Για να μη βασανίζετε το μυαλό σας με άγονες εικασίες, ξεκαθαρίζω από την αρχή πως ο τίτλος δεν αναφέρεται σε κάποιο γεγονός της επικαιρότητας· εξάλλου στον σχολιασμό της επικαιρότητας ήταν αφιερωμένα καναδυό από τα τελευταία άρθρα μας, ενώ το μείζον θέμα των ημερών, την επικείμενη επίθεση των προθύμων στη Συρία, δεν θέλω να το σχολιάσω ελπίζοντας ότι θα αποτραπεί.
Μπορεί αρκετοί να έχουμε επιστρέψει στο μαγκανοπήγαδο, όχι όμως όλοι, και το...
ιστολόγιο θα έχει καλοκαιρινό πρόγραμμα ώσπου να ανοίξουν τα σχολεία, πράγμα που σημαίνει ότι περίπου μία φορά την εβδομάδα βάζουμε επαναλήψεις από παλιότερα άρθρα, κι ένα από αυτά είναι και το σημερινό. Τα προς αναδημοσίευση άρθρα τα διαλέγω με κριτήριο να έχουν περάσει τουλάχιστον δυο-τρία χρόνια από την αρχική τους δημοσίευση (κι έτσι ίσως κάποιοι να μην τα έχουν δει ή να μην τα θυμούνται) και να μην είχαν πάρα πολλά σχόλια την πρώτη φορά που δημοσιεύτηκαν. Το σημερινό άρθρο είχε δημοσιευτεί τον Γενάρη του 2010, και παίρνει αφορμή από ένα γεγονός της τότε επικαιρότητας, όταν ο (τότε) υπουργός Εργασίας κ. Ανδρ, Λοβέρδος είχε πει τη φράση “δεν υπάρχει σάλιο στα ταμεία”.
Ο τότε υπουργός κ. Λοβέρδος, διεκτραγωδώντας τον Γενάρη του 2010 τα μεγάλα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων είπε: «Τα ταμεία είναι άδεια. Όταν λέμε άδεια, είναι άδεια. Δεν υπάρχει σάλιο, πώς να σας το πω αλλιώς».
Για να φρεσκάρω τη μνήμη σας, ακούστε το σχετικό στιγμιότυπο (συγνώμη για τις αρβύλες πριν και μετά, αλλά έτσι το βρήκα). Η έκφραση “δεν υπάρχει σάλιο” δηλώνει πραγματικά την απόλυτη φτώχεια, την πλήρη έλλειψη πόρων, όταν δεν έχεις όχι απλώς δεκάρα στις τσέπες σου, αλλά ούτε καν σάλιο στο στόμα σου.
Βέβαια, κάποιος κακεντρεχής θα έλεγε ότι το ίδιο το κράτος που δεν έχει σάλιο στα ταμεία του για τους ανέργους, βρήκε δεκάδες δισεκατομμύρια να δώσει στις τράπεζες, στους χρυσοκάνθαρους και στους μιζαδόρους.
Αλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε κυρίως, δεν πολιτικολογούμε, οπότε επικεντρώνουμε στην έκφραση ‘δεν υπάρχει σάλιο’ ή ‘δεν έχουμε σάλιο’ ή ‘ούτε σάλιο’, αν και από σεμνοτυφία θα προσπεράσουμε την έκφραση ‘χωρίς σάλιο’.
Είναι λοιπόν έκφραση απόλυτης ένδειας και όχι μόνο χρηματικής. Έτσι, είναι πιο έντονη από το “δεν υπάρχει φράγκο” ή “δεν έχω δεκάρα”, ακόμα και “δεν έχω δεκάρα τσακιστή” (οι τσακισμένες δεκάρες ήταν παρακατιανές γιατί μπορεί να μην περνούσαν). Την έκφραση την έχουν τα λεξικά, ενώ τη βρίσκουμε και σε λογοτεχνικά κείμενα, όσο κι αν θεωρείται μάλλον αργκοτική κι έτσι θα τη βρούμε στον Χρόνη Μίσσιο ή στον Τσιφόρο, απ΄όπου και το εξής απόσπασμα:
Βγαίνει μια φημερίδα και λέει.. “Οι είκοσι βαρύτερον φορολογούμενοι Έλληνες”.
