Αν κάποιος μετέτρεπε την ψυχή του σε νότες, αυτή θα ήταν η μελωδία.
Ένας ήρεμος, γλυκός, σχεδόν μονότονος άνθρωπος, που το μόνο που ζήτησε για τον εαυτό του ήταν μια ζωή σε αρμονία. Σε ένα βαθμό το έχει καταφέρει. Έχει μια καλή θέση στον ιδιωτικό τομέα, είναι παντρεμένος, μένει σε ωραία περιοχή, οδηγεί καλό αυτοκίνητο. Όλοι τον αγαπούν και πάντα βρίσκεται εκεί να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη. «Εικόνισμα πρέπει να σε κάνουν», του λένε οι φίλοι του γελώντας. “Να σε αγιοποιήσει η εκκλησία”. «Μα αν δεν βοηθήσω εγώ, πώς μετά έχω την απαίτηση να βοηθηθώ;» σκέφτεται. Κι όταν μένει μόνος, κλαίει που είναι ανίκανος να ...
πολεμήσει το άδικο.
Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν οι στιγμές που ο ρυθμός της αναπνοής του γίνεται πιο γρήγορος. Τον πλημμυρίζει ο θυμός. Ξαφνικά το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Μεταμορφώνεται. Το δέρμα σκληραίνει. Πετάει αγκάθια. Οι κόρες των ματιών του γίνονται κατακόκκινες. Θέλει να κυνηγήσει και να σκοτώσει. Να πάει στο γραφείο του διευθυντή του, να τον ευνουχίσει μπας και δει αντικειμενικά ποιος δουλεύει περισσότερο εκεί μέσα. Να αναγκάσει το συνάδελφό του να μασήσει ξυράφια, τέτοιος γλείφτης και κουτσομπόλης που είναι. Να πάει να βρει τον γιατρό που ενώ η μάνα του πέθαινε εκείνος του ζητούσε κι άλλα χρήματα, και να τον σκίσει στα δύο.
Ένα χέρι ακουμπάει το δικό του. Είναι το χέρι της. Φοβάται πως εκείνη ΞΕΡΕΙ. Ξέρει πως μαζί με το Θεό παντρεύτηκε και τον Διάβολο. Δε τον τρέμει όμως. Ό, τι κι αν κρύβεται μέσα του, το στήθος της το ξορκίζει. Αρκεί να ακουμπήσει πάνω του και να πάρει μια βαθιά αναπνοή. «Είμαστε πλασμένοι από νερό», του λέει ψιθυριστά. «Κυλάει μέσα, άκου. Άλλες φορές είναι καταρράκτης. Άλλοτε λιμνάζει και μας βαραίνει. Άλλοτε γίνεται βροχή, καταιγίδα. Μη φοβάσαι τις αστραπές». Τα λόγια της τον νανουρίζουν.
Φτάνει στο γραφείο του. Απ’ έξω βρίσκεται μετανάστης αναίσθητος στη μέση του δρόμου και τριγύρω του κουστουμαρισμένοι νέοι που τον βγάζουν φωτογραφία με τα smartphones τους. Θέλει να τους αρπάξει, να τους γδύσει, να τους φορέσει τα κουρέλια του μετανάστη και να του χαρίσει τα δικά τους κουστούμια. Σφίγγει τις γροθιές του, δαγκώνεται, υποφέρει. Στο γραφείο του τον περιμένει εκείνη η συνάδελφος που από τη μέρα που ήρθε, τον γδύνει με τα μάτια. Έχει σκεφτεί πολλές φορές να την πηδήξει αλλά εκεί βέβαια ξυπνάει ο Θεός. «Γιατί να μην μπορώ να έχω όλες τις γυναίκες του κόσμου;», ουρλιάζει μέσα του. «Επειδή αγαπάω εκείνη»;
Γυρνά κατάκοπος. Πολλές υφέσεις η μέρα, καμιά δίεση. Ένα διαρκές sostenuto. Ένιωσε πολλές φορές τα νύχια του να μεγαλώνουν και το στόμα του να πικρίζει. Στο σπίτι εκείνη τον περιμένει χαμογελώντας. Του λέει κάτι στο αυτί και αμέσως το δέρμα του μαλακώνει.
Ξυπνά με ένα χαμόγελο στα χείλη. Οδηγεί και όλα γύρω του ακούγονται σαν τρίλιες από πρελούδιο του Σοπέν. Σήμερα δε θα αφήσει καθόλου τον Διάβολο να του επιβληθεί. Για πρώτη φορά σήμερα άκουσε τον χτύπο της καρδιάς του παιδιού του. Κι όλες οι άλλες μελωδίες σώπασαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.