"Ο ΣΙΔΕΡΑΣ" (Μία "Χρηματιστηριακή" απάτη στα 1950)
Ανώτατο ον, Εσύ που τρέχεις με τη μορφή του Αόρατοι Γερακιού μέσα στον ασημένιο δρόμο των Ανέμων, Εσύ που χάρισες τον μεγάλο νόμο, τη Γιάσσα, να ρυθμίζεις τις σχέσεις του ευγενικού λαού των Μογγόλων, απ' το Καρακόρουμ μέχρι πέρα στα βουνά του Αλτάι και στην θανατερήν έρημο του Γκόμπι, Ανώτατο Ον, Εσύ που εμένα τον βαφτισμένο από τον πατέρα μου Σιδερά, Τεμουτζίν, μ' αξίωσες ν' αλλάξω τ' όνομα και να γίνω ο Τζενκίς, ο μεγάλος Χάνος της ράτσας μου, άκουσε και κρίνε την αμαρτία ενός άλλου σιδερά, που γελάστηκε και πάτησε τους κανόνες της Γιάσσας Σου».
Και τώρα ο Σιδεράς κάθεται πίσω απ' τα κάγκελα και τα λέει.) Μια μια οι κουβέντες, δύσκολες, σαν χάντρες κομπολογιού, βαρι ούνται, λες να πέσουνε και να δώσουνε τη συνέχεια... Όπερ...
Ανάστασης τ' όνομα, Τασή τον φωνάζανε και βάραγε και του μικρού καρπαζά.
-Μη χαζεύεις, μ... Το φυσερό. Να δυναμώσουμε τη φωτιά.
Τότες, τσουρ, τσουρ, κατούρηγε μια βροχή ασταμάτητη κι ήτουνε ο άλλος ο βοηθός του, ο Μπήκος, με τις μπρατσάρες, παίδαρος καλός, και ήτουνε κι ο μικρός, Κουτσουλιά το παρατσούκλι.
Του Τασή του μπήκε ο Τεμουτζίν μέσα στα μάτια και του τα κοκκίνισε.
-Εσύ φύγε, ρε π...
Κει απάνω, λοιπόν, πλακωθήκανε. Πέσανε όλοι να τον φάνε, αλλά ο σιδεράς ήτανε ψωμωμένος και δε σήκωνε τέτοια. Σήκωσε μια καρέκλα και την κατέβαζε στα κεφάλια, «νά και σένα, νά και τ' αλλουνού», ξάπλωσε κόσμο.
Τώρα σφυρίξανε κάτι σφυρίχτρες, ήρθανε πολισμάνοι και τον τραβήξανε. Κι ένας αξιωματικός με δυο γαλόνια στον ώμο κι άλλοι πολλοί, άντε να βγάλεις άκρη... Είπε ο φουκαράς ο Τασής, είπανε οι άλλοι, μόνο ο πρώτος δεν έλεγε, τον πήγανε στην κλινική να δούνε αν θα τη βγάλει παστρικιά, τηλεγραφήσανε και στο γραμματέα, ήρθε με ναυλωμένο ταξί ο γραμματέας...
-Κατάχρησις χρημάτων της κοινότητος, βιαιοπραγία, τραυματισμοί σοβαροί, επεισόδια, έλεγε ο εισαγγελέας, καθόσο ο εισαγγελέας γι' αυτό πλερώνεται, για να λέει. Κι η Μαρία η Αναστάσαινα έκλαιγε εκεί μπροστά στον κόσμο και τα παιδιά της τα 'χε αφήσει στου αδερφού της τη νύφη.
Τρία χρόνια... Ψηλά στους αέρηδες, το Γεράκι του Τεμουτζίν Τζενκίς κοιτάει ποιος πάτησε το Νόμο της Γιάσσα να τον σπαράξει... Πέρα, στο δίπλα κελί, κάτι μαστούρια τραγουδάνε βραχνά...
Ο ΣΙΔΕΡΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ:
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
Ανώτατο ον, Εσύ που τρέχεις με τη μορφή του Αόρατοι Γερακιού μέσα στον ασημένιο δρόμο των Ανέμων, Εσύ που χάρισες τον μεγάλο νόμο, τη Γιάσσα, να ρυθμίζεις τις σχέσεις του ευγενικού λαού των Μογγόλων, απ' το Καρακόρουμ μέχρι πέρα στα βουνά του Αλτάι και στην θανατερήν έρημο του Γκόμπι, Ανώτατο Ον, Εσύ που εμένα τον βαφτισμένο από τον πατέρα μου Σιδερά, Τεμουτζίν, μ' αξίωσες ν' αλλάξω τ' όνομα και να γίνω ο Τζενκίς, ο μεγάλος Χάνος της ράτσας μου, άκουσε και κρίνε την αμαρτία ενός άλλου σιδερά, που γελάστηκε και πάτησε τους κανόνες της Γιάσσας Σου».
Και τώρα ο Σιδεράς κάθεται πίσω απ' τα κάγκελα και τα λέει.) Μια μια οι κουβέντες, δύσκολες, σαν χάντρες κομπολογιού, βαρι ούνται, λες να πέσουνε και να δώσουνε τη συνέχεια... Όπερ...
Ανάστασης τ' όνομα, Τασή τον φωνάζανε και βάραγε και του μικρού καρπαζά.
-Μη χαζεύεις, μ... Το φυσερό. Να δυναμώσουμε τη φωτιά.
Τότες, τσουρ, τσουρ, κατούρηγε μια βροχή ασταμάτητη κι ήτουνε ο άλλος ο βοηθός του, ο Μπήκος, με τις μπρατσάρες, παίδαρος καλός, και ήτουνε κι ο μικρός, Κουτσουλιά το παρατσούκλι.
Απ' όξω ένας τσίγκος, πιο πέρα κάτι δέντρα σκουλαμεντιάρικα. Κάτου στο βάθος το «χωρίον».
Πρόεδρος, γραμματεύς της Κοινότητος, κότες να τρώνε ό,τι σκατολόγημα πετυχαίνανε, γυναίκες χοντροκώλες, παιδιά με ασφεντόνες, καφενείον «βερεσέ δεν έχει» που πούλαγε ούλα μαζί, από χαρτί και καλαμάρι μέχρι ρέγγες και βίους αγίων, ένας παπάς σελέμης, όλο τον κερνάγανε και ποτές του δεν έλεγε όχι, κρασί, ξερολούκουμο, ό,τι του 'δινες το 'ριχνε στον καταπιώνα του πέρα μακριά στον κάμπο, έτσι όπως την έκοβες τη δημοσιά, περνάγανε τα λεωφορεία και τ' αυτοκίνητα, τρέχανε σαν διάολοι και φέρνανε γράμματα και «εσώκλειστους διαταγάς» εις τον κύριον ενωμοτάρχην της «υφ' ημάς δυνάμεως της Β. Χ.», τόσα να εισπραχτούνε και τόσα να γίνουνε και η ειρήνη και η αφθονία μετά πάντων ημών...
