# #

6 Απρ 2013

"Εϊ καπετάνιο... θέλεις έλα ναύτη ακόμα;"


Δώδεκα Ρηγάδες

Ο καπ'ταν-Ρήγας μπάρκαρε με όλο του το ασκέρι για μέρη μακρινά.
Το πλοίο του, φτιαγμένο από ξύλο στο σκελετό του και λίγο σίδερο στα δεσίματά του, ξεκινούσε για το ατέλειωτο ταξίδι.
Οι ναύτες δεν ήταν ανώνυμοι.
Ήταν ο Ρίκος, ο Λιόντας, ο Άρης, ο Ψάρρος κι ο Μπάτης.
Μαζί και οι πολύτιμες γυναίκες: η Μίκα, η Βάγια, η Ζαμπία, η Τζίνα, η Διδώ κι η Σύλλια.
Όλοι τους ήταν δώδεκα. Μαζί με τον Ρήγα.
Δεν ήταν ο ένας και οι δώδεκα μαθητές. Ήταν όλοι τους δώδεκα.
Δάσκαλοι και μαθητές μαζί.
Ποτέ με τα κουπιά τους και πότε με τα ανοιχτά πανιά τους σκίζαν τα κύματα.
Ο καθένας σ' ένα ρόλο. Απαραίτητος όπως και κάθε άλλος.
Κανείς δεν περίσσευε στο πλοίο. Ένας να έλειπε, ήταν όλοι τους χαμένοι.
Γι' αυτό έπρεπε να προσέχει και να φροντίζει ο ένας τον άλλον να μη χαθεί...
---

Περνούσαν θάλασσες, πελάγη κι ωκεανούς και το πλοίο περνούσε πάντα αλώβητο.
Κι όταν τύχαιναν κακοτοπιές, συσκέφτονταν όλοι μαζί κι άλλοτε αποφάσιζαν να αράξουν το πλοίο κάπου κλειστά ώσπου να περάσει η ταραχή κι άλλοτε βάζανε όλοι τους τα δυνατά τους να σκίσουν τα κύματα κόντρα στον καιρό.
Σε κάθε τους απόφαση λάμβαναν υπ' όψιν πως δεν πρέπει να χαθεί κανείς.
Κι όταν ριψοκινδύνευαν, ήξεραν πως ή θα περάσουν όλοι μαζί στην άλλη πευρά του ωκεανού ή πως θα χαθούν όλοι μαζί στα βάθη του.
Κι ο Ρήγας μαζί.
Παρόλο που αυτός είχε ναυπηγήσει το καράβι, είδε τον εαυτό του σαν ένα κουπί, σαν ένα γρανάζι του πλοίου.
Ο Ρήγας κρατούσε το πηδάλιο, αλλά κάτι είχε αλλάξει απ' όταν σάλπαραν.
Δεν ήταν πια πρόσωπο. Ήταν ρόλος.
Όποιος κρατούσε το πηδάλιο κάθε φορά, λεγόταν Ρήγας.
Έτσι κι όλα τ' άλλα ονόματα.
Χαθήκανε μαζί με την ατομικότητά τους.
Γίνανε ρόλοι κι ανακατεύτηκαν μεταξύ των δώδεκα.
---


Όλοι έκαναν τα πάντα και υπηρετούσαν κάθε ρόλο.
Κι έτσι ο ένας κρατούσε το πηδάλιο, ο άλλος το χάρτη, ο άλλος κοίταζε τα αστέρια, ο άλλος καθάριζε το κατάστρωμα απ' τα νερά, ο άλλος μαγείρευε, ο άλλος έραβε τα καινούρια ρούχα χρησιμοποιώντας για κλωστές τα ξηλωμένα παλιά ρούχα. Οι άλλοι έξι κοιμούνταν ή ξεκουράζονταν ώσπου να αντικαταστήσουν τους άλλους έξι στη δική τους βάρδια.
---
 

Αλλά δεν είχαν χωρίσει μόνο τις δουλειές. Είχε ο καθένας το ταλέντο του, που τον έκανε ξεχωριστό.
Άλλος ήταν ο πιο ψύχραιμος, άλλος ήταν αυτός που έλεγε τα πιο ωραία αστεία, άλλος είχε την πιο ωραία φωνή και τους χάριζε όμορφες στιγμές με την κιθάρα του, άλλος έλεγε τα πρόστυχα αστειάκια κι άναβε τα αίματά, άλλος έγραφε ποιήματα, άλλος ήταν ονειροπόλος που παρέσερνε τους άλλους στο δικό του κόσμο, άλλος ήταν σοφός κι έλεγε όμορφες και διαδακτικές ιστορίες... όλοι είχαν κάτι δικό τους να βάλουν στο μωσαϊκό της ανθρωπότητας που μαζεύτηκε σ' ένα πλοίο...
---

