Τοποθέτηση στην ημερίδα της ΔΟΕ με θέμα: «Αξιολόγηση – χειραγώγηση, η στάση του συνδικαλιστικού κινήματος». Βέροια, 28/1/2014
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι
Δυστυχώς οι πολιτικοί συσχετισμοί, εγχώριοι και διεθνείς, που βοήθησαν στην οικοδόμηση μιας μορφής κοινωνικού κράτους στη χώρα έχουν αλλάξει.
Ως πολιτικός εκπρόσωπος των οικονομικών ελίτ που ηγεμονεύουν παγκόσμια, αλλά και ως μερικά αυτόνομος θεσμός που κυριαρχεί εξαιτίας της αποπολιτικοποίησης και της ελλιπούς αντιπροσώπευσης των μαζών, το σύγχρονο κράτος επιχειρεί τώρα να αναδιαμορφώσει πολίτες και συλλογικότητες, ώστε να συναινούν και να συνάδουν με τις εφαρμογές των νεοφιλελεύθερων πρακτικών.
Το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση – αυτοαξιολόγηση είναι μέρος αυτής της προσπάθειας. Πέρα από τους επιφανειακούς εξωραϊσμούς που ακούμε για τις στοχεύσεις του, είναι φανερό ότι εκκινεί από μία νεοφιλελεύθερης έμπνευσης ανάγνωση και κριτική της εκπαιδευτικής πραγματικότητας και αποσκοπεί τελικά στην επιβολή του μέγιστου δυνατού επιστημονικού και πολιτικού ελέγχου. Συνεπώς, αντιδρώντας στο νομοσχέδιο, αντιδρούμε στους πανοπτικούς στόχους της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Με βάση τα προηγούμενα, θεωρώ την απόλυτη άρνηση του νομοσχεδίου από την Ομοσπονδία ορθή.
Από την πλευρά μου, θα προσπαθήσω να συνεισφέρω στην ανάλυση μιας συγκεκριμένης πτυχής του Π.Δ., ώστε να ισχυροποιηθεί περισσότερο η επιχειρηματολογία της..
άρνησης. Ως εκ τούτου, θα εστιάσω στην κατάργηση της πολιτικής ισότητας των εκπαιδευτικών, η οποία ισχυρίζομαι ότι συντελείται με την καθιέρωση του ρόλου των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων και Σχολικών Συμβούλων ως αξιολογητών. Τέλος, θα αξιοποιήσω αυτούς τους συλλογισμούς για να υποβάλλω στην Ομοσπονδία μια επιπλέον πρόταση για δράση.
Σύμφωνα με την παλαιότερη νομοθεσία, τα στελέχη της εκπαίδευσης είχαν ως αποστολή την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Με το Π.Δ. 152/2013, πλέον, αξιολογούν τους υφισταμένους τους, αλλά αξιολογούνται και οι ίδιοι για το αν οι εκπαιδευτικοί των σχολείων ευθύνης τους πειθαρχούν. Αυτό επιβάλλεται από την εύρυθμη λειτουργία της σχολικής μονάδας σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν και θα επεκταθούν περαιτέρω, αν οι αντιστάσεις υποχωρήσουν. Έτσι κάθε εκπαιδευτικός που διαφωνεί επιστημονικά, επικρίνει πολιτικά και δημιουργεί κλίμα αμφισβήτησης θα αποτελεί πρόβλημα.
Παράλληλα, τα στελέχη έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν όχι μόνο την τυπική επαγγελματική συμπεριφορά αλλά και την πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει την πολιτική και επαγγελματική τους αμεροληψία, ειδικά όταν οι τόνοι των αντιπαραθέσεων ανεβαίνουν. Αντίθετα, στη χώρα μας, υπάρχουν σοβαρότατες ιστορικές και κοινωνικές ενδείξεις που μας πείθουν ότι θα επικρατήσει η αυθαιρεσία. Οι θέσεις ισχύος θα αποτελέσουν εφαλτήρια για την καθυπόταξη όσων έχουν αντιρρήσεις. Η τυφλή εφαρμογή και ιδεολογική αναπαραγωγή των κυβερνητικών θέσεων θα κυριαρχήσει. Επιπλέον, ανεξάρτητα με το αδιάβλητο της διαδικασίας επιλογής στελεχών, είναι βέβαιο ότι σταδιακά όσοι αποδέχονται πλήρως το συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο θα αυξηθούν, γιατί απλά θα είναι εκείνοι που θα αισθάνονται άνετα μέσα σ’ αυτό. Ο αυταρχισμός θα βρει και θα κατασκευάσει τους εκφραστές του.
