Χωριό 1.
Είμαι τόσο μικρός, κατουρώ πίσω απ’ το σπίτι των παππούδων. Πιτσιλώ το χορτάρι και τα καινούρια μου πέδιλα. Κάποιες φορές είναι καλοκαίρι. Ο πατέρας με βγάζει φωτογραφίες με μια Πολαρόιντ. Η μάνα με μαθαίνει κολύμπι, βγάζοντάς μου τα μπρατσάκια που ‘χω για να επιπλέω. Η μεγαλύτερη διαδρομή του τότε γνωστού μου κόσμου φτάνει ως την πηγή. Γεμίζουμε νερό και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Η βάβω μας ψήνει γαλατόπιτα και ζυμωτό ψωμί στο φούρνο με τα ξύλα. Πίνουμε κατσικίσιο, ζεσταμένο με το μπρίκι στο τζάκι. Κάποιες φορές είναι Πάσχα. Παρακολουθώ τη σφαγή των αμνών. Εξοικειώνομαι με την αγωνία, το φόνο, το κρύο μαχαίρι. Λίγες τελευταίες ανάσες και το αίμα βάφει το χορτάρι καθώς το ζώο σπαρταράει ανήμπορο μπροστά στα παιδικά μου μάτια. Την Κυριακή στο τραπέζι θα φάμε. Το ζώο.
Χωριό 2.
Η εξαδέλφη διαθέτει μεγάλα και σφιχτά βυζιά. Τη βλέπω...
πρώτη φορά στη ζωή μου. Μεγάλο σόι. Οι συγγενείς μας συστήνουν, κανονίζουμε να βγούμε μετά την αλλαγή του χρόνου. Σκέφτομαι να τη μεθύσω και να το γλεντήσουμε. Κάνει headbanging με κλαρίνα και σκυλάδικα της κακιάς ώρας στο κλαμπ της κωμόπολης, μισή ώρα δρόμο από δω. Η εξαδέλφη κουβαλά στην πλάτη της τα 38 της χρόνια. Τρεις αποτυχημένες σχέσεις -η μια που δεν κατέληξε σε γάμο- και δύο μπλε τετράδια γεμάτα ποιήματα. Πρέπει να κάνω κίνηση γρήγορα, σε δυο μέρες φεύγει για την Αθήνα. Στη μεγάλη πόλη θα χάσω τα ίχνη της. Ξέρω μόνο πως ξενυχτά στο MG, κερνά ποτά, πηδιέται με ταξιτζήδες. Μπορεί να βρεθεί αναίσθητη στη μπανιέρα της, μα ποτέ δεν θα το μάθω … οι γονείς μας θα έχουν διακόψει οποιαδήποτε επικοινωνία, τσακωμένοι ίσως για κάποια κληρονομικά.
πρώτη φορά στη ζωή μου. Μεγάλο σόι. Οι συγγενείς μας συστήνουν, κανονίζουμε να βγούμε μετά την αλλαγή του χρόνου. Σκέφτομαι να τη μεθύσω και να το γλεντήσουμε. Κάνει headbanging με κλαρίνα και σκυλάδικα της κακιάς ώρας στο κλαμπ της κωμόπολης, μισή ώρα δρόμο από δω. Η εξαδέλφη κουβαλά στην πλάτη της τα 38 της χρόνια. Τρεις αποτυχημένες σχέσεις -η μια που δεν κατέληξε σε γάμο- και δύο μπλε τετράδια γεμάτα ποιήματα. Πρέπει να κάνω κίνηση γρήγορα, σε δυο μέρες φεύγει για την Αθήνα. Στη μεγάλη πόλη θα χάσω τα ίχνη της. Ξέρω μόνο πως ξενυχτά στο MG, κερνά ποτά, πηδιέται με ταξιτζήδες. Μπορεί να βρεθεί αναίσθητη στη μπανιέρα της, μα ποτέ δεν θα το μάθω … οι γονείς μας θα έχουν διακόψει οποιαδήποτε επικοινωνία, τσακωμένοι ίσως για κάποια κληρονομικά.