Τα μεσημέρια η Αναστάσαινα ανέβαινε, μια πετσέτα καρό και μέσα στην πετσέτα μια κατσαρόλα και μέσα στην κατσαρόλα φαΐ. Καρβέλι στην αμασκάλη και καμιά φορά ένα χαρτί με τυρί ή μ' αρμυρό. Γκρίνιαζε ο Τασής, «πάλι λαδερό το στανιό σου». Αλλά επίτηδες γκρίνιαζε, τα 'χανε μιλημένα με τη γυναίκα του, επειδή και ταΐζανε τον Μπήκο και τον Κουτσουλιά, δε σύφερε να φάνε κοψίδι. Κι η Αναστάσαινα ούτε που ίδρωνε τ' αυτί της, «φάτε και μη μιλάτε», δίπλωνε την πετσέτα κι έφευγε να πάει να ταΐσει τα δικά της τα κουτσούβελα.
Με το πέσιμο του ήλιου, έκλεινε το κατάστημα, «Σιδηρουργείον ο Πήγασος» και πλενότανε μια ώρα ο Μπήκος και καθόλου ο Κουτσουλιάς. Κι ο κύριος Αναστάσιος ο Σιδηρουργός κατέβαινε στον καφενέ, «πιάσε ούζο μετά αλμυρού, ρε κερατά», μάθαινε και τα νέα «εν Αθήναις εγένετο ληστεία και θύματα των τροχών και ερωμένη εφόνευσε καθ' ύπνους τον φίλον», άι στο διάλο, έχφυλος κόσμος. Κι ο Χρούσεφ κι ο Κένεδυς, ποιοι είναι ρε; Ασιχτίρ δεν παν' να φάνε τα κέρατα τους, εδώ έχουμε να πλερώσουμε φόρους, τέτοια θα λέμε; Εβίβα.
Την Αναστάσαινα, Μαρία τ' όνομα, από έρωτα την είχε πάρει ο Τασής, πήρε και προίκα κάτι ελιές, έν' αμπέλι σκαρφαλωμένο στο λόφο, το σπιτάκι έτρεχε η στέγη, αλλά το φτιάξανε, μόλις απολύθηκε κι ήρθε απ' το Βόλο, «καμαρωτά περνάν τα φανταράκια μας κι ο Παπά Σελέμης», τ' όνομα Κοντοβράκης, «δόξη και τιμή» και ο «αγαπών την εαυτού γυναίκα», αλλά είχε και το νου του μη βάλουνε χέρι στα κουφέτα του δίσκου, «ρύζι να ρίχνετε», κρίμα στο ρύζι!
Αγαπών δηλαδή σκαρώσανε τρία, Φίλιος, Γιαννάκης και Μπίλιω, θηλυκό τυγχάνων. Δόξα ο Γιαραμπής, δούλευε καλά ο σιδηρουργός, έχει πολλή δουλειά το χωριό, έβγαινε το καρβέλι, φόρηγε και τις σκόλες γραβάτα και καθαρό άσπρο πουκάμισο και έλεγε «έτη σας πολλά», μετά κέρναγε τον παπα-Κοντοβράκη, «θες καφέ;», «έναν καφέ να τον πιούμε», πες και μια φορά όχι, ανάθεμα τη φύτρα σου!
Ούτε που 'χε ξυπνήσει καθόλου ο Τεμουτζίν ο Άγριος μέσα στον Τασή τον ήμερο. Γερά χέρια, λυγούσανε σίδερα, γερά δόντια, κατεβάζανε σαν μυλόπετρες όλα τα βουβάλια και τα ζυγούρια που σφάζαν οι χασαπαραίοι και τα πουλάγανε ασίτευτα, μ' αχνιστές τις σάρκες ακόμα, τα Σαββατόβραδα. Πάρτε, κόσμε, έχω πράμα. Σκατά είχε, αλλά γένεται Κυριακή χωρίς κοψίδι στο τσουκάλι;
Νά λοιπόν που τη σεβότανε τη Γιάσσα, τον Μεγάλο Νόμο. «Ου... Κύριον τον Θεόν σου... ου κλέψεις... ου μοιχεύσεις...», δε γενότανε κι αλλιώς, κι ήρθε μια τραγιάσκα κι ένα μουστάκι, Τριάνταφυλλος τ' όνομα, γραμματεύς της κοινότητος, και είπε βραχνά:
-Τάση, να πας στην Αθήνα.
-Εγώ;
-Διότι η κοινότης απεφάσισε ν' αγοράσει δυο οχήματα. Ένα διάβ τ' απορρίμματα -τ' είν' αυτά-κι ένα διά κατάβρεγμα...
Καμιά δουλειά δεν είχε ο Τασής με οχήματα, τι ξέρει από οχή-ί ματα; Λογικό. Πίσω όμως από τα μοτόρια και τα πετρέλαια, χα-Λ μογέλασε μια μυστήρια λέξη... Αθήνα...
-Να πάω. Και το κατάστημα;
-Είναι ο Μπήκος.
Εξηγήσεις με κόλες χαρτί, ο κύριος Πρόεδρος, Κωνσταντίνος τ' όνομα, και λίγη κομπίνα στη μέση, να φάνε την προμήθεια ο πρόεδρος με τον γραμματεύς, και ν' ανατεθεί ειςτεχνικόν ειδικόν η παραλαβή της παραγγελίας, όλα μιλημένα, τιμές, τα πάντα και τα έξοδα μεταβάσεως, «θα 'χεις το εισιτήριο κι εκατό δραχμές την ημέρα διά έξι ημέρας». Μ' εκατό δραχμές χαλάς κόσμο, πιάσε εξακόσα και παρέα ο κύριος γραμματεύς και «σιδέρωσε τα καλά, κυρα-Μαρία μου», «να 'χεις το νου σου, αυτοκίνητα και να μη βγάλεις τη φανέλα, σέρνεται γρίπη και μην πίνεις γιατί σε πονηρεύουνται εκεί πέρα, άντε η Παναγιά μαζί σου και φέρε τι θα φέρεις και στα παιδιά», μέσα από το σεντούκι βγήκανε χίλια πεντακόσα από τα φυλαγμένα, «και ό,τι βρεις καλό, έμενα όμως να μου φέρεις κάλτσες και φόρεμα».
Τι ηλεχτρικό καίει, αδερφάκι μου, η Αθήνα και πώς δε μουρλαίνεται ο κόσμος με τόση φασαρία. Κύριε, στα Χαυτεία, ένα μέρος, για να περάσεις, θέλεις πέντε λεφτά από το 'να πεζοδρόμιο στ' άλβολο και στέκεται με τη σφυρίχτρα κι ο κλητήρας σαν αγροφύλακας και χαλάει τον κόσμο, λες και πάτησες το χωράφι του πατέρα του.