Από την άλλη πλευρά, αυτή των απλών εκπαιδευτικών, οι αρχικές αντιδράσεις θα δώσουν πιθανότατα τη θέση τους σε μια πιο συναινετική συμπεριφορά. Οι υποτελείς δάσκαλοι θα εθιστούν στον αυτοπεριορισμό όσων πρωτοβουλιών τους στερούν μια καλή βαθμολογία. Η δημιουργική διαφωνία θα τεθεί στο περιθώριο. Όπως συμβαίνει με κάθε βασιλιά, αυλικοί και υπήκοοι θα εμφανιστούν αμέσως δίπλα του, υποσκάπτοντας ο ένας τον άλλο. Οι νέες σχέσεις εξουσίας θα μεταμορφώσουν τον εκπαιδευτικό σε πειθήνιο εκτελεστή εντολών με μια διαδικασία που ο Foucault ονόμαζε υποκειμενοποίηση.
Πώς θα διδάσκει ο υποταγμένος τη δημοκρατία; Πως θα προάγει ο μηχανορράφος αυλικός την ηθική και την αλληλεγγύη; Πώς θα προτρέπει ο ετερόνομος τους μελλοντικούς πολίτες στην κριτική σκέψη, στην αυτονομία, στον ακτιβισμό; Πώς θα προστατεύει ο ατομικιστής το συμφέρον του συνόλου; Όλα αυτά είναι ερωτήματα στα οποία δεν στάθηκε η κυβέρνηση και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν επικύρωσαν αυτό το νομοθέτημα.
Ο πολυβραβευμένος καθηγητής της ιστορίας των πολιτικών ιδεών Quentin Skinner, στοχαζόμενος την ελευθερία, φωτίζει μια πολύ ενδιαφέρουσα και, κατά τη γνώμη μου, πολύ σχετική με το θέμα μας πτυχή της: τονίζει ότι για την κατάργηση της ελευθερίας δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν εξωτερικοί καταναγκασμοί. Αρκεί η απλή εξάρτηση από τη βούληση, την προαίρεση κάποιου ανώτερου για να διστάζει το υποκείμενο να εκφράζει τις επιθυμίες του, για να μετατραπεί κάποιος σε δούλο, σε υπόχρεο, όπως τους αποκαλούσαν στην αρχαία Ρώμη. Νομίζω πως αυτή η περιγραφή του ανελεύθερου ανθρώπου ως υποκειμένου που αυτοπεριορίζεται, καθώς εξαρτάται από την προαίρεση κάποιου ανώτερου ιεραρχικά, περιγράφει πολύ καλά τη μελλοντική κατάσταση των εκπαιδευτικών. Ωστόσο, προσέξτε, όχι μόνο των απλών εκπαιδευτικών, αλλά και των στελεχών. Ο Skinner, αναφερόμενος στις ιεραρχίες, μας θυμίζει τα λόγια του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου: όλες οι προαγωγές στα αξιώματα δίνονταν σε όσους ήταν οι πιο επιρρεπείς στη δουλεία. Δεν είναι τυχαίο αυτό που ήδη παρατηρούμε στους συναδέλφους διευθυντές που τιμούν τα δημοκρατικά ιδεώδη: έχουν χάσει την ψυχική τους ηρεμία με την αξιολόγηση.
Οι κοινωνικές επιστήμες μας διδάσκουν ότι η δημιουργία ιεραρχιών ήταν, είναι και θα είναι για την εξουσία ο καταλληλότερος τρόπος για να διασπάσει και να καθυποτάξει συλλογικά υποκείμενα. Δυστυχώς, αυτό ακριβώς βλέπουμε να επιχειρείται με το Π.Δ. 152 και γι’ αυτό το λόγο θα προτείνω στην Ομοσπονδία μια επιπλέον δράση, συστημική αυτή τη φορά, για την κατάργηση του.
Όπως γνωρίζουμε, το Σύνταγμα, ο θεμελιώδης νόμος του κράτους, προστατεύει τις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες με τα άρθρα 23 και 25. Προσωπικά, ανήκω στην ομάδα των ανθρώπων που εξηγεί το Σύνταγμα ως ιστορική αποτύπωση ενός συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Θεωρώ λοιπόν, ότι έτσι όπως είναι διατυπωμένο αυτή τη στιγμή, μας προσφέρει τη δυνατότητα να προσφύγουμε στα δικαστήρια με σκοπό να κριθεί ως αντισυνταγματικό το Π.Δ. 152, ακριβώς επειδή δεν έχει εναρμονιστεί ακόμη με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές. Ως εκ τούτου, αν και δεν είμαι νομικός, θα επιχειρήσω μια σύντομη αιτιολόγηση στην οποία βασίζω την πρότασή μου.
