Ήταν γιος της Άννας και του Μιχάλη Κυπριανού.
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, με άλλα πέντε αδέλφια, τη Χρυσούλα, τον Ευάγγελο,
τον Ανδρέα, τη Μάρω και τη Μαλβίνα.
Όταν τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο της
Σωτήρας, φοίτησε για ένα χρόνο στη σχολή Τέρρα Σάντα και ακολούθως στην
Αμερικανική Ακαδημία μέχρι την τρίτη τάξη. Αποβλήθηκε, όταν έριξε φυλλάδια της
ΕΟΚΑ και ύψωσε την ελληνική σημαία.
Η πρόταση του Άγγλου διευθυντή της σχολής,
να απόσχει από τα μαθήματα και να διαβάζει στο σπίτι του για να έχει το δικαίωμα
να παρακαθίσει στις τελικές εξετάσεις του σχολείου, απορρίφθηκε από την
οικογένεια. Μετά την οριστική του αποβολή, εργάστηκε για ένα διάστημα στην
ηλεκτρική.
Το πάθος του όμως για την ελευθερία της Κύπρου ενάντια στους Άγγλους
τον φέρνει σε επαφή με μέλη της ΕΟΚΑ, από τους οποίους ζητά να τον εντάξουν στην
οργάνωση. Παρά το νεαρό της ηλικίας, οι αντάρτες τον δέχονται στην οργάνωση.
Έδωσε το μυστικό όρκο της ΕΟΚΑ στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου.
Ο νεαρός μαθητής εντάχθηκε στις ομάδες κρούσης
της... Λάρνακας. Τον Απρίλιο του 1956, εκτέλεσε στη Λάρνακα δύο συνεργάτες των
Άγγλων. Στις 31 του Μάη 1956 πήρε μέρος σε επίθεση κατά Άγγλων αξιωματικών
πολεμικού πλοίου που είχε καταπλεύσει στη Λάρνακα. Την Κυριακή, 23 Σεπτεμβρίου
του 1956, υπηρετώντας σε διατεταγμένη αποστολή, συμμετείχε σε επίθεση εναντίον
Άγγλου λοχία, απέναντι από το νοσοκομείο της πόλης. Ωστόσο, αναγνωρίστηκε από
Τούρκο επικουρικό και για να διαφύγει την σίγουρη σύλληψη, κατέφυγε στην ορεινή
Λάρνακας, όπου ενώθηκε με την αντάρτικη ομάδα της περιοχής, ως καταζητούμενος
πλέον.
Ως αντάρτης έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις
εναντίον των Άγγλων. Σε ενέδρα που στήθηκε στις 3 Νοέμβριου 1956 κοντά στη
Χοιροκοιτία από μια τριμελή ομάδα ανταρτών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο
Πετράκης Κυπριανού, χτυπήθηκε πομπή στρατιωτικών οχημάτων που μετέφερε
πυρομαχικά, με αποτέλεσμα την ανατίναξη της αυτοκινητοπομπής και το θάνατο των
εννέα επιβαινόντων Άγγλων στρατιωτών.
Το Μάρτιο του 1957 το κρυσφήγετο των ανταρτών , μεταξύ
Λάγιας και Ακαπνούς, προδίδεται, οι αντάρτες όμως διέφυγαν τη σύλληψη και αφού
περιπλανήθηκαν μερικές μέρες κυνηγημένοι από τους Άγγλους, κατέληξαν στην
Αναφωτίδα. Για λόγους ασφάλειας ο τομεάρχης χώρισε τους καταζητούμενους με
ευθύνη δράσης σε μικρότερες περιοχές. Ο Πετράκης ορίσθηκε ως υπεύθυνος για την
περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ των χωριών Χοιροκοιτίας, Βάβλας, Οράς,
Βαβατσινιάς και προωθήθηκε προς τα εκεί. Θα κατασκεύαζε το δικό του κρησφύγετο
και θα δρούσε με τις τοπικές ομάδες των χωριών της περιοχής του. Στην πορεία του
στάθμευσε για δυο μέρες στο χωριό Βάβλα και μετά κατευθύνθηκε στην Ορά, όπου
είχε οδηγίες από τον τομεάρχη του για κατασκευή κρησφύγετου στην περιοχή.
Στις 21 Μαρτίου, δεύτερη μέρα μετά την άφιξή
του εκεί, στις τρεις το απόγευμα, περικυκλώθηκε από τρεις χιλιάδες Άγγλους
στρατιώτες, που επέβαλαν κατ' οίκον περιορισμό στο χωριό, αναζητώντας τον. Ο
Πετράκης Κυπριανού συνειδητά επέλεξε να πολεμήσει, γνωρίζοντας ότι τούτο σήμαινε
βέβαιο θάνατο. Ταμπουρωμένος σ΄ ένα ακατοίκητο σπίτι στο οποίο είχε καταφύγει,
πολέμησε για δυόμισι ώρες με ένα κυνηγετικό όπλο και είκοσι επτά φυσίγγια που
διέθετε. Όταν χρησιμοποίησε και το τελευταίο φυσίγγι επιχείρησε έξοδο, παρά την
παράδοση του. Σπάζοντας με το κορμί του τον κλοιό των στρατιωτών το κορμί του
έγινε διάτρητο από τις σφαίρες των Άγγλων κατακτητών.
Ο χαρακτήρας του Κυπριανού φαίνονταν ακόμη και από τις
ανέμελες στιγμές της ζωή του. Σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Στ. Ταμασίδη στο
περιοδικό Ταΐμς οφ Σάϊπρους, που έγινε μετά τη θυσία του Πετράκη στην Ορά,
γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά και σε μια εκδρομή του σχολείου όταν ο Πετράκης
ήταν 14 χρονών, τρία χρόνια πριν την τελευταία του έξοδο. Γράφει ο
δημοσιογράφος: «…‘Οταν ακόμα ήταν μαθητής στην Αμερικάνικη Ακαδημία, είχε πάει
με τους συμμαθητές του μια εκδρομή στον Άγιο Ιλαρίωνα. Όταν ο Πετράκης μαζί με
μερικούς άλλους συμμαθητές του δοκίμασε να βγει στην κορφή, ο καθηγητής τους
τους μάλωσε γιατί όπως είπε υπήρχε κίνδυνος να κτυπήσουν. Οι άλλοι εγκατέλειψαν
την προσπάθεια, ο Πετράκης όμως ήταν ανένδοτος. “Δεν φεύγω αν δεν βγω στην
κορφή” φώναξε.
Τρία χρόνια μετά από εκείνη την εκδρομή και ενώ
το σώμα του νεκρού Πετράκη Κυπριανού έμπαινε στην εκκλησία για να τελεστεί η
κηδεία του η μάνα του, Άννα, φώναξε: «Έτσι σε ήθελα γιε μου νάρτεις,
ήρωας». Ήταν η απάντηση που έδινε σε ένα γιο, ο οποίος λίγες μέρες πριν της
είχε γράψει: «Μην ανησυχείς μάνα, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να συλληφθώ, θα
πέσω πολεμώντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.