Το λοιπόν, είδανε τα οχήματα «παραδοτέα», ρώτησε ο γραμματέας τον «τεχνικό». «Καλά είναι;» Και απάντησε ο Τασής
«καλά φαίνουνται», τι ν' απαντήσει-; Και φάγανε στο «Ελληνικό» κρέας με αγκινάρες και γλυκό φλογέρα, πλέρωσε ο γραμματέας, έμεινε το κατοστάρικο ατόφιο στον Τεμουτζίν και μετά πήγανε στο «Ακροπόλ» θέατρο, εκεί να δεις πράματα να χάσεις τα πασκάλια σου, «πώς ζει, κύριε, ο κόσμος, όχι σαν και μας, κρυφά από το Θεό» - και βγαίνοντας έκλεισε το μάτι ο γραμματέας.
-Πάμε να σε πάω κάπου;
Υπόγα ήτανε, ένας στρατηγός στην πόρτα χρυσογαλονάτος «καλησπέρα σας», μεγάλο πράμα να σου κάνει τσιριμόνιες στρατηγός άνθρωπος, κατεβήκανε σκαλιά και μέσα παίζανε μουσικές και ήρθε ένας τράγος με μαύρα «τι θα πάρετε;» και είπε ο γραμματέας μυστήρια -και πού τα 'ξερε, κύριε;-«Βρομούτ», είπε.
0 Τεμουτζίν κράτησε πισινή.
-Μπας και μυρίζει άσκημα αυτό το βρομούτ;
-Όχι καλό είναι, κρασί ξένο εκ Λονδίνου.
Το κατάπιε, καλό ήτουνε και μετά φώναξε ένας με μεγάφωνο -αυτός έμενα δε μ' άρεσε και σαν άντρας δηλαδή, δεν... μα το Θεό. Αεν...-, είπε λοιπόν κάτι φράγκικα και βγήκε μια κοντή μισοξεβράκωτη, σαν νερατζούλα, να χορέψει, ντροπές πράματα, ούλα της όξω, κύριε των Δυνάμεων, να την έβλεπε ο παπα-Κοντοβράκης ή την έβριζε ή της γύρευε μεζέ. Χορεύει, λοιπόν, αυτή, βγαίνει άλλη, βγαίνει άλλη και μετά -ωχ!- μια ξένη που άρχισε να τα βγάζει ένα ένα ούλα της τα φορούμενα.
0 Τεμουτζίν άρχισε ν' ανάβει.
-Μάνα μου, κυρα-Χάιδω...
-Τι έπαθες;
-Θα τη μουντάρω εγώ αυτήνε.
-Φρόνιμα...
-Τι φρόνιμα, κύριε γραμματικέ; Έμενα δε γδύεται η Αναστάσαινα έτσι μπροστά μου. Τρεις φορές γδύθηκε, τρία παιδιά κάναμε. Κι έχουμε κι αίμα στις φλέβες, δεν έχουμε σπανακοζούμι...
Γέλαγε ο γραμματεύς, έστρωσε το μαλλί του μ' ένα τσατσαράκι του φράγκου και φώναξε τον κύριο με τα μαύρα, κάτι είπανε. Το λοιπόν, κύριε, νά! Να φάω τα κόκαλα της μάνας μου, αυτή που γδυνότανε ήρθε μ' ένα φουστάνι, τι φουστάνι δηλαδή; Μέχρι τον αφαλό φαινότανε μπροστά και έδωσε το χέρι κι ήρθε και μια άλλη και είπανε ελληνικά καθαρά «καλησπέρα σας».
Ανάψανε τσιγάρο κι αυτός με τα σκούρα έφερε ένα μπουκάλι κι έκανε μπαμ το μπουκάλι, λες κι έπεσε σμπάρος απύ δίκανο. Ήπιανε οι γυναίκες, «εις υγείαν σας» και πώς το πίνανε, ξινό πράμα, μια σιχασά, και ο γραμματέας του μίλησε σιγά του Τασή.
-Τώρα που θα γυρίσουμε στο χωριό, όχι να πεις λέξη απ' όσα βάναμε απόψε; Κλειστός ο στόμας σου.
-Τάφος. Έχουμε και γυναίκα.
Μπουκάλια, μουζικές, μια μια τσικουλάτες μεγάλες σαν ταφόπλακες, να πάρω μια τσικουλάτα η όμορφη, τη ρώτησε «πώς σε λένε;». Νάντια τη λέγανε. Πήρανε και τσιγάρα και πρωί πια ξημέρωνε, κανόνισε ο γραμματικός.
-Θα φύγουμε με τα κορίτσια και θα πάμε στο δωμάτιο τους.; Και θα τους δώσουμε από 'να πεντακοσάρικο...
Δείλιασε ο Τεμουτζίν, και πεντακόσα; Πολλά λεφτά. Η Μαρία τζάμπα και το παρακαλάει. Αλλά, συλλογίστηκε, ήτουνε να πάρει δικά του παπούτσια, δεν τα παίρνει, κομμάτια να γίνει, μια ζωή την έχουμε, ρε. Δώσ'του.
Στις έντεκα και μισή που ξύπνησε, η κάμερη μύριζε τσιγαρίλα χνώτα και λεβάντα βιολέτα. Το λοιπόν, η μικρή βάρεσε τα κουδούνια και μια γριά βλογιοκομμένη, Κατίνα τ' όνομα, έφερε καφεδάκια και παξιμάδι. Και τον αρώταγε πώς σε λένε, «Τασή», κ από που, είσαι, «απ' το Πανωχώρι», όλα τα 'πε, σιδεράς, τρία παιδιά, τη γυναίκα του Μαρία, τα οχήματα που θ' αγοράζανε, δεν έκρυψε τίποτα. Κι αυτή αναστέναζε «μπράβο, είσαι γερό παλικάρι» και ξαναερωτευτήκανε και μετά από τη διπλανή κάμερη ήρθε ο γραμματέας και φόρηγε νυχτικιά γυναικεία με ταντέλα, ήτανε, αδερφάκι, σαν τη θεία του τη Γαρουφαλιά με μουστάκι, πολύ να γελάς.
Στο ξενοδοχείο,τώρα, περίμενε έναςτελέγραφος. Τον άνοιξε ο κύριος γραμματέας και έφριξε πια ολόκληρος.
-Τασή, φεύγω.
Απόρησε ο Τασής.
-Πού θα πας;
-Έρχεται, λέει, ο Νομάρχης σήμερον βράδυ και πρέπει να 'μα' κει. Το λοιπόν, άντε να σαλτάρουμε στον αντιπρόσωπο, να παραλάβεις εσύ τα οχήματα, θα σ' αφήσω και τον παρά και θα σ' τα φορτώσουνε να τα φέρεις μέχρι κάτου τη δημοσιά κι εγώ θα στείλω τον Χρόνη να τα περιλάβει και κάνε μας έναν τελέγραφο άμα αναχωρήσεις.