Όπως το ελληνικό, τα περισσότερα συντάγματα, ακολουθώντας μια βεμπεριανή αντίληψη, προτάσσουν για τους δημοσίους υπαλλήλους και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών την ανάγκη της πολιτικής ουδετερότητας. Αυτό εν συντομία σημαίνει ότι οι υπάλληλοι θα πρέπει να εφαρμόζουν πιστά την πολιτική της κυβέρνησης θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Όπως κι αν κρίνει κανείς τις απόψεις του Max Weber, κατά τη γνώμη μου, στην τρέχουσα συγκυρία μπορούμε να αποκομίσουμε οφέλη από τη συνταγματική του αντίληψη. Το Π.Δ. 152 καταστρατηγεί το κριτήριο της πολιτικής ουδετερότητας. Πώς; Το περιγράψαμε ήδη. Με την εξάρτηση στην οποία οδηγεί τους εκπαιδευτικούς, μεροληπτεί κατάφωρα υπέρ των κυβερνητικών πολιτικών ιδεών. Η κρατική υπηρεσία, θεωρητικά κοινό αγαθό όλων, χρησιμοποιείται ως όχημα που παράγει υποκείμενα, που επιχειρεί με επιτελεστικό τρόπο να αλλοιώσει τις πολιτικές στάσεις και πεποιθήσεις των υπαλλήλων. Η πολιτική ουδετερότητα μετατρέπεται σε ενδοϋπηρεσιακό πολιτικό και επιστημονικό προσηλυτισμό.
Για τους ίδιους λόγους, αν λάβουμε υπόψη την αντίληψη του Skinner, μια σοβαρή νομική αποτίμηση θα επισήμανε αμέσως τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών των εκπαιδευτικών που, αν και δημόσιοι υπάλληλοι, δεν παύουν να είναι πολίτες και να έχουν την προστασία του Συντάγματος για τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Ωστόσο, είναι προφανές ότι, αν θέλουν να εξελιχθούν υπηρεσιακά, θα πρέπει να τα απεμπολήσουν.
Φίλες και φίλοι, εκτιμώ ότι η παραπάνω επιχειρηματολογία μπορεί να δημιουργήσει νομικά ερείσματα για να θεωρηθεί το Π.Δ. αντισυνταγματικό, παρά την πρόσφατη έγκρισή του από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Προτείνω λοιπόν στην Ομοσπονδία, εκτός από τις δράσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί, να διερευνήσει και αυτό το ενδεχόμενο. Να ζητήσει αρχικά τη γνωμοδότηση επιφανών συνταγματολόγων και νομικών (θα υπάρξουν πολλοί πρόθυμοι νομίζω) με σκοπό να προσφύγει τελικά στα δικαστήρια, για να κριθεί εκ νέου η συνταγματικότητα του νομοσχεδίου με βάση τα κριτήρια που αναφέραμε.
Τι θα βγει από αυτό; Ας εξετάσουμε τα δυσάρεστα σενάρια. Εξ’ όσων γνωρίζω, ακόμη και σε θετική για τη ΔΟΕ απόφαση, δίνεται η δυνατότητα στον υπουργό να μην αποσύρει το νομοσχέδιο. Είναι όμως εύλογο ότι στην περίπτωση αυτή, ήδη η πολιτική της αξιολόγησης θα έχει δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα που αν μη τι άλλο, θα της κοστίσει πολιτικά και επικοινωνιακά.
Τέλος, αν η δικαστική απόφαση είναι αρνητική, το αίτημα της συνταγματικής κατοχύρωσης της πολιτικής ελευθερίας παραμένει εκκρεμές, κρίσιμο για τη δημοκρατία και βαθύτατα πολιτικό. Έτσι, αν η Διδασκαλική Ομοσπονδία το αναδείξει σωστά, είμαι βέβαιος ότι η πλειοψηφία των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα δεχτεί να το συζητήσει σοβαρά και θα του δώσει προτεραιότητα και κοινωνική προβολή. Πρέπει, συνεπώς, να το διατηρήσουμε στην κορυφή της πολιτικής μας ατζέντας, ώστε να υλοποιηθεί έστω και μελλοντικά, σε συνθήκες ενδεχομένως καλύτερες για τη δημοκρατία.
Σας ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.