Χωριό 3.
Εδώ μένει η πρώτη μου γκόμενα απ’ το Πανεπιστήμιο. Διορισμένη με σύζυγο και δίδυμα. Οδηγεί αμάξι πόλης, έχει δάνειο που τρέχει, τραπεζικό υπόλοιποχίλια διακόσια εξήντα τρία ευρώ. Ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια. Οι μαθητές της φτιάχνουν και της χαρίζουν χειροτεχνίες κι ευχετήριες κάρτες Χριστουγέννων. Αν είχαμε καταλήξει μαζί δεν θα με άντεχε. Δεν θα την άντεχα κι εγώ. Θα τη συναντήσω τυχαία στην πλατεία και θα χαμογελάσω χαϊδεύοντας την κοιλιά και τα αραιά μαλλιά μου. Θα κανονίσουμε από ευγένεια να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε. Σε άλλο μέρος, σ’ άλλη ώρα, αν γίνεται σ’ άλλες ζωές. Σε συνθήκες που να βολεύει. Το ίδιο κιόλας μεσημέρι θα διηγηθεί στον άντρα της, την ιστοριούλα που ‘χε μαζί μου στο Πανεπιστήμιο. Θα γελάσουν. Εκείνος θα της γεμίσει το ποτήρι με κρασί και θα συνεχίσουν τρώγοντας το φαί τους.
Χωριό 4.
Φτάνουμε και ξεφορτώνομαι τις αποσκευές. Ο ξενώνας είναι ζεστός. Εκείνη μπαίνει για μπάνιο. Βγαίνω στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Ο Άραχθος από κάτω ουρλιάζει. Κάθε σταγόνα του που σκάει πάνω στην ποταμίσια πέτρα και μια ιδέα -φερτή ύλη- στο ακατάστατο μυαλό μου. Κρατώ τις σημειώσεις μου πρόχειρα στο μπλοκάκι … Αν με χωρίσει, να ‘ρθω εδώ πάνω μονάχος. Αν βρω το κουράγιο, θα κάτσω δυο χειμώνες. Πολλές ταινίες. Μουσική. Μπορεί να κόβω ξύλα. Ύπνος νωρίς. Νερό κι αέρας. Θα κάνω έρωτα με όλες τις δασκάλες. Αποσπασμένες, αναπληρώτριες, πρωτοδιορισμένες. Τουλάχιστον θα προσπαθήσω, δεν υπάρχει κι άλλος εδώ. Θα σπάσω ίσως έτσι τη μοναξιά τους.
Όλη μου η ζωή χωράει σε μια διαδρομή τετρακοσίων χιλιομέτρων και τριάντα χρόνων. Στάσεις, σταθμοί και πρακτορεία. Γκαζώνω στα διόδια και σπάω τις μπάρες. Οι γέφυρες που θεμελιώθηκαν για να περάσω γκρεμίζονται σε κάθε μου λάθος. Οι τροχιές και οι τροχαίες με κυνηγούν.
Το πρωί όλα είναι αλλιώς. Κοιμάται δίπλα μου γυμνή, μοσχοβολάει ακόμα. Τσιγάρο και σημειώσεις ξανά … Προτιμώ τους ορεσίβιους έρωτες. Ξέρουν να σκαρφαλώνουν σαν τ’ αγριοκάτσικα πάνω στ’ απόκρημνα βράχια της συνήθειας, μαθαίνουν να κοιτούν τον κόσμο από ψηλά, πάνω στις απότομες κορφές της καθημερινότητας. Για όσο αντέξουν οι οπλές τους … μέχρι να γκρεμοτσακιστούν, αξίζει η βόλτα. Μη φοβηθείς, ας βγούμε για βοσκή!
Άκου κι αυτό, νομίζω πως ταιριάζει ...
http://kospanti.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.