Βλέπεις το λοιπόν κάτι κονόμια, πέντε κατομμύρια, έξη κατομμύρια, σου φεύγει ο φιόγκος. ‘Ομως καμιά δε βγήκε να πει.. “οι είκοσι Έλληνες που δεν έχουν μήτε σάλιο για γραμματόσημο” και να ρωτήξει να πούμε “τι τρώνε” έτσι και πέσουνε οι λιγούρες νούμερο δώδεκα… (Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα).
Όπως είπαμε, η ένδεια μπορεί να μην αφορά χρήματα, όπως στο απόσπασμα του Χρόνη Μίσσιου:
Με κοιτάει και μου λέει, από φούμες πώς πάτε; Του λέω, δεν υπάρχει σάλιο. Θέλετε μια κούτα; Του λέω, εντάξει. (Από το “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…)
Πόσο παλιά είναι η έκφραση;
Τη βρίσκω στον Βασιλικό του Αντ. Μάτεση, θεατρικό έργο γραμμένο περί το 1830, όπου σε ένα σημείο κάποιος ζακυθινός εβραίος μιλάει για ένα πογκρομάκι (από εκείνα που δεν έγιναν, ως γνωστόν, για μερικούς): Θυμάσαι εδώ κ’ έξι μήνες, κυρά μου, που μας αδικόβαλαν πως εσκοτώσαμε το παιδί, που ευρέθηκε πνιμένο εις το περιγιάλι, εις του Νταβία, και μας εγδύσανε, που δεν μας αφήσανε σάλιο;
Ο Βασιλικός εκδόθηκε το 1830 πρώτη φορά και το 1859 δεύτερη, αλλά δεν είναι αυτή η παλιότερη μαρτυρία για την ύπαρξη της έκφρασης. Για την παλιότερη, θα πάμε πολλούς αιώνες πιο πίσω, στον Ευστάθιο της Θεσσαλονίκης και το βιβλίο του για την Άλωση της Θεσσαλονίκης (ή μήπως να πούμε το κούρσος;) από τους Νορμανδούς το 1185. Διεκτραγωδώντας τα δεινά που έπαθαν, ο Ευστάθιος, που ήταν και αυτόπτης, λέει (και συγνώμη για τα περίεργα σημαδάκια):
Ταῦτα καὶ μόνον κεφαλαιώσομαι, ὅτι τέσσαρας χρυσίνων χιλιάδας ἐγκρατῶς
ἐζητήθημεν οἱ μηδὲ ψαμμίων ἢ χοὸς δράκα ἢ τὸ καθωμιλημένον σίελον ἐπὶ στόματος ἔχοντες,
ἀκούσαντες καὶ ὀλίγα ταῦτα εἶναι ἐξ ἀνθρώπου, ὃς ἀρχιεπισκοπὴν περιέπει κεντηνάρια ἐς ἑκατόν…
ἐζητήθημεν οἱ μηδὲ ψαμμίων ἢ χοὸς δράκα ἢ τὸ καθωμιλημένον σίελον ἐπὶ στόματος ἔχοντες,
ἀκούσαντες καὶ ὀλίγα ταῦτα εἶναι ἐξ ἀνθρώπου, ὃς ἀρχιεπισκοπὴν περιέπει κεντηνάρια ἐς ἑκατόν…
Παναπεί, τους ζήτησαν τέσσερις χιλιάδες χρυσά νομίσματα, ενώ εκείνοι δεν είχαν ούτε κόκκο άμμου, ούτε φούχτα χώμα, ούτε σάλιο στο στόμα όπως λέει η λαϊκή έκφραση (το καθωμιλημένον). Παναπεί, από τότε υπήρχε η παροιμιώδης έκφραση. Δηλαδή, οχτακόσια χρόνια τώρα δεν υπάρχει σάλιο!
Λέει και κάτι άλλο ο Ευστάθιος, ότι τα τέσσερα χιλιάρικα του χαρατσιού τα θεώρησε λίγα κάποιος που έβγαζε τον παρά με τη σέσουλα (είναι μακρινάρι και δεν έχω καταλάβει ποιος ακριβώς).
Κατά σύμπτωση, κάτι παρόμοιο παρατηρούμε και σήμερα, όταν κάποιοι που βγάζουν τα πενταδεκαπλάσια αποφασίζουν ότι η σύνταξη των 700 ή ο μισθός των 1200 είναι πλουσιοπάροχος και επομένως μπορεί να περικοπεί. Μήπως μας κοροϊδεύουν, εδώ και οχτακόσια χρόνια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.