Ε, όλα γραμμένα ήτανε στο χαρτί, μόνο που ο Τεμουτζίν κιότεψε κομμάτι, «πού θα μείνω, ρε, μονάχος μου σε κοτζάμ Αθήνα;». Για τις γυναίκες και τη βραδιά λέξη δεν είπανε, μόνο που ο γραμματέας λάμπανε τα μάτια του κι ήτανε ευχαριστημένος και σφούραγε.
0 Τασής μονάχος του μπήκε σ' έναν κενηματογράφο, αλλά ήτουνε σκοτεινά, τον έπιασε η καρδιά του, βγήκε όξω και πήγε να δει τον Αγνωστο Στρατιώτη που 'χει τσολιάδες και περιστέρια και μετά του 'πανε «αυτό είναι το παλάτι του βασιλιά», αλλά, ας την έστησε δυο ώρες, ο βασιλιάς δεν έβγαινε και πήρε το βραδάκι κι έφυγε. Και ξαναπήγε στο θέατρο, αλλά δε χορεύανε, μόνο λέγανε, λέγανε, δε φχαριστήθηκε...
Περασμένες δώδεκα, λοιπόν, εκεί που πάγαινε για ύπνο, βγαίνει από μέσα του ο Τεμουτζίν και λέει στον Τασή το σιδερά:
-Ρε, δεν ξαναπάμε στην υπόγα να μιλήσουμε μ' έναν άνθρωπο;
Άνθρωπο δεν ήθελε, την κοπέλα τράβαγε ο οργανισμός του, αλλά δικαιολογία βρήκε. Κι ο στρατηγός του 'κανε ξανά «καλησπέρα σας» και τον γνώρισε το γκαρσόνι και έφερε μόνο του εκείνο το βρομούτ που λένε και ξαναβγήκανε τα ίδια, η Νερατζούλα η φουντωτή και ο άλλος, ο Θεέ μου συχώρεσε με, και η Νάντια.
Το λοιπόν, η Νάντια ήρθε μόνη της στο τραπέζι κι άντε τα ίδια, το μπουκάλι με το μπαμ και τσικουλάτο και λουλούδια και τσιγάρα και μετά έφτασε ο λογαριασμός, δύο εφτακόσα περικαλώ.
Του Τασή του 'ρθε ταμπλάς.
-Τόσα, ρε παιδιά;
Του δείξανε τον κατάλογο, «τόσο πουλάμε».
Τώρα; Λεφτά δεν είχε, χίλια πεντακόσα ήτανε τα δικά του. Βάστηγε όμως τη σερμαγιά, κάπου εξήντα χιλιάρικα, που ήτουνε το υπόλοιπο από τα οχήματα. Τι να κάνει, έβγαλε τη σακούλα δεμένη με σπόγγο από τον κόρφο του και έδωσε τα λεφτά και ήτανε να τον πιάσεις από τη μύτη να σκάσει.
Η κοπέλα τώρα του γλυκαινότανε.
-Αγοράκι. Θα πάμε σπίτι μου μετά;
Όχι, δεν ήθελε, εδώ λείπανε και χίλια τρακόσα, πώς να γίνει, αλλά ακούμπαγε το ποδάρι της στο δικό του και το 'νιωθε μαλακό σαν προζύμι και όλη της η σάρκα μύριζε γυναικεία, το λοιπόν στέναξε και μετά «ασιχτίρ, πάμε».
Τέτοιον έρωτα και τέτοια κόλπα πού να τα δει ο Τασής απάνω στο χωριό του. Το μεσημέρι φάγανε μαζί, στην Ακρόπολη πήγανε και πήρανε κι ένα ταξί να πάνε στη θάλασσα. Κι όπως πίνανε κάτι μπύρες, να ένας κύριος με κόκκινο δαχτυλίδι και μουστακάκι κι ήρθε κοντά και τρόμαξε η Νάντια...
-Ο άντρας της αδερφής μου.
Λέει ο κύριος «καλημέρα σας» και κάθισε να παραγγείλει πιοτό, αλλά ήτουνε καλό παιδί, γέλαγε και ρώτηγε τον Τασή περί τοί χωριό του και περί δουλειές. Κι όταν έμαθε ότι βγάζει ογδόντα δραχμές την ημέρα ξεκαρδίστηκε.
-Τόσα μονάχα; Εδώ δε μας φτάνουνε μήτε για τσιγάρα. Και είπε, εδώ δουλειές και δουλειές, που ρίγνεις πενήντα χιλιάρικα το πρωί και τα κάνεις το βράδυ εκατόν πενήντα, έτσι βολεύεται και ζει ο κόσμος.
Ο Τάσης τώρα είχε κάνα τριάρι χιλιάρικα έλλειμμα και τρελάθηκε.
-Πώς δηλαδή;
-Νά, με το τίποτα, στο Χρηματιστήριο να τα ρίξεις, που λέει ο λόγος, αέρα ν' αγοράσεις, τη γαζώνεις.
Για δε, ρε,τι κάνουνε στην πρωτεύουσα και μεις καθόμαστε! με το σφυρί και τ' αμόνι να δούμε προκοπή. Στις εφτά, λοιπόν, είπε τώρα η κοπέλα «εγώ πρέπει να φύγω, να πάω για τα μαλλιά μου και μετά στη δουλειά» κι ο γαμπρός της, επειδή κι έλειπε η γυναίκα του στην Καλαμάτα, τον κάλεσε τον Τασή να φάνε, «αυτός πλερώνει» και πήγανε μαζί κι οι δυο τους και το κουβεντιάσανε.
Λοιπόν, ο Τασής άνοιξε την καρδιά του πάνω στο κρασί, ποοΜ του λείπουνε πέντε χιλιάδες, βέβαια τις έχει στο χωριό, αλλά πώςνα τις ξεκολλήσει από την Αναστάσαινα, που θα χάληγε τον κόσμο. Και σήκωσε τους ώμους το παιδί. «Ωχ αδερφέ, ψείρες λέμε τώρα; Έχεις λεφτά μαζί σου;»
Δεν ήτουνε δικά του του Τασή, αλλά πώς, είχε. Των οχημάτων Ι τα λεφτά. Και λέει ο άλλος:
-Το πρωί έλα να με βρεις να πιούμε καφέ και να κάνουμε μια] βόλτα στην πιάτσα, να ρίξουμε ένα πενηντάρι και το βράδυ θα[ 'χουμε κονομήσει από είκοσι ο καθένας μας.
Τέτοιο καλό παιδί δεν έχει ξαναγίνει, σώθηκε ο Τεμουτζίν και) αφού θα 'χε είκοσι «βαράτε βιολιτζήδες». Ξαναπήγε μονάχος του στην κοπέλα, ξανακοιμηθήκανε συντροφιά και πρωί στις οχτώμισι ήτουνε στο ποδάρι.
Τον περίμενε, το λοιπόν, ο άλλος στο «Θέμις», είχε κι ένα χαρτί έτοιμο και του λέει:
-Βάλε μια υπογραφή.