 
Κάθε που πιάνανε λιμάνι, δεν αράζανε το πλοίο μαζί με τ' άλλα. Το κρύβανε σε κάτι κουφωτούς όρμους και κατεβαίναν οι μισοί.
Οι άλλοι μισοί παρέμεναν στο πλοίο να το φυλάνε.
Μην τυχόν και 'ρθουν απ' έξω κι άλλοι που θα ταράξουν την τέλεια ισορροπία που είχαν βρει μεταξύ τους. Μην τυχόν ανέβουν και κουβαλήσουν την αρρώστια τους και χαλάσουν την υγεία του πλοίου.
Δε χρειαζόταν να 'ρθουν καινούριοι στο πλοίο. Οι νέοι ναύτες θα γεννιούνταν εκεί μέσα.
Απ' τα ζευγάρια που 'χαν προκύψει με τον καιρό.
Ο Ψάρρος και η Βάγια, ο Ρίκος και η Τζίνα, ο Ρήγας και η Σύλλια, ο Άρης και η Διδώ, ο Μπάτης και η Ζαμπία, ο Λιόντας και η Μίκα.
Οι δώδεκα απόστολοι της Ζωής που μοιράζονταν τα πάντα: το μυαλό τους, τις δυνάμεις τους, τις ανάγκες τους, τα όνειρά τους, τα συναισθήματά τους, τις ψυχές τους, τα σώματά τους.
---


Κι όταν κάποτε είχαν δέσει σε κάποιον όρμο, τους πέτυχε ο γερο-Κάκος, πάτησε στη σανίδα κι ανέβηκε στο πλοίο να ρωτήσει ποιοι ήταν.
"Ε! Ναύτες! Ποιος είναι ο Ρήγας σας;"
"Δεν υπάρχουν Ρηγάδες και Ντάμες εδώ γέρο!"
"Και ποιος κρατά το πηδάλιο;"
"Η ζωή, γέρο! Αν βγάλεις το εγώ σου μακριά απ' το πηδάλιο, τότε εκείνο σε πηγαίνει όπου προστάζει η Μοίρα."
"Και στις κακοτοπιές ποιος παίρνει την ευθύνη;"
"Όλοι, γέρο! Αφού όλοι θα χαθούμε αν δεν τα καταφέρουμε, όλοι μαζί παίρνουμε την ευθύνη!"
"Και δεν έχετε αφέντη;"
"Αφέντης μας είν' ο άνεμος. Μα κι αν χρειαστεί καμιά φορά, δεν τον υπακούμε!"
"Καλά και πώς ζείτε; Τι τρώτε;"
"Τρώμε ό,τι μας δίνει ο Κόσμος, η Φύση μας. Στη θάλασσα γυρνάμε, ψάρια τρώμε. Κι όταν αράξουμε σε στεριά, μπορεί να φάμε και κρέας. Παίρνουμε και λάχανα και φρούτα."
"Και πώς τα αγοράζετε; Με τι λεφτά;"
"Τι να τα κάνεις τα λεφτά, γέρο; Σε τι χρειάζονται; Εμείς γι' αυτό σαλπάραμε Για να ζήσουμε. Για να μην είματε πια σκλάβοι ενός χάρτινου ψέματος, που γύρω του χορεύει η οικουμένη."
"Και πώς ντύνεστε τόσο ωραία; Πού τα βρίσκετε τα ρούχα;"
"Ξηλώνουμε τα παλιά μας και τα ξαναράβουμε μ' άλλον τρόπο κι άλλους συνδυασμούς κι έτσι πάντα έχουμε καινούρια κι ωραία ρούχα!"
"Κι άμα γεράσετε, το πλοίο τί θα απογίνει; Θα σαπίσει;"
"Θα το κρατήσουν, αν θέλουν, τα παιδιά μας! Είμαστε όλοι ερωτευμένοι και θα κάνουμε πολλά παιδια! Αυτός συνεχίζει να μας ταξιδεύει: ο Έρωτας!"
"Εϊ καπετάνιο... θέλεις έλα ναύτη ακόμα;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.