο γιος του τάδε, έμπλεξε με ηρωίνη. Θέλει να την κόψει και χρειάζεται τη βοήθεια σας.»
Ο Αδάμ έδειξε την απαιτούμενη έκπληξη, φόρεσε τα παπούτσια του και ξεκίνησε για το σπίτι του Γιώργου.
Ο Γιώργος ήταν ο πιο πλούσιος από την παρέα και είχε την πιο «φυσιολογική» οικογένεια. Όταν όμως ο Αδάμ είδε τη μητέρα του τρόμαξε να την αναγνωρίσει. Αντί για τη γελαστή και θαλερή σαραντάρα που ήξερε, είδε μια γριά με μαύρους κύκλους να φτάνουν ως το στόμα.
Εκείνη του έδωσε μια πρώτη εικόνα: Ο Γιώργος δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί και το βράδυ του βαρούσε το κεφάλι του στον τοίχο –καθόλου μεταφορικά.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο βρήκε άλλους τρεις-τέσσερις από την παρέα. Κάποιοι φίλοι φοβήθηκαν να πάνε για να μη σταμπαριστούν ή μπορεί να μην τους άφησαν οι γονείς τους –για να μην κολλήσουν.
Αν ήξεραν, οι γονείς, τι καταλαβαίνει ένας νεαρός που συναναστρέφεται ένα τζάνκι στη φάση της αποτοξίνωσης, θα τους είχαν στείλει δια της βίας.
Το δωμάτιο βρομοκοπούσε φούντα. Ο Γιώργος κάπνιζε το ένα τσιγαριλίκι μετά το άλλο, σαν να ήταν γυναικεία τσιγάρα με 0,001 νικοτίνη, και ενδιάμεσα κατέβαζε τα υπνοστεντόν σαν καραμέλες, για να χαλαρώσει.
Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να αναπληρώσει το «χαμένο παράδεισο».
Ανάμεσα στους παλιούς φίλους ο Αδάμ είδε και ένα καινούριο πρόσωπο: Ήταν μια Αγγλιδούλα φοιτήτρια που έκανε το εράσμους της στην Αθήνα, είχε γνωρίσει το Γιώργο, τον είχε ερωτευτεί και τον είχε ακολουθήσει μέχρι και στο οικογενειακό κέντρο αποτοξίνωσης.
«Ακόμα και ως πρεζόνι έχει τον τρόπο του να τραβάει τις γυναίκες», είχε σκεφτεί ο Αδάμ, ζηλεύοντας.
Ο Γιώργος τον ευχαρίστησε χαμογελαστός όπως παλιά –αν και φαινόταν σαν να πονάει όταν μιλούσε- και τον ευχαρίστησε που πήγε.
«Θα την κόψω», του είπε, «αλλά σας θέλω εδώ, να έχω παρέα. Αν μείνω μόνο με τη μάνα μου θα πηδήξω από το μπαλκόνι, δεν υπάρχει περίπτωση. Όλη την ώρα προσπαθεί να με ταΐσει σούπες, λες και είμαι μωρό. Τη βλαστημάω, αλλά δεν φεύγει... Εσάς θέλω, να έρχεστε όσες ώρες μπορείτε, να παίζουμε καμιά κιθάρα, να μιλάμε, να πίνουμε... Θα την κόψω.»
Έτσι ξεκίνησε εκείνος ο σκληρός Απρίλης (“april is the cruelestmonth, breeding lilacs out of the dead land”) με οκτάωρες –τουλάχιστον- βάρδιες από τους παλιούς φίλους.
Στο τέλος εκείνου του μήνα κάποιος έφυγε για πάντα, αλλά αυτός ο «κάποιος» δεν ήταν ο Γιώργος, δυστυχώς.
Αλλά τη συνέχεια θα τη μάθετε στο επόμενο κείμενο –την ίδια ώρα, στο ίδιο κανάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.