-Γιατί;
-Για να ξέρουμε, να πούμε, στο Χρηματιστήριο ότι μου 'δωσες το χρήμα νομίμως και ότι τα κέρδη είναι μισά μισά, ταχτικές και παστρικές δουλειές, να 'μαστε και φίλοι.
-Έβαλε την υπογραφή ο Τασής.
-Τώρα, δώσε μου τα λεφτά.
Έλυσε το σπάγγο, του 'ριξε τα πενήντα χιλιάρικα.
-Εντάξει και το βράδυ, εννέα η ώρα, εδώ, να κάνουμε μοίρασα.
Τη μέρα του την πέρασε ωραία ο Τασής, έκανε και βόλτες στις βιτρίνες «αυτά θ' αγοράσω για τη Μαρία, αυτά για τα παιδιά», καθόσο μέσα του στεναχωριότανε κιόλας που, τέλος πάντωνε, το μαγάρισε το στεφάνι του. Έφαγε και καλά, στις εφτά περίμενε στο καφενείο. Εννιά η ώρα, εννιάμισι η ώρα, ο φίλος δε φαινότανε. Κατά τις έντεκα λέει το γκαρσόνι «κουμπάρε, θα κλείσουμε». 0 Τασής ανησύχησε.
-Έχει γούστο να 'παθε τίποτα. Να τον πλάκωσε κάνα αυτοκίνητο. Τώρα;
Σηκώθηκε κι έκανε βόλτες απ' όξω μέχρι τη μία, μπας κι έρθει, δεν ήρθε. Τότε μόνο για πρώτη φορά σκέφτηκε μπας και του την έφερε.
Τράβηξε σαλταριστός και πήγε στο μαγαζί να βρει το κορίτσι.
-0 γαμπρός σου μου πήρε το παραδάκι και χάθηκε. Η Νάντια έκανε το κορόιδο.
-Ποιος γαμπρός μου, δεν έχω κάνα γαμπρό.
-Της αδερφής σου ο άντρας.
-Ούτε αδερφή έχω.
-Εσύ δεν είπες;
-Είπα εγώ τέτοιο πράμα;
0 Τασής τρελάθηκε.
-θα πάω στην αστυνομία.
-Και να πας, έκανε η κοπέλα, έχεις υπογράψει χαρτί ότι του τα όφειλες και του τα 'δωσες τα λεφτά. Εγώ το χαρτί το είδα.
Όπως κουβεντιάζανε, ήρθανε τώρα τρία-τέσσερα παλικαράκια δίπλα κι ακούγανε, και λέει ο ένας «ρε φίλε,τι της κολλάς της γυναίκας; Έδωσες τίποτα της γυναίκας; Άντε πάγαινε και μην της γίνεσαι ταγάρι».Τα μεσημέρια η Αναστάσαινα ανέβαινε, μια πετσέτα καρό και μέσα στην πετσέτα μια κατσαρόλα και μέσα στην κατσαρόλα φαΐ. Καρβέλι στην αμασκάλη και καμιά φορά ένα χαρτί με τυρί ή μ' αρμυρό. Γκρίνιαζε ο Τασής, «πάλι λαδερό το στανιό σου». Αλλά επίτηδες γκρίνιαζε, τα 'χανε μιλημένα με τη γυναίκα του, επειδή και ταΐζανε τον Μπήκο και τον Κουτσουλιά, δε σύφερε να φάνε κοψίδι. Κι η Αναστάσαινα ούτε που ίδρωνε τ' αυτί της, «φάτε και μη μιλάτε», δίπλωνε την πετσέτα κι έφευγε να πάει να ταΐσει τα δικά της τα κουτσούβελα.
Με το πέσιμο του ήλιου, έκλεινε το κατάστημα, «Σιδηρουργείον ο Πήγασος» και πλενότανε μια ώρα ο Μπήκος και καθόλου ο Κουτσουλιάς. Κι ο κύριος Αναστάσιος ο Σιδηρουργός κατέβαινε στον καφενέ, «πιάσε ούζο μετά αλμυρού, ρε κερατά», μάθαινε και τα νέα «εν Αθήναις εγένετο ληστεία και θύματα των τροχών και ερωμένη εφόνευσε καθ' ύπνους τον φίλον», άι στο διάλο, έχφυλος κόσμος. Κι ο Χρούσεφ κι ο Κένεδυς, ποιοι είναι ρε; Ασιχτίρ δεν παν' να φάνε τα κέρατα τους, εδώ έχουμε να πλερώσουμε φόρους, τέτοια θα λέμε; Εβίβα.
Την Αναστάσαινα, Μαρία τ' όνομα, από έρωτα την είχε πάρει ο Τασής, πήρε και προίκα κάτι ελιές, έν' αμπέλι σκαρφαλωμένο στο λόφο, το σπιτάκι έτρεχε η στέγη, αλλά το φτιάξανε, μόλις απολύθηκε κι ήρθε απ' το Βόλο, «καμαρωτά περνάν τα φανταράκια μας κι ο Παπά Σελέμης», τ' όνομα Κοντοβράκης, «δόξη και τιμή» και ο «αγαπών την εαυτού γυναίκα», αλλά είχε και το νου του μη βάλουνε χέρι στα κουφέτα του δίσκου, «ρύζι να ρίχνετε», κρίμα στο ρύζι!
Αγαπών δηλαδή σκαρώσανε τρία, Φίλιος, Γιαννάκης και Μπίλιω, θηλυκό τυγχάνων. Δόξα ο Γιαραμπής, δούλευε καλά ο σιδηρουργός, έχει πολλή δουλειά το χωριό, έβγαινε το καρβέλι, φόρηγε και τις σκόλες γραβάτα και καθαρό άσπρο πουκάμισο και έλεγε «έτη σας πολλά», μετά κέρναγε τον παπα-Κοντοβράκη, «θες καφέ;», «έναν καφέ να τον πιούμε», πες και μια φορά όχι, ανάθεμα τη φύτρα σου!
Ούτε που 'χε ξυπνήσει καθόλου ο Τεμουτζίν ο Άγριος μέσα στον Τασή τον ήμερο. Γερά χέρια, λυγούσανε σίδερα, γερά δόντια, κατεβάζανε σαν μυλόπετρες όλα τα βουβάλια και τα ζυγούρια που σφάζαν οι χασαπαραίοι και τα πουλάγανε ασίτευτα, μ' αχνιστές τις σάρκες ακόμα, τα Σαββατόβραδα. Πάρτε, κόσμε, έχω πράμα. Σκατά είχε, αλλά γένεται Κυριακή χωρίς κοψίδι στο τσουκάλι;
Νά λοιπόν που τη σεβότανε τη Γιάσσα, τον Μεγάλο Νόμο. «Ου... Κύριον τον Θεόν σου... ου κλέψεις... ου μοιχεύσεις...», δε γενότανε κι αλλιώς, κι ήρθε μια τραγιάσκα κι ένα μουστάκι, Τριάνταφυλλος τ' όνομα, γραμματεύς της κοινότητος, και είπε βραχνά:
-Τάση, να πας στην Αθήνα.
-Εγώ;
-Διότι η κοινότης απεφάσισε ν' αγοράσει δυο οχήματα. Ένα διάβ τ' απορρίμματα -τ' είν' αυτά-κι ένα διά κατάβρεγμα...
Καμιά δουλειά δεν είχε ο Τασής με οχήματα, τι ξέρει από οχή-ί ματα; Λογικό. Πίσω όμως από τα μοτόρια και τα πετρέλαια, χα-Λ μογέλασε μια μυστήρια λέξη... Αθήνα...
-Να πάω. Και το κατάστημα;
-Είναι ο Μπήκος.
Εξηγήσεις με κόλες χαρτί, ο κύριος Πρόεδρος, Κωνσταντίνος τ' όνομα, και λίγη κομπίνα στη μέση, να φάνε την προμήθεια ο πρόεδρος με τον γραμματεύς, και ν' ανατεθεί ειςτεχνικόν ειδικόν η παραλαβή της παραγγελίας, όλα μιλημένα, τιμές, τα πάντα και τα έξοδα μεταβάσεως, «θα 'χεις το εισιτήριο κι εκατό δραχμές την ημέρα διά έξι ημέρας». Μ' εκατό δραχμές χαλάς κόσμο, πιάσε εξακόσα και παρέα ο κύριος γραμματεύς και «σιδέρωσε τα καλά, κυρα-Μαρία μου», «να 'χεις το νου σου, αυτοκίνητα και να μη βγάλεις τη φανέλα, σέρνεται γρίπη και μην πίνεις γιατί σε πονηρεύουνται εκεί πέρα, άντε η Παναγιά μαζί σου και φέρε τι θα φέρεις και στα παιδιά», μέσα από το σεντούκι βγήκανε χίλια πεντακόσα από τα φυλαγμένα, «και ό,τι βρεις καλό, έμενα όμως να μου φέρεις κάλτσες και φόρεμα».
Τι ηλεχτρικό καίει, αδερφάκι μου, η Αθήνα και πώς δε μουρλαίνεται ο κόσμος με τόση φασαρία. Κύριε, στα Χαυτεία, ένα μέρος, για να περάσεις, θέλεις πέντε λεφτά από το 'να πεζοδρόμιο στ' άλβολο και στέκεται με τη σφυρίχτρα κι ο κλητήρας σαν αγροφύλακας και χαλάει τον κόσμο, λες και πάτησες το χωράφι του πατέρα του.
Το λοιπόν, είδανε τα οχήματα «παραδοτέα», ρώτησε ο γραμματέας τον «τεχνικό». «Καλά είναι;» Και απάντησε ο Τασής
«καλά φαίνουνται», τι ν' απαντήσει-; Και φάγανε στο «Ελληνικό» κρέας με αγκινάρες και γλυκό φλογέρα, πλέρωσε ο γραμματέας, έμεινε το κατοστάρικο ατόφιο στον Τεμουτζίν και μετά πήγανε στο «Ακροπόλ» θέατρο, εκεί να δεις πράματα να χάσεις τα πασκάλια σου, «πώς ζει, κύριε, ο κόσμος, όχι σαν και μας, κρυφά από το Θεό» - και βγαίνοντας έκλεισε το μάτι ο γραμματέας.
-Πάμε να σε πάω κάπου;
Υπόγα ήτανε, ένας στρατηγός στην πόρτα χρυσογαλονάτος «καλησπέρα σας», μεγάλο πράμα να σου κάνει τσιριμόνιες στρατηγός άνθρωπος, κατεβήκανε σκαλιά και μέσα παίζανε μουσικές και ήρθε ένας τράγος με μαύρα «τι θα πάρετε;» και είπε ο γραμματέας μυστήρια -και πού τα 'ξερε, κύριε;-«Βρομούτ», είπε.
0 Τεμουτζίν κράτησε πισινή.
-Μπας και μυρίζει άσκημα αυτό το βρομούτ;
-Όχι καλό είναι, κρασί ξένο εκ Λονδίνου.
Το κατάπιε, καλό ήτουνε και μετά φώναξε ένας με μεγάφωνο -αυτός έμενα δε μ' άρεσε και σαν άντρας δηλαδή, δεν... μα το Θεό. Αεν...-, είπε λοιπόν κάτι φράγκικα και βγήκε μια κοντή μισοξεβράκωτη, σαν νερατζούλα, να χορέψει, ντροπές πράματα, ούλα της όξω, κύριε των Δυνάμεων, να την έβλεπε ο παπα-Κοντοβράκης ή την έβριζε ή της γύρευε μεζέ. Χορεύει, λοιπόν, αυτή, βγαίνει άλλη, βγαίνει άλλη και μετά -ωχ!- μια ξένη που άρχισε να τα βγάζει ένα ένα ούλα της τα φορούμενα.
0 Τεμουτζίν άρχισε ν' ανάβει.
-Μάνα μου, κυρα-Χάιδω...
-Τι έπαθες;
-Θα τη μουντάρω εγώ αυτήνε.
-Φρόνιμα...
-Τι φρόνιμα, κύριε γραμματικέ; Έμενα δε γδύεται η Αναστάσαινα έτσι μπροστά μου. Τρεις φορές γδύθηκε, τρία παιδιά κάναμε. Κι έχουμε κι αίμα στις φλέβες, δεν έχουμε σπανακοζούμι...
Γέλαγε ο γραμματεύς, έστρωσε το μαλλί του μ' ένα τσατσαράκι του φράγκου και φώναξε τον κύριο με τα μαύρα, κάτι είπανε. Το λοιπόν, κύριε, νά! Να φάω τα κόκαλα της μάνας μου, αυτή που γδυνότανε ήρθε μ' ένα φουστάνι, τι φουστάνι δηλαδή; Μέχρι τον αφαλό φαινότανε μπροστά και έδωσε το χέρι κι ήρθε και μια άλλη και είπανε ελληνικά καθαρά «καλησπέρα σας».
Ανάψανε τσιγάρο κι αυτός με τα σκούρα έφερε ένα μπουκάλι κι έκανε μπαμ το μπουκάλι, λες κι έπεσε σμπάρος απύ δίκανο. Ήπιανε οι γυναίκες, «εις υγείαν σας» και πώς το πίνανε, ξινό πράμα, μια σιχασά, και ο γραμματέας του μίλησε σιγά του Τασή.
-Τώρα που θα γυρίσουμε στο χωριό, όχι να πεις λέξη απ' όσα βάναμε απόψε; Κλειστός ο στόμας σου.
-Τάφος. Έχουμε και γυναίκα.
Μπουκάλια, μουζικές, μια μια τσικουλάτες μεγάλες σαν ταφόπλακες, να πάρω μια τσικουλάτα η όμορφη, τη ρώτησε «πώς σε λένε;». Νάντια τη λέγανε. Πήρανε και τσιγάρα και πρωί πια ξημέρωνε, κανόνισε ο γραμματικός.
-Θα φύγουμε με τα κορίτσια και θα πάμε στο δωμάτιο τους.; Και θα τους δώσουμε από 'να πεντακοσάρικο...
Δείλιασε ο Τεμουτζίν, και πεντακόσα; Πολλά λεφτά. Η Μαρία τζάμπα και το παρακαλάει. Αλλά, συλλογίστηκε, ήτουνε να πάρει δικά του παπούτσια, δεν τα παίρνει, κομμάτια να γίνει, μια ζωή την έχουμε, ρε. Δώσ'του.
Στις έντεκα και μισή που ξύπνησε, η κάμερη μύριζε τσιγαρίλα χνώτα και λεβάντα βιολέτα. Το λοιπόν, η μικρή βάρεσε τα κουδούνια και μια γριά βλογιοκομμένη, Κατίνα τ' όνομα, έφερε καφεδάκια και παξιμάδι. Και τον αρώταγε πώς σε λένε, «Τασή», κ από που, είσαι, «απ' το Πανωχώρι», όλα τα 'πε, σιδεράς, τρία παιδιά, τη γυναίκα του Μαρία, τα οχήματα που θ' αγοράζανε, δεν έκρυψε τίποτα. Κι αυτή αναστέναζε «μπράβο, είσαι γερό παλικάρι» και ξαναερωτευτήκανε και μετά από τη διπλανή κάμερη ήρθε ο γραμματέας και φόρηγε νυχτικιά γυναικεία με ταντέλα, ήτανε, αδερφάκι, σαν τη θεία του τη Γαρουφαλιά με μουστάκι, πολύ να γελάς.
Στο ξενοδοχείο,τώρα, περίμενε έναςτελέγραφος. Τον άνοιξε ο κύριος γραμματέας και έφριξε πια ολόκληρος.
-Τασή, φεύγω.
Απόρησε ο Τασής.
-Πού θα πας;
-Έρχεται, λέει, ο Νομάρχης σήμερον βράδυ και πρέπει να 'μα' κει. Το λοιπόν, άντε να σαλτάρουμε στον αντιπρόσωπο, να παραλάβεις εσύ τα οχήματα, θα σ' αφήσω και τον παρά και θα σ' τα φορτώσουνε να τα φέρεις μέχρι κάτου τη δημοσιά κι εγώ θα στείλω τον Χρόνη να τα περιλάβει και κάνε μας έναν τελέγραφο άμα αναχωρήσεις.
Ε, όλα γραμμένα ήτανε στο χαρτί, μόνο που ο Τεμουτζίν κιότεψε κομμάτι, «πού θα μείνω, ρε, μονάχος μου σε κοτζάμ Αθήνα;». Για τις γυναίκες και τη βραδιά λέξη δεν είπανε, μόνο που ο γραμματέας λάμπανε τα μάτια του κι ήτανε ευχαριστημένος και σφούραγε.
0 Τασής μονάχος του μπήκε σ' έναν κενηματογράφο, αλλά ήτουνε σκοτεινά, τον έπιασε η καρδιά του, βγήκε όξω και πήγε να δει τον Αγνωστο Στρατιώτη που 'χει τσολιάδες και περιστέρια και μετά του 'πανε «αυτό είναι το παλάτι του βασιλιά», αλλά, ας την έστησε δυο ώρες, ο βασιλιάς δεν έβγαινε και πήρε το βραδάκι κι έφυγε. Και ξαναπήγε στο θέατρο, αλλά δε χορεύανε, μόνο λέγανε, λέγανε, δε φχαριστήθηκε...
Περασμένες δώδεκα, λοιπόν, εκεί που πάγαινε για ύπνο, βγαίνει από μέσα του ο Τεμουτζίν και λέει στον Τασή το σιδερά:
-Ρε, δεν ξαναπάμε στην υπόγα να μιλήσουμε μ' έναν άνθρωπο;
Άνθρωπο δεν ήθελε, την κοπέλα τράβαγε ο οργανισμός του, αλλά δικαιολογία βρήκε. Κι ο στρατηγός του 'κανε ξανά «καλησπέρα σας» και τον γνώρισε το γκαρσόνι και έφερε μόνο του εκείνο το βρομούτ που λένε και ξαναβγήκανε τα ίδια, η Νερατζούλα η φουντωτή και ο άλλος, ο Θεέ μου συχώρεσε με, και η Νάντια.
Το λοιπόν, η Νάντια ήρθε μόνη της στο τραπέζι κι άντε τα ίδια, το μπουκάλι με το μπαμ και τσικουλάτο και λουλούδια και τσιγάρα και μετά έφτασε ο λογαριασμός, δύο εφτακόσα περικαλώ.
Του Τασή του 'ρθε ταμπλάς.
-Τόσα, ρε παιδιά;
Του δείξανε τον κατάλογο, «τόσο πουλάμε».
Τώρα; Λεφτά δεν είχε, χίλια πεντακόσα ήτανε τα δικά του. Βάστηγε όμως τη σερμαγιά, κάπου εξήντα χιλιάρικα, που ήτουνε το υπόλοιπο από τα οχήματα. Τι να κάνει, έβγαλε τη σακούλα δεμένη με σπόγγο από τον κόρφο του και έδωσε τα λεφτά και ήτανε να τον πιάσεις από τη μύτη να σκάσει.
Η κοπέλα τώρα του γλυκαινότανε.
-Αγοράκι. Θα πάμε σπίτι μου μετά;
Όχι, δεν ήθελε, εδώ λείπανε και χίλια τρακόσα, πώς να γίνει, αλλά ακούμπαγε το ποδάρι της στο δικό του και το 'νιωθε μαλακό σαν προζύμι και όλη της η σάρκα μύριζε γυναικεία, το λοιπόν στέναξε και μετά «ασιχτίρ, πάμε».
Τέτοιον έρωτα και τέτοια κόλπα πού να τα δει ο Τασής απάνω στο χωριό του. Το μεσημέρι φάγανε μαζί, στην Ακρόπολη πήγανε και πήρανε κι ένα ταξί να πάνε στη θάλασσα. Κι όπως πίνανε κάτι μπύρες, να ένας κύριος με κόκκινο δαχτυλίδι και μουστακάκι κι ήρθε κοντά και τρόμαξε η Νάντια...
-Ο άντρας της αδερφής μου.
Λέει ο κύριος «καλημέρα σας» και κάθισε να παραγγείλει πιοτό, αλλά ήτουνε καλό παιδί, γέλαγε και ρώτηγε τον Τασή περί τοί χωριό του και περί δουλειές. Κι όταν έμαθε ότι βγάζει ογδόντα δραχμές την ημέρα ξεκαρδίστηκε.
-Τόσα μονάχα; Εδώ δε μας φτάνουνε μήτε για τσιγάρα. Και είπε, εδώ δουλειές και δουλειές, που ρίγνεις πενήντα χιλιάρικα το πρωί και τα κάνεις το βράδυ εκατόν πενήντα, έτσι βολεύεται και ζει ο κόσμος.
Ο Τάσης τώρα είχε κάνα τριάρι χιλιάρικα έλλειμμα και τρελάθηκε.
-Πώς δηλαδή;
-Νά, με το τίποτα, στο Χρηματιστήριο να τα ρίξεις, που λέει ο λόγος, αέρα ν' αγοράσεις, τη γαζώνεις.
Για δε, ρε,τι κάνουνε στην πρωτεύουσα και μεις καθόμαστε! με το σφυρί και τ' αμόνι να δούμε προκοπή. Στις εφτά, λοιπόν, είπε τώρα η κοπέλα «εγώ πρέπει να φύγω, να πάω για τα μαλλιά μου και μετά στη δουλειά» κι ο γαμπρός της, επειδή κι έλειπε η γυναίκα του στην Καλαμάτα, τον κάλεσε τον Τασή να φάνε, «αυτός πλερώνει» και πήγανε μαζί κι οι δυο τους και το κουβεντιάσανε.
Λοιπόν, ο Τασής άνοιξε την καρδιά του πάνω στο κρασί, ποοΜ του λείπουνε πέντε χιλιάδες, βέβαια τις έχει στο χωριό, αλλά πώςνα τις ξεκολλήσει από την Αναστάσαινα, που θα χάληγε τον κόσμο. Και σήκωσε τους ώμους το παιδί. «Ωχ αδερφέ, ψείρες λέμε τώρα; Έχεις λεφτά μαζί σου;»
Δεν ήτουνε δικά του του Τασή, αλλά πώς, είχε. Των οχημάτων Ι τα λεφτά. Και λέει ο άλλος:
-Το πρωί έλα να με βρεις να πιούμε καφέ και να κάνουμε μια] βόλτα στην πιάτσα, να ρίξουμε ένα πενηντάρι και το βράδυ θα[ 'χουμε κονομήσει από είκοσι ο καθένας μας.
Τέτοιο καλό παιδί δεν έχει ξαναγίνει, σώθηκε ο Τεμουτζίν και) αφού θα 'χε είκοσι «βαράτε βιολιτζήδες». Ξαναπήγε μονάχος του στην κοπέλα, ξανακοιμηθήκανε συντροφιά και πρωί στις οχτώμισι ήτουνε στο ποδάρι.
Τον περίμενε, το λοιπόν, ο άλλος στο «Θέμις», είχε κι ένα χαρτί έτοιμο και του λέει:
-Βάλε μια υπογραφή.
-Γιατί;
-Για να ξέρουμε, να πούμε, στο Χρηματιστήριο ότι μου 'δωσες το χρήμα νομίμως και ότι τα κέρδη είναι μισά μισά, ταχτικές και παστρικές δουλειές, να 'μαστε και φίλοι.
-Έβαλε την υπογραφή ο Τασής.
-Τώρα, δώσε μου τα λεφτά.
Έλυσε το σπάγγο, του 'ριξε τα πενήντα χιλιάρικα.
-Εντάξει και το βράδυ, εννέα η ώρα, εδώ, να κάνουμε μοίρασα.
Τη μέρα του την πέρασε ωραία ο Τασής, έκανε και βόλτες στις βιτρίνες «αυτά θ' αγοράσω για τη Μαρία, αυτά για τα παιδιά», καθόσο μέσα του στεναχωριότανε κιόλας που, τέλος πάντωνε, το μαγάρισε το στεφάνι του. Έφαγε και καλά, στις εφτά περίμενε στο καφενείο. Εννιά η ώρα, εννιάμισι η ώρα, ο φίλος δε φαινότανε. Κατά τις έντεκα λέει το γκαρσόνι «κουμπάρε, θα κλείσουμε». 0 Τασής ανησύχησε.
-Έχει γούστο να 'παθε τίποτα. Να τον πλάκωσε κάνα αυτοκίνητο. Τώρα;
Σηκώθηκε κι έκανε βόλτες απ' όξω μέχρι τη μία, μπας κι έρθει, δεν ήρθε. Τότε μόνο για πρώτη φορά σκέφτηκε μπας και του την έφερε.
Τράβηξε σαλταριστός και πήγε στο μαγαζί να βρει το κορίτσι.
-0 γαμπρός σου μου πήρε το παραδάκι και χάθηκε. Η Νάντια έκανε το κορόιδο.
-Ποιος γαμπρός μου, δεν έχω κάνα γαμπρό.
-Της αδερφής σου ο άντρας.
-Ούτε αδερφή έχω.
-Εσύ δεν είπες;
-Είπα εγώ τέτοιο πράμα;
0 Τασής τρελάθηκε.
-θα πάω στην αστυνομία.
-Και να πας, έκανε η κοπέλα, έχεις υπογράψει χαρτί ότι του τα όφειλες και του τα 'δωσες τα λεφτά. Εγώ το χαρτί το είδα.
Του Τασή του μπήκε ο Τεμουτζίν μέσα στα μάτια και του τα κοκκίνισε.
-Εσύ φύγε, ρε π...
Κει απάνω, λοιπόν, πλακωθήκανε. Πέσανε όλοι να τον φάνε, αλλά ο σιδεράς ήτανε ψωμωμένος και δε σήκωνε τέτοια. Σήκωσε μια καρέκλα και την κατέβαζε στα κεφάλια, «νά και σένα, νά και τ' αλλουνού», ξάπλωσε κόσμο.
Τώρα σφυρίξανε κάτι σφυρίχτρες, ήρθανε πολισμάνοι και τον τραβήξανε. Κι ένας αξιωματικός με δυο γαλόνια στον ώμο κι άλλοι πολλοί, άντε να βγάλεις άκρη... Είπε ο φουκαράς ο Τασής, είπανε οι άλλοι, μόνο ο πρώτος δεν έλεγε, τον πήγανε στην κλινική να δούνε αν θα τη βγάλει παστρικιά, τηλεγραφήσανε και στο γραμματέα, ήρθε με ναυλωμένο ταξί ο γραμματέας...
-Κατάχρησις χρημάτων της κοινότητος, βιαιοπραγία, τραυματισμοί σοβαροί, επεισόδια, έλεγε ο εισαγγελέας, καθόσο ο εισαγγελέας γι' αυτό πλερώνεται, για να λέει. Κι η Μαρία η Αναστάσαινα έκλαιγε εκεί μπροστά στον κόσμο και τα παιδιά της τα 'χε αφήσει στου αδερφού της τη νύφη.
Τρία χρόνια... Ψηλά στους αέρηδες, το Γεράκι του Τεμουτζίν Τζενκίς κοιτάει ποιος πάτησε το Νόμο της Γιάσσα να τον σπαράξει... Πέρα, στο δίπλα κελί, κάτι μαστούρια τραγουδάνε βραχνά...
Ο ΣΙΔΕΡΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ:
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.