Μια μικρή προειδοποίηση για κάθε τυχαίο περαστικό από το συγκεκριμένο μπλοκ:
Αν πιστεύετε ότι η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία ή ότι είναι μια ψυχική ασθένεια, η οποία μπορεί να θεραπευτεί με την κατάλληλη θεραπεία, τότε θα ήταν καλύτερα να μη συνεχίσετε την ανάγνωση αυτού του κειμένου –και για να είμαστε ειλικρινείς, καλύτερα να μη διαβάζετε παρόμοια μπλοκ «υπανθρώπων».
Γιατί να χαλάτε τη διάθεση σας και να χαλάτε και τη δική μας με σχόλια γραμμένα με κεφαλαία ΓΚΡΙΚΛΙΣ;
(Και συνεχίζεται για να τελειώσει το οδοιπορικό στο Άγιο Όρος -χωρίς τεράστια έντομα αυτή τη φορά).
Πέρα από τον σερ Γκίνσμπεργκ, τον καλόγερο που εξαρχής καταλάβαινες ότι ανήκει στο τρίτο φύλο (ας τον ονομάζουμε Γρηγόριο) και τον Παοκτζή (αυτόν θα τον λέμε έτσι), την παρέα συμπλήρωσαν άλλοι δύο καλόγεροι, όχι τόσο εντυπωσιακοί όσο οι δύο πρώτοι, και ένας ακόμα πολίτης, ο οποίος όταν είδε τον Αδάμ είπε χαμογελώντας ερωτικά: «Α, πάτερ, δε μας είπατε ότι θα είχαμε παρέα.»
Βολευτήκανε όλοι στην τραπεζαρία και ο Γρηγόριος ξεκίνησε να σερβίρει. Η κουβέντα δεν είχε να κάνει με θεολογικά ζητήματα ούτε με κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Αφορούσε κυρίως στις δουλειές τους (κάθε καλόγερος κάνει κάποια εργασία) και κακεντρεχή σχόλια για άλλους μοναχούς (ελληνιστί κουτσομπολιό). Φυσιολογικοί άνθρωποι, με άλλα λόγια.
Κάποια στιγμή ο Αμβρόσιος είπε στον Αδάμ την ιστορία του «σερ». Εκείνος ήταν ψυχολόγος που ζούσε και εργαζόταν στην Αγγλία. Σε μεγάλη ηλικία (σαράντα χρονών ήταν μεγάλη ηλικία για τον εικοσάχρονο Αδάμ) τα παράτησε όλα και μπήκε στο Άγιο Όρος.
Τότε ο Αδάμ, που όπως έχετε καταλάβει έκανε συνέχεια ηλίθιες ερωτήσεις, ρώτησε τον «σερ»: